Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 του αιώνα που πέρασε, η εφημερίδα «Le Monde» κατέγραψε τη γνώμη ενός γάλλου ανώτατου δικαστικού λειτουργού ­ μου διαφεύγει τ’ όνομα ­, ο οποίος διατεινόταν: «Ο 19ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας του κοινοβουλίου. Ο 20ός είναι ο αιώνας της εκτελεστικής εξουσίας. Ο 21ος αιώνας θ’ ανήκει σε δύο εξουσίες που στερούνται ευθείας δημοκρατικής νομιμοποίησης αλλά και θεσμικώς οργανωμένου ελέγχου, και συγκεκριμένα στη δικαιοσύνη και στον Τύπο».


Ι. Η θέση της δικαστικής εξουσίας στο θεσμικό, εν γένει, οικοδόμημα είναι, πράγματι, ιδιόμορφη: Χωρίς οι λειτουργοί της να εκλέγονται, αμέσως ή εμμέσως, από εκείνους που αφορούν οι αποφάσεις τους και χωρίς άλλον ουσιαστικό έλεγχο πλην εκείνου που εκπορεύεται από την ίδια την ιεραρχία της, καλείται, με μόνο εφόδιο ­ πόσο όμως καταλυτικό ­ την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών της, να εκπληρώσει μια σύνθετη αποστολή. Ειδικότερα είναι προορισμένη από τη μια πλευρά να εμπεδώσει την ουσία του δικαίου, στο πλαίσιο των ιδιωτικών διαφορών. Και, από την άλλη, να υπερασπισθεί, έναντι αυτού τούτου του κρατικού μηχανισμού και των δύο άλλων εξουσιών, την αρχή του κράτους δικαίου και την οιονεί φυσική «ξυνωρίδα» της, την αρχή της νομιμότητας.


ΙΙ. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν είναι ν’ απορεί κανείς γιατί η οργάνωση και η λειτουργία της δικαιοσύνης κάποιους ενοχλεί. Ιδίως όταν ενεργεί ως κυρωτικός μηχανισμός για παραβάσεις τής, γενικότερης, νομιμότητας απέναντι στις δύο άλλες εξουσίες, προς τις οποίες μοιάζει «ανάδελφη». Συχνά, μάλιστα, η ενόχληση αυτή έχει εκφρασθεί συγκεκαλυμμένα, ως αντίδραση στο ανέλεγκτο που τη διακρίνει, μέσα από τη μεταφορά, στο πεδίο της απονομής της δικαιοσύνης, του γνωστού ερωτήματος που απηύθυνε ο έσχατος κλασικός της λατινικής λογοτεχνίας, ο Decimus Lunius Juvenalis: «Quis custodiet ipsos custodes?» Κατά πώς ρωτούσε και ο Μανώλης Αναγνωστάκης στο «Περιθώριο», «ποια ζυγαριά θα τους μετρήσει;».


ΙΙΙ. Πριν, όμως, χτυπήσει κανείς ­ κυρίως από την πλευρά της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας ­ το «σήμα κινδύνου» έναντι της δικαστικής εξουσίας σήμερα, καλό θα ήταν ν’ αναλογισθεί, με κάποιο αίσθημα αυτοκριτικής, και τις ακόλουθες παραμέτρους ανάλυσης:


Α. Αναμένουμε από τον δικαστή να σηκώσει ένα τεράστιο φορτίο ελέγχου, όταν οι μισθολογικές συνθήκες και η όλη υποδομή αλλά και η στελέχωση στον χώρο της δικαιοσύνης πάσχουν δραματικά. Ιδίως στον χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης οι ελλείψεις αυτές οδηγούν σε καθυστερήσεις που ισοδυναμούν, πολλές φορές, με αρνησιδικία.


Β. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου φορείς και εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης ­ υπό την ευρεία του όρου έννοια που περιλαμβάνει και μη αμιγώς πολιτικές οργανώσεις ­ ζητούν από τη δικαιοσύνη να μεταβληθεί σε πραγματικό κήνσορα της εκτελεστικής εξουσίας ­ κατά βάση μέσα από τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων ­ και να διαδραματίσει ένα, συμπληρωματικό προς τον δικό τους, ρόλο που όμως δεν συμβιβάζεται με την αποστολή της δικαιοσύνης.


Γ. Στον αντίποδα αυτής της συμπεριφοράς, παγίως σχεδόν, οι κυβερνώντες θέλουν τη δικαιοσύνη θεράποντα των απόψεών τους, επιχειρώντας μάλιστα ορισμένες φορές, μέσα από ακραίες επιλογές κομματικού νεποτισμού, ν’ αλώσουν τη θεσμική κορυφή της.


IV. Μ’ όλα όσα εξέθεσα δεν θέλω ν’ αποκρύψω πως υπάρχουν και στιγμές όπου η δικαιοσύνη υπερέβη ­ και εξακολουθεί να υπερβαίνει ­ τα θεσμικά της όρια. Παραδείγματα ευθείας επέμβασης ακόμη και στον χώρο της νομοθετικής εξουσίας υπάρχουν και, μάλλον, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Μόνο που οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αναχθούν σε κανόνα. Πέραν δε τούτου είναι προτιμότερο ν’ αφεθεί η δικαιοσύνη, μέσα από τους μηχανισμούς αυτοπεριορισμού της και τις λοιπές θεσμικές εγγυήσεις οριοθέτησής της, να επανορθώσει τις παρεκβάσεις αυτές από το να επιχειρείται να χαλκευθούν, ακόμη και σε συνταγματικό επίπεδο, δεσμά αποδυνάμωσής της που υπονομεύουν την ανεξαρτησία της και την αποστολή της.


Με απλές λέξεις, είναι προτιμότερο ν’ αφήσουμε κατά μέρος τις εύκολες κραυγές περί «κράτους δικαστών» και να κατανοήσουμε τη βαθύτερη ουσία αλλά και τις ανάγκες της δικαιοσύνης στη σύγχρονη εποχή. Ισχύει και εδώ, mutatis mutandis, η ρήση του Paul Bourget: «Πρέπει να μάθουμε να ζούμε όπως σκεφτόμαστε. Αλλιώς, αργά ή γρήγορα, θα μάθουμε να σκεφτόμαστε όπως ζούμε».


Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.