Τα όρια της δικαστικής εξουσίας και ο ρόλος των δικαστών αναδεικνύονται ένα από τα βασικά ζητήματα της τρέχουσας συνταγματικής αναθεώρησης. Την προσεχή Τετάρτη η Βουλή θα συζητήσει τα υπό αναθεώρηση άρθρα του Συντάγματος που αφορούν αυτό ακριβώς το θέμα. Δύο απόψεις φαίνεται να συγκρούονται, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες. Η πρώτη αποδίδει μείζονα σημασία στον ρόλο της Δικαιοσύνης για τη λειτουργία της δημοκρατίας και των θεσμών, ενώ η δεύτερη προβληματίζεται για τις ενδεχόμενες υπερβάσεις ρόλου των δικαστών. Είναι τελικά επικίνδυνοι οι δικαστές; Είναι ενδεχόμενο η απονομή της δικαιοσύνης να εκτραπεί σε άσκηση πολιτικής; Πολιτεύονται ή δικάζουν;


Η θεσμική φύση της Δικαιοσύνης είναι διπλή. Λειτουργεί άλλοτε ως η σκληρότερη όψη της κρατικής καταστολής και άλλοτε ως η σημαντικότερη εγγύηση των συνταγματικών δικαιωμάτων. Η Δικαιοσύνη όμως δεν παύει να είναι εξουσία, και μάλιστα εξουσία που δεν υπόκειται θεσμικά σε εξωτερικό έλεγχο. Για τον λόγο αυτό κύριος στόχος της Αναθεώρησης του Συντάγματος είναι η ενίσχυση της εσωτερικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και η χειραφέτηση κλάδων ολόκληρων δικαστικών λειτουργών που τώρα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.


Μέσα σ’ ένα δημοκρατικό και δικαιοκρατικό πολίτευμα για ένα μεγάλο φάσμα κρίσιμων ζητημάτων η τελική λέξη δεν ανήκει στα πολιτικά όργανα του κράτους αλλά στον δικαστή. Ο δικαστής, κυρίως μέσα από τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, μέσα από τον ποινικό έλεγχο συμπεριφορών ή μέσα από τον έλεγχο της δημοσιονομικής διαχείρισης, είναι αυτός που αποφασίζει όχι μόνο για το τι είναι νόμιμο ή παράνομο αλλά και για το τι ισχύει τελικά ως ρύθμιση.


* Δυσδιάκριτα όρια


Η μεγάλη αυτή διακριτική ευχέρεια καθιστά σε πολλές οριακές και «σκληρές» περιπτώσεις δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ δικανικής και πολιτικής κρίσης. Ο κίνδυνος να διολισθήσει ο δικαστής ­ με το πρόσχημα ενός δικανικού συλλογισμού ­ στη διατύπωση πολιτικών κρίσεων είναι υπαρκτός.


Χρειάζεται συνεπώς δύναμη αντίστασης που πρέπει να εδρεύει στη συνείδηση και τη νοοτροπία του δικαστή. Χρειάζονται όμως και δικονομικές εγγυήσεις που διασφαλίζουν σε τελική ανάλυση το κύρος, την αμεροληψία και άρα την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Σημασία έχει βέβαια η πεποίθηση του δικαστή. Οχι όμως οποιαδήποτε πεποίθηση αλλά η δικανική. Αυτή που μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή μιας αιτιολογημένης απόφασης που πείθει με την πληρότητα, τη συνοχή και την επάρκειά της. Μιας απόφασης που πείθει ακόμη και όταν δεν κολακεύει την κοινή γνώμη ή δεν ενδίδει στις πιέσεις της δημοσιότητας.


Ο δικαστής ­ και πολύ περισσότερο το δικαστήριο ­ δικάζει. Δεν «πολιτεύεται». Δεν μπορεί να έχει οπαδούς και αντιπάλους. Και κυρίως δεν πρέπει να διαπνέεται από την επικίνδυνη και αντιδημοκρατική αυταρέσκεια ότι αυτός με τους δικανικούς του μηχανισμούς μπορεί να υποκαταστήσει τη Βουλή καλύπτοντας τα κενά και τις ανεπάρκειες της κρατικής πολιτικής.


* Οι διατάξεις της Αναθεώρησης


Οι παρεκκλίσεις βέβαια αυτές δεν μειώνουν τον αναντικατάστατο θεσμικό ρόλο της Δικαιοσύνης. Υπάρχουν, όμως, και δεν μπορούν να αποσιωπηθούν ή να εξωραϊστούν. Τη λύση θα τη δώσει και πάλι ίδια η Δικαιοσύνη μέσα από τη συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών που γνωρίζουν και σέβονται το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται. Σ’ αυτούς ανήκει και η πρωτοβουλία και η ευθύνη. Με την Αναθεώρηση του Συντάγματος γίνεται μια συστηματική προσπάθεια ενίσχυσης της εσωτερικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, περιβάλλονται με εγγυήσεις όλες οι βαθμίδες της δικαστικής ιεραρχίας, διασφαλίζονται οι δυνατότητες αξιοκρατικής υπηρεσιακής της εξέλιξης για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς (τακτικοί διοικητικοί δικαστές, εισαγγελείς, λειτουργοί του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ειρηνοδίκες κτλ.), οργανώνεται με πιο διαφανή τρόπο η λειτουργία των ανωτάτων δικαστικών συμβουλίων, θεσπίζεται το ανώτατο όριο παραμονής στις θέσεις των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αντιμετωπίζονται επίσης μια σειρά από δικονομικού χαρακτήρα προβλήματα που αφορούν κυρίως τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα των επιμέρους δικαιοδοτικών κλάδων, τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις και την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου καθώς και τον τρόπο άσκησης του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στο επίπεδο των ανωτάτων δικαστηρίων, χωρίς να θίγεται καθόλου του σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου από όλα τα δικαστήρια όλων των βαθμών και όλων των δικαιοδοσιών.


Ολα αυτά έχουν στόχο να προστατεύσουν τον πολίτη ως διάδικο και όχι την πολιτική εξουσία σε σχέση με τη δικαστική. Αλλωστε όλες οι ρυθμίσεις ­ συνταγματικές και νομοθετικές ­ είναι τελικώς εκτεθειμένες στη δικαστική τους ερμηνεία και εφαρμογή. Ορισμένοι πιστεύουν ότι τα ζητήματα της Δικαιοσύνης κρίνονται στις λίγες «πολιτικά» κρίσιμες υποθέσεις. Η αλήθεια είναι ότι η ποιότητα της Δικαιοσύνης αναζητείται και κρίνεται στον μεγάλο καθημερινό όγκο των συνηθισμένων δικών. Εκεί οι πολίτες συναντούν το πραγματικό πρόσωπο της Δικαιοσύνης και του δικαστή.


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι υπουργός Πολιτισμού.