Οταν ένα συντηρητικό ή νεοφιλελεύθερο κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία προχωρήσει σε αυξήσεις, αντί για δραστικές περικοπές, των δημοσίων δαπανών ή λάβει φιλεργατικά μέτρα, λίγοι μιλούν για πολιτική μετάλλαξη του φιλελευθερισμού ή για προσχώρηση στην ιδεολογία κομμάτων που βρίσκονται στα αριστερά του στο πολιτικό φάσμα Αριστεράς – Δεξιάς. Δεν ισχύει το ίδιο για ένα σοσιαλδημοκρατικό ή σοσιαλιστικό κόμμα, οι ταλαντεύσεις της κυβερνητικής πολιτικής του οποίου προκαλούν αστραπιαία συζητήσεις για την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, ιδίως αν το εν λόγω κόμμα δεν ακολουθήσει στο γύρισμα του 20ού αιώνα πολιτική που ήταν ενδεδειγμένη πριν από τέσσερις ή πέντε δεκαετίες.


Η σύγχρονη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν είναι σε κρίση, τουλάχιστον όχι οξύτερη από εκείνη προηγούμενων ιστορικών περιόδων. Εχει κερδίσει πολλές εκλογικές νίκες και παραμένει στην κυβέρνηση στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Επίσης δεν είναι ενιαία ως πολιτική παράταξη. Αν και τα κόμματα της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς συνέπεσαν σε ατυχείς αποφάσεις, όπως η συνηγορία για τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο το 1999, είναι προφανές ότι υπάρχουν αρκετές διαφορές των μέτρων πολιτικής που υιοθετούν το βρετανικό Εργατικό Κόμμα και το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ή το ΠαΣοΚ. Δεν ακολουθούν όλα τα κεντροαριστερά κόμματα εξίσου το φιλελεύθερο μοντέλο, ωστόσο είναι σε μεγάλο βαθμό αναγκασμένα να το κάνουν. Εχοντας εκ των πραγμάτων υιοθετήσει, όντας στην εξουσία, την κρατική λογική, θέτουν υπέρτατο κριτήριο της πολιτικής τους, πρώτον, την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας της χώρας τους έναντι άλλων εθνικών οικονομιών και, δεύτερον, την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής έναντι της αμερικανικής και της ιαπωνικής οικονομίας. Είναι αυτονόητο ότι τα κυβερνώντα σοσιαλδημοκρατικά / σοσιαλιστικά κόμματα πρέπει να κριθούν ως κόμματα στην κυβέρνηση, με όποιες δεσμεύσεις συνεπάγεται αυτή η ιδιότητά τους, και όχι ως κόμματα μεταξύ άλλων κομμάτων. Αν τα κόμματα αυτά, ερχόμενα στην εξουσία, παρέβλεπαν τα δεδομένα που τους κληροδότησαν οι προκάτοχοί τους στην κυβέρνηση και αδιαφορούσαν για τους μεταβαλλόμενους διεθνείς περιορισμούς, τότε θα συμπεριφέρονταν σαν να ήταν υπόλογα μόνο απέναντι στα μέλη και στους ψηφοφόρους τους, δηλαδή θα υπηρετούσαν μια αμιγώς κομματική λογική. Η εξισορρόπηση των δύο «λογικών», αναπόφευκτο δυναμικό παιχνίδι για όλα τα κυβερνώντα κόμματα, έχει οδηγήσει, μαζί με άλλες συστημικές αιτίες, σε ιδεολογικές, οργανωτικές και κοινωνικές αλλαγές των φορέων της σοσιαλιστικής Αριστεράς στη Δυτική και στη Νότια Ευρώπη. Ιδεολογικά, τα ανωτέρω κόμματα προσπαθούν να συγκεράσουν το πρόταγμα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας με τη μέριμνα για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και για την άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων τις οποίες προξενεί ο καπιταλισμός. Πρόκειται για μέριμνα που ακόμη και σήμερα, σε προγραμματικό έστω επίπεδο, τα διαφοροποιεί από τα συντηρητικά κόμματα. Μακροχρόνια τα διαφοροποιεί και εκ του αποτελέσματος: η αντίστοιχη μέριμνα των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων στη μεταπολεμική Ευρώπη δεν κατέληξε σε κοινωνική προστασία εφάμιλλη με εκείνη του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου κοινωνικής πρόνοιας.


Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο κατηγοριών κομμάτων είναι περισσότερο οργανωτικές παρά ιδεολογικές. Οργανωτικά τόσο τα σοσιαλδημοκρατικά / σοσιαλιστικά όσο και τα συντηρητικά / φιλελεύθερα κόμματα έχουν χάσει μεγάλο αριθμό μελών και έχουν μετασχηματισθεί σε «κόμματα-καρτέλ». Σύμφωνα με τους εισηγητές το όρου (R. Katz και Ρ. Mair), τέτοια καρτέλ σχηματίζονται στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες από τα κόμματα εξουσίας, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και από τμήματα του κρατικού μηχανισμού. Ταξικά, τα σοσιαλδημοκρατικά / σοσιαλιστικά κόμματα έχουν εγκαταλειφθεί από τα παραδοσιακά κοινωνικά ερείσματά τους (εργάτες, κατώτερους υπαλλήλους), πιθανόν και προτού ακόμη τα ίδια φροντίσουν να αποξενώσουν τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους υιοθετώντας ορισμένα νεοφιλελεύθερα μέτρα πολιτικής. Παρ’ ότι ως κόμματα εξουσίας έχουν πολυσυλλεκτική εμβέλεια, τη μεγαλύτερη διεισδυτικότητά τους την παρουσιάζουν πλέον μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων. Προς το παρόν φαίνεται ότι τα σοσιαλδημοκρατικά / σοσιαλιστικά κόμματα είναι αρκετά «εξωστρεφή», λόγω των κυβερνητικών καθηκόντων τους, για να συζητήσουν τις επιπτώσεις των παραπάνω μετασχηματισμών στο εσωτερικό τους. Θα το κάνουν όταν απολέσουν την εξουσία και αρχίσει να τα απασχολεί η πολιτική τους ανάκαμψη. Τούτη είναι επιθυμητή και σήμερα, στον βαθμό που η σοσιαλδημοκρατία έχει χάσει την αίγλη της ως δύναμης που συμμετείχε στον αγώνα χειραφέτησης από τον αυταρχισμό και τον καπιταλισμό. Η ανάκαμψη εξαρτάται από την κατασκευή νέας πολιτικής ατζέντας.


Αν υστερούν σε κάτι τα σημερινά σοσιαλδημοκρατικά / σοσιαλιστικά κόμματα, αυτό προφανώς είναι η παλαιότερη ικανότητά τους να αναδεικνύουν τις πολιτικές διαστάσεις των κοινωνικών ανισοτήτων και επ’ αυτών να ασκούν ηγεμονία. Σε μια Ευρώπη αποτελούμενη από ανοικτές και συνδεδεμένες μεταξύ τους οικονομίες, στην οποία προϊόντα, πληροφορίες, ιδέες και άνθρωποι μετακινούνται πλέον με μεγάλη ταχύτητα, η επανάκτηση της ηγεμονίας από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία θα προϋπέθετε ανάδειξη των διαφαινόμενων κοινών ευρωπαϊκών προβλημάτων, ορισμένα από τα οποία έχουν ήδη απασχολήσει τους σοσιαλιστές στο επίπεδο του ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού κόμματος (του PES). Σημαντικά κοινά προβλήματα είναι, π.χ., η γήρανση του πληθυσμού και τα συνακόλουθα προβλήματα κοινωνικής ασφάλισης και δημόσιας υγείας (δια-γενεακές ανισότητες, ανισότητες κέντρου – περιφέρειας ως προς την ποιότητα παροχής υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας), η ενσωμάτωση των κυμάτων οικονομικών μεταναστών (ανισότητες ως προς την απόκτηση και χρήση της ιδιότητας του πολίτη), η στασιμότητα της κοινωνικής θέσης, των εισοδημάτων και των ευκαιριών σταδιοδρομίας των γυναικών (ανισότητες φύλου) και ο διαχωρισμός των τεχνολογικά εγγραμμάτων από τους τεχνολογικά αναλφάβητους (μορφωτικές ανισότητες). Στην αυγή του 21ου αιώνα το άμεσο μέλλον των σοσιαλδημοκρατικών / σοσιαλιστικών κομμάτων θα εξαρτηθεί από την ικανότητά τους να προτείνουν λύσεις σε νέα «κοινωνικά ζητήματα». Τέτοια είναι τα ζητήματα της δημιουργίας υπερκερδών μέσω των βραχυπρόθεσμων μετακινήσεων κεφαλαίων από χώρα σε χώρα, της επιδεινούμενης εκμετάλλευσης των φτωχών χωρών από τις πλούσιες, της κατανομής του κόστους από τη μόλυνση του περιβάλλοντος και του αναδιπλασιασμού των ταξικών ανισοτήτων από ανισότητες φύλου, φυλής ή εθνικής καταγωγής. Πρόκειται για νέα ζητήματα χωρίς σύνορα, η αντιμετώπιση των οποίων προϋποθέτει σοσιαλιστικά κόμματα χωρίς σύνορα, ένα αίτημα παλιό όσο και ανεκπλήρωτο.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.