Η θεαματική πρόοδος της βιολογίας έφθασε σε ένα από τα μέχρι νεωτέρας κορυφαία επιτεύγματά της με τη χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος. Είναι βέβαιο ότι το ερευνητικό αυτό επίτευγμα θα ακολουθήσουν και άλλα και ότι δεν θα αργήσουν να επινοηθούν πολλαπλές βιοτεχνολογικές εφαρμογές της νέας επιστημονικής γνώσης. Τα ήδη πραγματωθέντα όσο και προσδοκώμενα επιτεύγματα προκαλούν στην ανθρωπότητα δέος, με τη διπλή σημασία της λέξης: θαυμασμό για την αποκρυπτογράφηση των μυστικών της ανθρώπινης ζωής, αλλά και φόβο, συχνά ακαθόριστο, για το ενδεχόμενο κακής χρήσης των διανοιγόμενων δυνατοτήτων βιολογικής επέμβασης στον άνθρωπο.


Το διπλό αυτό συναίσθημα που μας καταλαμβάνει φανερώνει ότι η παρατηρούμενη θεαματική πρόοδος της βιολογίας και της βιοτεχνολογίας έχει ασφαλώς μια πολύ θετική πλευρά, θα μπορούσε όμως να συνοδευθεί και από σοβαρές αρνητικές παρενέργειες. Η πρόληψη και αποτροπή των αρνητικών παρενεργειών είναι κυρίως έργο του νομοθέτη, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το αν όμως και σε ποιο βαθμό απαιτείται νομοθετική επέμβαση προϋποθέτει σαφή διάγνωση των διαγραφόμενων κινδύνων και αντιπαραβολή τους προς τα προσδοκώμενα θετικά αποτελέσματα. Αυτό πάλι απαιτεί τη στάθμιση αγαθών (εκείνων που προάγονται προς όσα απειλούνται), η οποία σε ορισμένες οριακές περιπτώσεις μπορεί να εμπλακεί στη δίνη ηθικών διλημμάτων. Τελευταία γίνεται για τον λόγο αυτόν συνεχώς πιο αισθητή η ανάγκη παράλληλα με τη βιολογική και βιοτεχνολογική έρευνα να καλλιεργηθεί και η βιοηθική, ώστε να αποκτήσουμε μια όσο γίνεται σαφέστερη εικόνα των ηθικών προβλημάτων που σχετίζονται με την έρευνα αυτή και να οδηγηθούμε στις ορθότερες δυνατές σταθμίσεις. Ο βιοηθικός προβληματισμός παρέχει τη βάση πάνω στην οποία θα κινηθεί ο νομοθέτης.


* Προβλήματα εφαρμογών


Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις μεγάλους κύκλους δραστηριοτήτων στους οποίους εκδηλώνονται ηθικά προβλήματα εντάσεων μεταξύ αγαθών που εμπλέκονται στην επιστημονική και τεχνολογική διερεύνηση του ανθρώπινου γονιδιώματος: προβλήματα συναφή με την κατάκτηση της επιστημονικής γνώσης, προβλήματα συναφή με την πρακτική της εφαρμογή και προβλήματα σχετικά με την οικονομική πλευρά τόσο της παραγωγής της γνώσης όσο και της εφαρμογής της.


Θεωρητικά τα λιγότερα ηθικά προβλήματα παρουσιάζει η ίδια κατάκτηση της επιστημονικής γνώσης. Η γνώση γενικά, αν την απομονώσουμε από κάθε εφαρμογή, αποτελεί ένα καθολικής αποδοχής αγαθό, που μάλιστα λειτουργεί αθροιστικά: όσο περισσότερη διαθέτουμε τόσο καλύτερα. Κανένας δεν μπορεί επομένως να προβάλει αντιρρήσεις κατά της διεύρυνσης των βιολογικών μας γνώσεων και οι λίγες ακραίες φωνές, που σε θέματα αποκάλυψης των μυστικών της ανθρώπινης ζωής ρητά προτιμούν την άγνοια, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη. Το ζήτημα περιπλέκεται ωστόσο από το γεγονός ότι γνώση και εφαρμογή δεν μπορούν να χωριστούν ριζικά και έτσι προκύπτουν διλήμματα αν θα πρέπει να απαγορευθεί η τέλεση ορισμένων πειραμάτων ακόμη και όταν γίνονται με μοναδικό σκοπό την επιστημονική γνώση.


Μια ξεχωριστή κατηγορία εφαρμογών των βιολογικών γνώσεών μας για τον άνθρωπο αποτελεί πάντως η ανθρώπινη βιοτεχνολογία. Πρόκειται για το σύνολο των εφαρμογών της βιολογικής γνώσης με σκοπό την επέμβαση στον ανθρώπινο οργανισμό και την επίτευξη προεπιλεγμένων αποτελεσμάτων μέσω της χειραγώγησης των φυσικών διαδικασιών.


* Η οικονομική εκμετάλλευση


Η τεχνολογία από μόνη της είναι ηθικά ουδέτερη. Γίνεται καλή ή κακή ανάλογα με τους σκοπούς που υπηρετεί κάθε φορά. Στην περίπτωση της ανθρώπινης βιοτεχνολογίας ο σκοπός της εφαρμογής της γνώσης είναι καλός όταν έγκειται στη θεραπεία ασθενειών και γενικότερα στην απάλυνση του ανθρώπινου πόνου. Είναι όμως δυνατή η εφαρμογή της γνώσης και για ηθικά κατακριτέους σκοπούς, όπως είναι οι ευγονικοί ή η δημιουργία βιολογικών παραλλαγών του ανθρώπινου είδους, και γενικότερα όταν προκύπτουν απαράδεκτες διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό μπορεί να συμβεί, π.χ., από τη μη διαφύλαξη του προσωπικού απορρήτου που αφορά γενετικές ιδιαιτερότητες ή την πιθανότητα εμφάνισης ασθενειών. Επειδή ακριβώς η τεχνολογική εφαρμογή της βιολογικής γνώσης μπορεί να γίνει για καλούς και για κακούς σκοπούς, απαιτείται νομοθετική πρόληψη ώστε να εμποδίζονται οι κακές χρήσεις ή ­ αν αυτό δεν είναι δυνατό ­ να απαγορευθεί γενικά η εφαρμογή όταν η πιθανότητα βλάβης αγαθών από την κακή χρήση υπερβαίνει εκείνη της προστασίας αγαθών από την καλή.


Μια τρίτη κατηγορία προβλημάτων συνδέεται με την οικονομική πλευρά της βιολογικής έρευνας και τεχνολογίας. Εδώ τα προβλήματα αφορούν τη χρηματοδότηση και την εμπορευματοποίηση. Η διερεύνηση του ανθρώπινου γονιδιώματος και η ανάπτυξη συναφών τεχνολογικών εφαρμογών κοστίζουν μεγάλα ποσά, που δεν αντλούνται κυρίως από κρατικές πηγές αλλά από την ιδιωτική οικονομία. Αυτή, αποβλέποντας στο κέρδος, επιδιώκει την κατοχύρωση ευρεσιτεχνιών και την εμπορία βιοτεχνολογικών προϊόντων. Εδώ όμως επιβάλλονται ορισμένα όρια. Ενώ δεν υπάρχει κατ’ αρχάς ηθική αντίρρηση για την κατοχύρωση και την εμπορευματοποίηση φαρμακευτικών και γενικότερα θεραπευτικών εφαρμογών, θα μας φαινόταν ηθικά αποκρουστική η εμπορία βιοτεχνικά παραγμένων ολοκληρωμένων μερών του ανθρώπινου οργανισμού (π.χ. κάτω άκρων ή εσωτερικών οργάνων) και ακόμη περισσότερο ανθρώπινων εμβρύων ή γονιδιωμάτων-παραλλαγών του ανθρώπινου είδους. Μεγάλη είναι η διαμάχη ως προς τη δυνατότητα κατοχύρωσης ευρεσιτεχνίας για την ίδια την καταγραφή του ανθρώπινου γονιδιώματος. Ηθικά ορθή είναι η αρνητική απάντηση. Η καταγραφή αυτή αποτελεί καθαρή επιστημονική γνώση και ως τέτοια αποτελεί κτήμα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Το αντίστοιχο θα ήταν να είχαν διεκδικήσει περιουσιακά δικαιώματα ο Νεύτων για τον νόμο της βαρύτητας ή ο Αϊνστάιν για τη θεωρία της σχετικότητας.


Ο κ. Παύλος Κ. Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.