Πριν από 12 χρόνια ο Κώστας Σημίτης όριζε τον εκσυγχρονισμό ως «τη διεύρυνση των δυνατοτήτων της ελληνικής κοινωνίας να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της εξέλιξής της και να καθοδηγεί τις λύσεις τους» (Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας, εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1989, σελ. 21). Πρόκειται για μια προμηθεϊκή αντίληψη του εκσυγχρονισμού η οποία δέχεται ότι η κοινωνική μεταβολή μπορεί να σχεδιαστεί και να πραγματοποιηθεί «από τα πάνω», από την πολιτική ηγεσία και τον κρατικό μηχανισμό, γενικότερα από ορισμένες πολιτικές και κοινωνικές ελίτ. Τούτο δεν προσδίδει απαραίτητα χαρακτήρα ελιτισμού στον εκσυγχρονισμό καθώς ακόμη και τα λαϊκότερα των κινημάτων διέθεταν κάποια καθοδηγητική ελίτ. Ωστόσο όροι για την προώθηση των σχεδιαζόμενων αλλαγών είναι η κατάκτηση ευρύτερης ιδεολογικής ηγεμονίας από τους εκσυγχρονιστές και κάποια, μερική έστω, δια-ταξική υποστήριξη του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος. Ποιες είναι οι σημασίες του, σε τι οφείλεται η ηγεμονία του και ποια είναι η υποστήριξη που απολαμβάνει αυτό το εγχείρημα;


Σημασίες και σύμβολα


Σύμφωνα με τον κύριο πολιτικό εκπρόσωπό του στη σημερινή Ελλάδα, ο εκσυγχρονισμός είναι προσανατολισμένος στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για αντικειμενικά προβλήματα, πολλά από τα οποία είναι δοσμένα από την ιστορική τροχιά πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας (τα λεγόμενα διαρθρωτικά προβλήματα), ενώ άλλα προκύπτουν από το μεταβαλλόμενο διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον (τα προβλήματα προσαρμογής). Η εννοιολόγηση του εκσυγχρονισμού γύρω από τον άξονα «αντιμετώπιση προβλημάτων» τον καθιστά εφαρμόσιμο πολιτικό σχέδιο, όχι όμως και πολιτικό όραμα. Ο εκσυγχρονισμός είναι κάτι λιγότερο από όραμα γιατί, ενώ προτείνει ανατροπές δομών και διαδικασιών, δεν προσφέρει μια συνολική ουτοπία. Εδώ έγκειται ταυτόχρονα η δύναμη και η αδυναμία του. Πηγές της δύναμης του εκσυγχρονισμού είναι ο ρεαλιστικός προσανατολισμός και το ύφος του, ύφος χαμηλόφωνο και επίμονο αλλά παράταιρο σε μια κοινωνία στην οποία τόσο συχνά ο διάλογος γίνεται εκκωφαντικά και χωρίς στοιχεία. Σύμβολα του εκσυγχρονισμού δεν είναι οι νεόπλουτοι επιχειρηματίες και πολιτικοί, αλλά οι λιτοί κώδικες επικοινωνίας του ηγέτη του, οι τεχνικές προγραμματισμού, οι γραφικές παραστάσεις και οι πίνακες με στοιχεία που χρησιμοποιούν οι συνεργάτες του.


Εκσυγχρονισμός σημαίνει ιεράρχηση προτεραιοτήτων και χρήση των καταλληλότερων μεθόδων για την επίτευξή τους. Για παράδειγμα, η κοινωνική πολιτική ως προτεραιότητα προϋποθέτει την ανεύρεση πόρων χρηματοδότησης της αναδιανομής του εισοδήματος. Οταν ένα κράτος αντιμετωπίζει την προοπτική της χρεοκοπίας, τότε προτεραιότητα είναι η οικονομική επιβίωσή του και είναι παράλογο να συνάπτονται δάνεια για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής. Επιπλέον είναι και άδικο γιατί η άσκηση κοινωνικής πολιτικής με δανεικά μεταθέτει το δημοσιονομικό βάρος στο μέλλον, αυξάνοντας έτσι τη δια-γενεακή ανισότητα. Με δύο λόγια, εκσυγχρονισμός σημαίνει εξορθολογισμός της κατανομής του κοινωνικού κόστους των πολιτικών αποφάσεων.


Ο εξορθολογισμός είναι μια διαδικασία καθαυτή ευκταία και ανατρεπτική σε όσους τομείς πολιτικής κυριαρχούν η προχειρότητα, η σπατάλη και η αυθαιρεσία, η οποία ωστόσο σηματοδοτεί ταυτόχρονα και την αδυναμία του εκσυγχρονισμού. Γιατί μπορεί στις περιπτώσεις όπου παραδοσιακά δεν τηρείται κανένας κανόνας (και αυτές μας είναι οικείες και πολλές) ο εξορθολογισμός να διευρύνει την προβλεψιμότητα των ανθρωπίνων σχέσεων και να συμβάλλει στη νομιμοποίηση των εκάστοτε ρυθμίσεων της κοινωνικής συμβίωσης, από μόνος του όμως δεν αποτελεί ευκταίο στόχο. Αλλωστε στον αιώνα που μόλις τελείωσε ο εξορθολογισμός ως ουδέτερη διαδικασία υπηρέτησε οδυνηρές πρακτικές, όπως ο ολοκληρωτικός πόλεμος, η υπερεκμετάλλευση του φυσικού πλούτου και η εξόντωση κοινωνικών μειονοτήτων. Ωστε ο εκσυγχρονισμός ως εξορθολογισμός είναι προφανώς μια διαδικασία που προσφέρεται για χρήση και κατάχρηση. Ως εδώ, στη βάση αυτή, είναι σχετικά εύκολο να βρεθούν πολλοί, αν και αταίριαστοι μεταξύ τους, υποστηρικτές του εκσυγχρονισμού.


Το αξιακό φορτίο


Η διαδικασία είναι ουσία εφόσον είναι διαποτισμένη από την παρουσία κάποιων αξιών, κάποιων οικουμενικών ιδανικών. Αν όμως επί της διαδικασίας μπορεί να διαμορφωθεί κάποια συναίνεση, στο ζήτημα της ουσίας οι δρόμοι των ευκαιριακών συμμάχων του εκσυγχρονισμού χωρίζουν. Το ουσιαστικό περιεχόμενο του εκσυγχρονισμού αντλείται από την κοινωνιολογική και από την πολιτιστική έννοια του όρου. Ετσι, από κοινωνιολογική σκοπιά, ο εκσυγχρονισμός είναι μια μακρά κοινωνική διεργασία διαφοροποίησης των στοιχειωδών κοινωνικών θεσμών, όπως η οικογένεια και η κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, είναι μια διεργασία μετάβασης από την προ-νεωτερική στη νεωτερική κοινωνία. Εκδηλώσεις της διεργασίας αυτής είναι η εκβιομηχάνιση, η αστικοποίηση, η διάδοση της εκπαίδευσης και η εισαγωγή της τεχνολογίας εκεί όπου προηγουμένως κυριαρχούσε η αγροτική οικονομία, σε κλίμακα χωριού ή μικρής πόλης, εν μέσω αναλφαβητισμού και παραδοσιακών μορφών απασχόλησης και παραγωγής. Ενώ από πολιτιστική σκοπιά ο εκσυγχρονισμός είναι η επικράτηση μιας μεταρρυθμιστικής κουλτούρας, που πιστεύει λιγότερο στις εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις και στο πεπρωμένο και περισσότερο στις οικουμενικές αλλά πάντως δυτικές αξίες που συνδέονται με τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση, καθώς και με την εκκοσμίκευση και τον Διαφωτισμό. Τέτοιες αξίες είναι η ατομική ελευθερία, η κοινωνική δικαιοσύνη και η πίστη στην ικανότητα του ανθρώπου να αλλάζει τον κόσμο εμπνεόμενος από το μέλλον, το οποίο είναι δυνατόν να σχεδιαστεί (αντί για το παρελθόν προς τις αξίες του οποίου ήταν στραμμένος ο προ-νεωτερικός άνθρωπος). Ως προς αυτή την όψη του ο εκσυγχρονισμός είναι καταστρεπτικός για τις προ-νεωτερικές δομές, διαδικασίες και νοοτροπίες που επιζούν στα πιο παρωχημένα τμήματα της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος.


Ερείσματα και ρυθμοί


Ταυτοχρόνως όμως είναι και βλαπτικός για εκείνα τα στρώματα του πληθυσμού που κατ’ εξοχήν φοβούνται τη μεταρρυθμιστική κουλτούρα και έχουν τη μικρότερη επαφή με τις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται διεθνώς στην παραγωγή, στην εργασία και στην εκπαίδευση. Πρόκειται για ευρέα, παραδοσιακά στρώματα του πληθυσμού, εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες, που κατά καιρούς έχουν γνωρίσει την κρατική προστασία (αλλά και την αυθαιρεσία που συνεπάγεται η εξάρτηση από το κράτος), έχουν κοινωνικοποιηθεί στον εθνικισμό και στην Ορθοδοξία και αντιμετωπίζουν τον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής κοινωνίας ­ γιατί περί αυτού πρόκειται ­ με δυσπιστία. Ωστόσο δεν υπάρχει μια σαφής πολιτική έκφραση των αντίθετων μερίδων της κοινωνίας που στεγάζονται κάτω από τα δύο «μπλοκ», τα όρια των οποίων είναι ρευστά (προοδευτικό, εκσυγχρονιστικό μπλοκ εναντίον παραδοσιακού, παρωχημένου μπλοκ). Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο εκσυγχρονιστικός λόγος στρέφεται και εναντίον τους, οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα υπερψηφίζουν το σημερινό ΠαΣοΚ σε αναλογία μεγαλύτερη από εκείνη που το ψηφίζουν οι εργαζόμενοι άλλων τομέων. Επίσης τμήματα του κεφαλαίου, το οποίο όλες οι κυβερνήσεις έχουν αφήσει ανέγγιχτο, υποστηρίζουν ταυτόχρονα και τα δύο μεγάλα κόμματα και επιλεκτικά εκπροσώπους τόσο της παραδοσιακής όσο και της εκσυγχρονιστικής πτέρυγας που ενυπάρχουν σε καθένα από αυτά. Η ρευστότητα της κοινωνικής συσπείρωσης γύρω από τον εκσυγχρονισμό ερμηνεύεται από την ευρυχωρία του ίδιου αυτού όρου και από την ελκυστικότητά του: ο εκσυγχρονισμός ηγεμονεύει στον χώρο των ιδεών. *



Για πολλούς ο εκσυγχρονισμός θα γίνει αμφίστομος όσο γίνεται πιο συγκεκριμένος. Αντίθετα με τον λαϊκισμό, δεν υπόσχεται τα πάντα στους πάντες, αλλά βαδίζει προς την κατεύθυνση που σιγά σιγά διαγράφεται καθαρότερα: προς μια κοινωνία με μικρότερο αλλά ίσως αποτελεσματικότερο δημόσιο τομέα, με πιο σύγχρονες, τεχνολογικά ανεπτυγμένες μορφές επιχειρήσεων στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες και με συρρικνωμένο αγροτικό τομέα. Επίσης μια κοινωνία με βελτιωμένες μεταφορές και επικοινωνίες, με υψηλότερες και δικαιότερα κατανεμημένες δημόσιες δαπάνες για την απασχόληση, την παιδεία, την υγεία, τον πολιτισμό και την έρευνα και με πληρέστερο κράτος πρόνοιας. Δηλαδή μια κοινωνία του δυτικοευρωπαϊκού μέσου όρου, από τον οποίο η σημερινή Ελλάδα σαφώς υπολείπεται. Αν πράγματι, όπως διαφαίνεται, η γενική τάση αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας, κυρίως λόγω του νέων, διεθνών οικονομικών και τεχνολογικών δεδομένων και των πιέσεων προσαρμογής στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, είναι ούτως ή άλλως προς αυτή την κατεύθυνση, τότε ο εκσυγχρονισμός δεν έχει αργήσει, ήρθε στην ώρα του και γι’ αυτό κέρδισε και συνεχίζει να κατέχει την ηγεμονία στο ζήτημα της συνολικής κατεύθυνσης της κοινωνικής μεταβολής. Είναι όμως προφανές ότι η μεταβολή των θεσμών είναι ταχύτερη από την αλλαγή των ουσιαστικών λειτουργιών τους. Με τη σειρά της η μεταμόρφωση των λειτουργιών επηρεάζεται από τις κοινωνικές νοοτροπίες, ο ρυθμός μετασχηματισμού των οποίων καθυστερεί ακόμη περισσότερο. Ο εκσυγχρονισμός δρα με διαφορετικούς ρυθμούς και σε διαδοχικούς χρόνους. Απομένει να φανεί αν θα του δοθεί ο χρόνος να στρώσει με κοινωνικά δίκαιο τρόπο τις υπόλοιπες ράγες πάνω στις οποίες θα κυλήσει η μεταβολή της ελληνικής κοινωνίας.


* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.