Τι είναι ο εκσυγχρονισμός; Μια φυσική διαδικασία εξέλιξης των πραγμάτων ή μια πολιτική επιλογή; μια ιδεολογία ή ένα ιδεολόγημα; μια θεωρία των κοινωνικών επιστημών ή μια κατασκευή;


Τα ερωτήματα είναι πολλά. Για τι μιλάμε; Και μιλάμε όλοι για το ίδιο πράγμα; Η σύγχυση αναμφισβήτητη. Ισως επειδή το περιεχόμενο μιας τόσο πολυσυζητημένης έννοιας έχει σπανίως διευκρινιστεί.


Οι λόγοι είναι πολλοί. Σε αντίθεση με τις περισσότερες κοινωνίες όπου εδώ και δεκαετίες η συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό καταγράφεται στην κορυφαία θεματολογία του δημοσίου διαλόγου, στην Ελλάδα ο εκσυγχρονισμός προέκυψε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 περίπου ως πολιτικό σχέδιο· ως μια πολιτική πρόταση μεταξύ άλλων πολιτικών προτάσεων.


Ακόμη και τότε όμως το θέμα ετέθη περιθωριακά. Ενας προβληματισμός ορισμένων ανθρώπων, κυρίως διανοουμένων ή τεχνοκρατών, οι οποίοι μάλλον κινούνταν έξω από το επίκεντρο της κοινωνικής δυναμικής. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, όλη η προβληματική του εκσυγχρονισμού μπήκε στην Ελλάδα από το παράθυρο ­ ως εσωκομματική τάση του ΠαΣοΚ ή ως συνιστώσα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς.


Αν δεν έμεινε εκεί το οφείλει πάλι στην πολιτική συγκυρία. Ο Κ. Σημίτης είναι ο πρώτος (και ως τώρα ο μόνος) έλληνας πολιτικός ο οποίος ανέδειξε τον εκσυγχρονισμό στο επίπεδο μιας επαγγελίας. Τον προέβαλε ως προγραμματικό διάδοχο του εκδημοκρατισμού σε μια μακρά πορεία προσαρμογής της ελληνικής κοινωνίας στη νεωτερικότητα. Ετσι τον κατέστησε πολιτικό αγαθό και συζητήσιμο μέγεθος επειδή ο ίδιος εκτοξεύτηκε στο προσκήνιο. Κατά παράδοξο τρόπο λοιπόν η συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό στην Ελλάδα περισσότερο προέκυψε μέσα από τις πολιτικές εξελίξεις παρά οργανώθηκε συστηματικά. Εκτοτε ο «εκσυγχρονιστής» σταδιοδρομεί ως πολιτική ή κομματική ετικέτα.


Αυτό δεν εμπόδισε το ουσιαστικό αντικείμενο του διαλόγου να αναπηδήσει, έστω και ευκαιριακά. Τι είναι ο εκσυγχρονισμός; Μια τυφλή προσαρμογή στη Δύση ή μια επεξεργασμένη αποδοχή της νεωτερικότητας; μια άρνηση της εθνικής ταυτότητας ή η δημιουργία νέων, ευρύτερων αξιακών προσδιορισμών; μια μέθοδος αταξικής διαχείρισης ή η μεταφορά των κοινωνικών αντιθέσεων σε ένα νέο πεδίο; Ερωτήματα κρίσιμα τα οποία χρήσιμο θα ήταν να αρχίσουμε να συζητούμε.


Στις κοινωνικές επιστήμες οι έννοιες της νεωτερικότητας και του εκσυγχρονισμού έχουν επικριθεί επανειλημμένως από αριστερούς ανθρωπολόγους, από «πολιτικά ορθώς σκεπτομένους» κοινωνικούς επιστήμονες και από διάφορους μεταμοντέρνους στοχαστές. Κατ’ αυτούς οι έννοιες αυτές έχουν έναν έντονα ευρωκεντρικό χαρακτήρα αφού οι θεωρίες που τις χρησιμοποιούν βλέπουν την ανάπτυξη των μη δυτικών κοινωνιών με αποκλειστική βάση το «τι έγινε στη Δύση». Από αυτή τη σκοπιά η έννοια του εκσυγχρονισμού δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ιδεολογικό εργαλείο για την περαιτέρω προώθηση του δυτικού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού.


Η παντελής απόρριψη των όρων της νεωτερικότητας και του εκσυγχρονισμού όμως δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες. Γιατί, ενώ οι επικριτές των όρων αυτών ορθώς επισημαίνουν τις εγγενείς αδυναμίες αντιλήψεων που βλέπουν την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους με βάση το δυτικό μοντέλο, οδηγούνται σε έναν άκρατο σχετικισμό όταν αρνούνται να ξεχωρίσουν τα στοιχεία των σύγχρονων κοινωνιών που είναι σαφώς δυτικά (π.χ., ορισμένες μορφές ατομικισμού) από αυτά που έχουν έναν οικουμενικό, καθολικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, οι οπαδοί του αντι-ευρωκεντρισμού, θεωρώντας τη φιλελεύθερη, κοινοβουλευτική δημοκρατία ένα προϊόν του δυτικού πολιτισμού, αρνούνται να επικρίνουν τα αυταρχικά καθεστώτα των μη δυτικών κοινωνιών. Γιατί, αναρωτιούνται, θα πρέπει οι Κινέζοι ή οι Ινδοί να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τουλάχιστον στη σύγχρονη μορφή τους, είναι δυτική επινόηση;


Με δεδομένη την προβληματική αυτή κατάσταση το ζήτημα είναι να βρεθεί μια μέση οδός μεταξύ του εμφανούς ευρωκεντρισμού που χαρακτηρίζει τις κυρίαρχες εννοιολογήσεις της νεωτερικότητας και του εκσυγχρονισμού και ενός σχετικισμού που τις απορρίπτει παντελώς.


Ακολουθώντας τον κοινωνικο-δομικό μάλλον παρά πολιτισμικό ορισμό της μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η νεωτερικότητα συμπίπτει με το είδος των κοινωνικών ρυθμίσεων που κυριάρχησαν στην Ευρώπη μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία και στη Γαλλική Επανάσταση. Οι ρυθμίσεις αυτές οδήγησαν σε πρωτόγνωρες κοινωνικές κινητοποιήσεις, οι οποίες εξασθένισαν τους δεσμούς των ανθρώπων με τις τοπικές, αυτάρκεις κοινότητες και τους έφεραν πιο κοντά στο «κέντρο»: τους ενέταξαν/ενσωμάτωσαν κατά μαζικό τρόπο στα πολύ ευρύτερα πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά πεδία που ­ εν μέρει τουλάχιστον ­ αποτελούν ό,τι ονομάζουμε έθνος-κράτος.


Η ένταξη στο κέντρο


Το έθνος-κράτος είναι από ιστορική άποψη μοναδικό, με την έννοια ότι απέκτησε πρωτοφανείς διαστάσεις σε σύγκριση με όλα τα προβιομηχανικά κράτη. Κατάφερε να διεισδύσει στην περιφέρεια της κοινωνίας και να εντάξει τους πολίτες σε κεντρικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, σε βαθμό που θα ήταν αδιανόητος για οποιονδήποτε προβιομηχανικό κοινωνικό σχηματισμό.


Το έθνος-κράτος, βασισμένο στην επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα και στις θεαματικές τεχνολογικές εξελίξεις που την ακολούθησαν όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο διοικητικό, στο στρατιωτικό και στο πολιτισμικό πεδίο, ήταν σε θέση να κινητοποιεί σε τέτοιον βαθμό το έμψυχο και άψυχο δυναμικό του ώστε οι οικονομικοί, πολιτικοί και κοινωνικο-οικονομικοί τοπικισμοί εξασθένησαν δραματικά. Ετσι οι «υπήκοοι» μετετράπησαν σε «πολίτες» καθώς ο πληθυσμός μιας χώρας όλο και περισσότερο αναφερόταν (ως προς τους δεσμούς πίστης και τους προσανατολισμούς του) όχι πια στις τοπικές, παραδοσιακές κοινότητες αλλά στη «φαντασιακή κοινότητα» του έθνους-κράτους.


Θεσμική διαφοροποίηση


Μια δεύτερη έννοια που μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τη νεωτερικότητα με μη ευρωκεντρικό τρόπο είναι η έννοια της θεσμικής διαφοροποίησης. Οπως έχουν ήδη δείξει με πειστικό τρόπο ο Parsons, o Habermas, o Luhmahn κ.ά., οι νεωτερικές κοινωνίες έχουν ξεπεράσει όλες τις παλαιότερες ως προς τη δομική-λειτουργική διαφοροποίηση. Οι προβιομηχανικές κοινωνίες της εποχής του ancien régime, π.χ., αν και είχαν υπερβεί το είδος εκείνο της μη διαφοροποίησης που συναντάμε στους λεγόμενους «πρωτόγονους» κοινωνικούς σχηματισμούς, δεν έφτασαν ποτέ στη διαφοροποίηση και στην αυτονόμηση των θεσμικών πεδίων που αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νεωτερικότητας. Στη νεωτερικότητα, όπως οι κοινωνίες γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες, βλέπουμε τη διαφοροποίηση του οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού χώρου, αφού κάθε θεσμικός χώρος παρουσιάζει τη δική του λογική, τις δικές του αξίες, τη δική του δυναμική.


Συνοψίζοντας λοιπόν τα παραπάνω μπορούμε να πούμε πως η «νεωτερικότητα», μοναδική κατάσταση πραγμάτων σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, προϋποθέτει συνδυασμό πρωτοφανούς κινητοποίησης/ένταξης στο κέντρο αφενός και δομική-λειτουργική διαφοροποίηση αφετέρου, όπως οι δύο αυτές διαδικασίες εξελίχθηκαν στην Ευρώπη του 18ου και του 19ου αιώνα, οδηγώντας σε θεσμικά πλαίσια όπως το κράτος-έθνος, οι εθνικές αγορές, τα μαζικά συστήματα παιδείας και πρόνοιας κτλ. Βεβαίως, όπως ήδη ελέχθη, τα πρωτόγνωρα αυτά επίπεδα κινητοποίησης και διαφοροποίησης δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν αν δεν είχε προηγηθεί η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα, η οποία οδήγησε σε ένα είδος γνώσης βασισμένης ­ όπως σωστά υποστηρίζει ο Gellner ­ σε μη ηθικά διαπολιτισμικά κριτήρια επικύρωσης. Η εφαρμογή αυτής της γνώσης στις διάφορες σφαίρες παραγωγής δημιούργησε τις τεχνολογίες εκείνες (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές) που επέτρεψαν τη μεγάλης κλίμακας κινητοποίηση/ένταξη και θεσμική διαφοροποίηση.


Η «μοναδικότητα» της Δύσης


Είναι γεγονός βέβαια πως η νεωτερικότητα, όπως την περιέγραψα πιο πάνω, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Δυτική Ευρώπη. Είναι όμως επίσης γεγονός ότι:


(α) Κρίσιμα θεσμικά στοιχεία αυτής της διαδικασίας συναντάμε σε λιγότερο ανεπτυγμένη μορφή και σε αρκετούς προβιομηχανικούς, μη ευρωπαϊκούς πολιτισμούς (π.χ., ο θεσμός της αγοράς εργασίας, η γραφειοκρατική διοίκηση, ο πολιτικός πλουραλισμός κτλ.).


(β) Ενάντια σε αυτό που ισχυρίζεται ο Μ. Weber (Προτεσταντική Ηθική και η ανάπτυξη του καπιταλισμού) τείνω να συμφωνήσω με τον διάσημο ιστορικό McNeil, ο οποίος πιστεύει πως ο «Μεγάλος Μετασχηματισμός» που αποκαλούμε νεωτερικότητα (δηλαδή, η πολιτική, βιομηχανική και πολιτισμική απογείωση της Ευρώπης στον 18ο και 19ο αιώνα) θα μπορούσε να είχε συμβεί εκτός Ευρώπης. Κατά τον αμερικανό ιστορικό όχι μόνο η Ευρώπη αλλά και η φεουδαρχική Ιαπωνία «θα μπορούσε επίσης να λειτουργήσει ως πηγή νεωτερικότητας. Και αν όχι η Ιαπωνία, άλλες χώρες θα μπορούσαν να παίξουν τον ίδιο ρόλο. Είναι φανερό πως η δυνατότητα για την ανάπτυξη της βιομηχανίας υπήρχε. Η προβιομηχανική κατάσταση έπειτα από μια ορισμένη ιστορική στιγμή έγινε συστηματικά ασταθής. Το ότι αργά ή γρήγορα κάποιος λαός θα εφεύρισκε τα καταπληκτικά πλεονεκτήματα της εκβιομηχάνισης αυτό μου φαίνεται, αν όχι απολύτως σίγουρο, εξαιρετικά πιθανό».


(γ) Ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για τη «μοναδικότητα» ή μη της Δύσης, είναι γεγονός ότι ορισμένα από τα στοιχεία της δυτικής νεωτερικότητας έχουν σήμερα διαπολιτισμικό, καθολικό χαρακτήρα. Αυτά, όπου και αν απέκτησαν για πρώτη φορά πλήρη θεσμική υπόσταση, συνιστούν ό,τι ο Parsons αποκαλεί εξελικτικές καθολικότητες. Κανένας κοινωνικός σχηματισμός δεν μπορεί να προχωρήσει ή έστω να επιβιώσει στον σημερινό κόσμο αν δεν αποκτήσει τα γενικά οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά όπως το έθνος-κράτος, εθνικές αγορές, μαζική παιδεία κ.ά. (Η Γερμανία και η Γαλλία π.χ. τον 19ο αιώνα αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν θεσμούς και τεχνολογίες που πρωτοαναπτύχθηκαν στην αγγλική Βιομηχανική Επανάσταση. Αυτό δεν σημαίνει πως οι δύο αυτές χώρες «αγγλοποιήθηκαν». Το ίδιο επιχείρημα ισχύει φυσικά και για χώρες της ύστερης ανάπτυξης όπως η Ιαπωνία και η Κίνα.)


(δ) Ο εκσυγχρονισμός στον μη δυτικό κόσμο πήρε ποικίλες μορφές· από αυτές ορισμένες (λ.χ., η σοβιετική εκδοχή) ήταν λιγότερο αποτελεσματικές ως προς την «προσαρμοστική ικανότητά» τους απ’ ό,τι οι αντίστοιχες δυτικές, ενώ άλλες ίσως αποδειχθούν περισσότερο αποτελεσματικές μακροπρόθεσμα (λ.χ., Ιαπωνία, χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας). Αυτό μας οδηγεί στο θέμα της πολλαπλότητας των εκσυγχρονισμών.


Παραλλαγές και διαφοροποιήσεις


Αν η συνάρθρωση ενός ορισμένου τύπου κινητοποίησης/ένταξης με υψηλά επίπεδα διαφοροποίησης είναι κοινό στοιχείο σε όλες τις νεωτερικότητες, μπορεί κανείς να ερμηνεύσει με θεωρητικά συνεκτικό τρόπο τις ποικίλες μορφές της εστιάζοντας στη σχέση μεταξύ των διαφοροποιημένων επί μέρους θεσμικών πεδίων (οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού, πολιτισμικού).


Ετσι, π.χ., στη δυτική νεωτερικότητα η ανάπτυξη του φιλελεύθερου καπιταλισμού και ο διαχωρισμός του οικονομικού από το πολιτικό πεδίο οδήγησαν σε μια κατάσταση όπου (με εξαίρεση, εν μέρει, την περίοδο 1945-74) η λογική της αγοράς κυριαρχεί σε σχέση με τη λογική του πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού χώρου. Αυτή η κυριαρχία είναι εντονότερη στον αγγλοσαξονικό κόσμο απ’ ό,τι στις καπιταλιστικές χώρες που ακολούθησαν το λεγόμενο «μοντέλο του Ρήνου» ή «σκανδιναβικό μοντέλο».


Αν τώρα περάσουμε από την οικονομική στην πολιτική κυριαρχία, ο σοβιετικός εκσυγχρονισμός αποτελεί την πιο θεαματική περίπτωση όπου η κρατική/κομματική λογική διαποτίζει και καταργεί με σχεδόν ολοκληρωτικό τρόπο τις ιδιαίτερες λογικές όλων των άλλων θεσμικών χώρων. Προεκτείνοντας τον ίδιο συλλογισμό θα υποστήριζα ότι μια αμβλυμένη παραλλαγή νεωτερικότητας αυτού του είδους συναντάμε στις περισσότερες χώρες ύστερης ανάπτυξης όπου, αν και καπιταλιστικές κατ’ όνομα, κυριαρχεί ένα αντιαναπτυξιακό κράτος που υποτάσσει συστηματικά τη λογική όλων των άλλων πεδίων στην πελατειακή ή/και λαϊκίστικη λογική της πολιτικής κυριαρχίας. Ακραία παραδείγματα κυριαρχίας αυτού του τύπου αποτελούν ορισμένα «κλεπτοκρατικά» κράτη της Αφρικής.


Σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες εκσυγχρονισμού όπου η διαφοροποίηση χαρακτηρίζεται από κυριαρχία του πολιτισμικού χώρου το γνωστότερο παράδειγμα είναι προφανώς το Ιράν. Εδώ η φονταμενταλιστική λογική, που απορρέει από τις νεοπαραδοσιακές αντιλήψεις του λόγιου Ισλάμ, υποτάσσει συστηματικά κάθε σκέψη για δημοκρατική αντιπροσώπευση, ανταγωνιστικότητα και επιδίωξη ευημερίας στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο αντίστοιχα.


Βέβαια είναι προφανές ότι πολλές τροχιές εκσυγχρονισμού δεν ταιριάζουν απόλυτα σε καμία από τις παραπάνω ιδεατές κατηγορίες. Για παράδειγμα, ο εκσυγχρονισμός της Ιαπωνίας και των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας έχει ακολουθήσει ένα μοντέλο κινητοποίησης/διαφοροποίησης σύμφωνα με το οποίο οι πολιτικές αξίες της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης και του πλουραλισμού (δηλαδή, οι αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας) υποτάσσονται συστηματικά στις πολιτισμικά καθορισμένες αξίες αλληλεγγύης και στις αξίες της παραγωγικότητας/ανταγωνιστικότητας. Ο ασιατικός καπιταλισμός, αν και δείχνει ότι επιδιώκει να αφήσει άθικτο τον ανταγωνισμό της αγοράς, τον συνδυάζει ωστόσο με την υποκινούμενη από το κράτος συνεργασία μεταξύ κεφαλαίου και κράτους αφενός και διαφορετικών τύπων κεφαλαίου (πιο οριζόντια) αφετέρου.


Αυτή η συνεργασία, όπως έχει επισημανθεί από αρκετούς μελετητές, βασίζεται σε πολιτισμικές αξίες οι οποίες, σε σύγκριση με τη δυτική νεωτερικότητα, έχουν λιγότερο ατομικιστικό και περισσότερο πατριαρχικό και αλληλέγγυο χαρακτήρα.


Αρα η ιαπωνική νεωτερικότητα παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά που συνδυάζουν τις οικονομικές αξίες της παραγωγικότητας/ανταγωνιστικότητας με τις αξίες της πολιτισμικής αυτονομίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης εις βάρος της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης και του πολιτικού πλουραλισμού. *


Χρήσιμα συμπεράσματα


Η επιχειρηματολογία που προηγήθηκε μπορεί να συνοψιστεί στις εξής βασικές θέσεις:


1. Η εννοιολόγηση της νεωτερικότητας μπορεί να αποφύγει τόσο τον ευρωκεντρισμό όσο και τον υπερσχετικισμό της τριτοκοσμικής εκείνης ερμηνείας η οποία τη θεωρεί απλό ιδεολογικό όπλο για την περαιτέρω προώθηση του δυτικού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού.


2. Από κοινωνιολογική άποψη, η νεωτερικότητα αναφέρεται σ’ ένα είδος κοινωνικής οργάνωσης το οποίο χαρακτηρίζεται από πρωτοφανές επίπεδο κοινωνικής κινητοποίησης/ένταξης στο κέντρο και από ένα επίσης πρωτοφανές επίπεδο θεσμικής διαφοροποίησης. Αυτού του είδους η κινητοποίηση και διαφοροποίηση οδηγεί στην εξάλειψη του κατατμηματικού, μη διαφοροποιημένου τοπικισμού και στη δημιουργία ευρύτερων, διαφοροποιημένων οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών πεδίων. Στο πλαίσιο των πεδίων αυτών οι ενέργειες και οι πρακτικές των πολιτών συγκροτούνται/ρυθμίζονται από θεσμικά πλέγματα όπως το έθνος-κράτος, οι εθνικές αγορές ή/και οι εθνικοί φορείς σχεδιασμού, τα εθνικά συστήματα πρόνοιας και επιτήρησης του πληθυσμού, η γενικευμένη πρόσβαση στην παιδεία και οι εθνικιστικές ιδεολογίες.


3. Αν και τα δομικά αυτά χαρακτηριστικά απέκτησαν αρχικά πλήρη θεσμική υπόσταση στη Δυτική Ευρώπη (αφού πρώτα η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα είχε οδηγήσει σε οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές τεχνολογίες που μετασχημάτισαν εις βάθος τις ancien regime ευρωπαϊκές κοινωνίες), αποτελούν εξελικτικές καθολικότητες: καμία κοινωνία δεν μπορεί σήμερα να επιβιώσει αν δεν υιοθετήσει θεσμικές μορφές όπως το έθνος-κράτος, τη μαζική παιδεία κ.ά. Αρα η ανάπτυξη τέτοιων θεσμών δεν είναι τυφλή μίμηση της Δύσης. Είναι μάλλον μια αναγκαία προϋπόθεση για αποτελεσματική προσαρμογή στον κόσμο του σήμερα και του αύριο.


4. Οσα προηγήθηκαν δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η νεωτερικότητα συμπίπτει με τον εκδυτικισμό, γιατί όχι μόνο σημαντικά στοιχεία των σύγχρονων θεσμών υπήρχαν (με λιγότερο ανεπτυγμένη μορφή) και σε μη δυτικούς πολιτισμούς αλλά και γιατί οι κάθε είδους επαναστάσεις (επιστημονικές, βιομηχανικές, δημοκρατικές) που εκσυγχρόνισαν την Ευρώπη θα μπορούσαν να είχαν συμβεί πρώτα σε άλλα σημεία του «ανεπτυγμένου» προβιομηχανικού κόσμου.


5. Ενας τρόπος να προσεγγίσει κανείς με θεωρητικά συστημικό τρόπο τη μεγάλη ποικιλία των υφιστάμενων και δυνητικών τύπων εκσυγχρονισμού/νεωτερικότητας είναι να μελετήσει τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των τεσσάρων διαφοροποιημένων χώρων: του οικονομικού, του πολιτικού, του κοινωνικού και του πολιτισμικού. Από αυτή τη σκοπιά αυτό που παρατηρείται σήμερα είναι μορφές νεωτερικότητας όπου η λογική και οι αξίες ενός θεσμικού πεδίου κυριαρχούν υποτάσσοντας στη λογική του άλλα θεσμικά πεδία. Αυτό που δεν έχουμε δει ακόμη είναι ένας τύπος ισορροπημένου, πολυλογικού εκσυγχρονισμού: ένας τύπος όπου η οικονομική λογική της παραγωγικότητας, η πολιτική λογική της δημοκρατίας, η κοινωνική λογική της αλληλεγγύης και η πολιτιστική λογική της αυτονομίας/αυτοπραγμάτωσης θα συνυπάρχουν χωρίς την ηγεμονία της μιας λογικής πάνω στις τρεις άλλες. Πάντως οι πιο σοβαρές προσπάθειες μετάβασης από μονο-λογικές/μη ισορροπημένες σε πολυ-λογικές/ισορροπημένες μορφές νεωτερικότητας είχαν γίνει από τις σοσιαλδημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης πριν από την οικονομική κρίση του 1974. Το ερώτημα σε ποιον βαθμό αυτές οι κοινωνίες (ή άλλες) θα μπορέσουν να βρουν μετακεϊνσιανά μέσα με τη βοήθεια των οποίων θα βγουν από το σημερινό αδιέξοδο και επομένως θα προωθήσουν περαιτέρω τις πολυ-λογικές τους προοπτικές παραμένει ανοιχτό. Οπως ανοιχτό παραμένει άλλωστε και το ζήτημα αν η κυρίαρχη σήμερα αγγλοσαξονικού τύπου νεωτερικότητα θα διατηρήσει ή όχι την παγκόσμια ηγεμονία της στον 21ο αιώνα.


* Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.