Το πολίτευμα της Ελλάδος είναι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 1) η «προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία» και το πρώτο τη τάξει όργανο σε αυτήν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι ο ρυθμιστής του Πολιτεύματος (άρθρο 30).


Εν τούτοις, αυτή η περιεκτική σχεδίαση του πολιτεύματος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, που θεμελιώθηκε μετά την κατάρρευση του αυταρχικού καθεστώτος της δικτατορίας των συνταγματαρχών, κατέστη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ως και σήμερα αντικείμενο μιας αντιφατικής και εν πολλοίς αμοιβαία αποκλειόμενης ερμηνείας και εφαρμογής.


Ετσι, κατά την πρώτη δεκαετία της ισχύος του Συντάγματος του 1975, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εφοδιάστηκε με ένα σύνολο αρμοδιοτήτων (τις λεγόμενες «υπερεξουσίες» με κορυφαίες εξ αυτών το δικαίωμα παύσεως της κυβερνήσεως και διαλύσεως της Βουλής), οι οποίες, μολονότι ουδέποτε ασκήθηκαν στην πράξη, καθιστούσαν τον ρόλο του κάτι παραπάνω από απλά «ρυθμιστικό» του πολιτεύματος. Παρείχαν, αντίθετα, τη δυνατότητα για την από μέρους του ανάληψη ενός πρωτεύοντος καθοριστικού ρόλου, πράγμα που ισοδυναμούσε με μια ουσιαστική «διαρχία» στην εκτελεστική εξουσία, και ίσως κατέληγε σε αναπόφευκτη σύγκρουση με τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (τον πρωθυπουργό), αν αυτός εξέφραζε διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις και αντιλήψεις.


Παρ’ όλα αυτά, η αφαίρεση στη συνέχεια του συνόλου σχεδόν των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, οδήγησε τη θεσμική κατάστρωση του πολιτεύματος προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση και σε μία εξίσου ακραία εκδοχή του πολιτεύματος της «προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Αφέθηκε, έτσι, να διαμορφωθεί το φαινόμενο μιας κατ’ ουσίαν «πρωθυπουργοκεντρικής» λειτουργίας του πολιτεύματος, δίχως τα αναγκαία θεσμικά αντίβαρα για την εξισορρόπηση ισχύος και αποφασιστικής επιρροής. Η κυριαρχία του πρωθυπουργού στη σύνθεση και τη λειτουργία της κυβέρνησης, στο κόμμα του οποίου είναι αρχηγός και στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κατά συρροήν, του παρέχει υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας και τον καθιστά ένα είδος «παντοκράτορα» και «αιρετού μονάρχη». Από την άλλη, πάλι, πλευρά, η εναλλακτική πρόταση που έχει διατυπωθεί από ηγετικές προσωπικότητες στον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα, πρόταση την οποία απορρίπτει αναφανδόν η κυβερνητική πλειοψηφία, αναγκαστικά θα συνοδευόταν από μια διεύρυνση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων. Ενδεχομένως όχι στην έκταση της προ του 1986 καταστάσεως, αλλά πάντως αισθητά περισσότερες και ουσιαστικότερες από όσες διαθέτει σήμερα.


Το πιθανότερο ωστόσο να συμβεί υπό τις δεδομένες συνθήκες και την πολιτική ισοδυναμία στη Βουλή είναι μια «παθητική» αντίδραση: ούτε η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας θα αλλάξει, παρά την πρόθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ούτε οι αρμοδιότητές του θα διευρυνθούν έστω μετριοπαθώς, παρά την επιδίωξη της αξιωματικής, τουλάχιστον, αντιπολίτευσης.


Μολονότι τούτο είναι το μικρότερο, ίσως, κακό από όσα θα μπορούσαν να συμβούν, δεν είναι όμως και το καλύτερο δυνατόν. Γιατί το πολίτευμα της χώρας έχει υποστεί μιαν αισθητή «πρωθυπουργοκεντρική παρέκκλιση και μετασχηματισμό» με συνέπεια να σημειώνεται υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας στο αξίωμα αυτό. Συμπεραίνεται, επομένως, ότι είναι χρήσιμη και αναγκαία η διόρθωση αυτής της αλλοίωσης που έχει υποστεί το πολίτευμα της κατ’ όνομα πλέον «προεδρευομένης» κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και η σχεδίαση ενός συστήματος καλύτερης και αρμονικότερης εξισορρόπησης μεταξύ των συντεταγμένων εξουσιών του κράτους. Διότι, στο τέλος τέλος, όπως το έχει διατυπώσει με τρόπο κλασικό ο Montesquieu, το καλύτερο πολίτευμα είναι εκείνο στο οποίο υπάρχουν θεσμικά όρια στην υπερβολική συγκέντρωση της εξουσίας, και τα καλύτερα όρια είναι όταν τα πράγματα έχουν έτσι διευθετηθεί «ώστε η (μια) εξουσία να αναχαιτίζει την (άλλη) εξουσία».


Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής Διοικητικής Επιστήμης στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.