Η επιχειρούμενη κατά την περίοδο αυτή αναθεώρηση του Συντάγματος έχει ως τώρα επικριθεί από διάφορες πλευρές. Εχει χαρακτηρισθεί από πολλούς περιττή, ενώ από άλλους ακόμη και επικίνδυνη. Επίσης όλο και περισσότερες φωνές υψώνονται τελευταία, που επιμένουν ότι είναι και νομικά ελαττωματική, διότι με έμμεσο τρόπο αλλοιώνει τις ρυθμίσεις διατάξεων που το ίδιο το Σύνταγμα χαρακτηρίζει μη αναθεωρητέες. Συμμεριζόμενος κατά μεγάλο μέρος και τους τρεις αυτούς χαρακτηρισμούς θα διατυπώσω ένα παραπέρα ερώτημα: επιδεικνύει η αναθεώρηση το επιβαλλόμενο ήθος; Συναφώς θα ήθελα από την αρχή να διευκρινίσω ότι το ήθος αυτό δεν είναι ζήτημα υποκειμενικού γούστου ή ιδιωτικής ευαισθησίας, ότι το να το ζητούμε δεν είναι έκφραση ελιτίστικης και αλαζονικής στάσης απέναντι σε αυτούς που εκφράζουν τη λαϊκή βούληση, αλλά αξίωση που συνδέεται αναπόσπαστα με τη φύση και τον χαρακτήρα του ίδιου του Συντάγματος.


Η πρώτη παρατήρηση, από την οποία πρέπει να ξεκινήσουμε, είναι ότι το Σύνταγμα αποτελεί τον καταστατικό χάρτη μιας πολιτείας, δηλαδή ένα σύνολο θεμελιωδών κανόνων και αρχών υπό την ισχύ των οποίων μια ομάδα ανθρώπων δεσμεύονται να ενώσουν τις τύχες τους και να συγκροτήσουν μια πολιτική κοινότητα. Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος, ενώ έχει ασφαλώς πολιτικό χαρακτήρα και οι σχετικές αποφάσεις ανήκουν στο νομοθετικό σώμα, δεν διενεργείται ωστόσο σε ένα πολιτικό και νομικό κενό. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν είναι εντελώς αδέσμευτος, αλλά οφείλει να σεβαστεί ορισμένους κανόνες και αρχές που απορρέουν από το ίδιο το Σύνταγμα ή συνάγονται από τη φύση του.


Από τις δύο αυτές παρατηρήσεις εξηγείται γιατί, πέρα από τα γνησίως νομικά καθήκοντα τήρησης μιας προδιαγεγραμμένης διαδικασίας και μη αναθεώρησης των πιο θεμελιωδών από τις ισχύουσες διατάξεις, η αναθεώρηση του Συντάγματος συνοδεύεται ­ αντικειμενικά και κατηγορικά, κατά τρόπο δηλαδή που να μην επιδέχεται εξαιρέσεις ούτε αμφισβήτηση ­ και από ορισμένες δεσμεύσεις ηθικού και πολιτικού χαρακτήρα που βαρύνουν τους «αντιπροσώπους του έθνους» απέναντι στους εντολοδόχους τους, δηλαδή στο σύνολο των πολιτών. Η επιχειρούμενη αναθεώρηση φοβούμαι δυστυχώς ότι παραβιάζει ορισμένα βασικά από τα καθήκοντα αυτά. Θα περιορισθώ σε δύο παραδείγματα.


Μία από τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τους ασκούντες την αναθεωρητική εξουσία απέναντι στους πολίτες είναι ότι δεν πρέπει να τους αιφνιδιάζουν. Η ίδια η διαδικασία της αναθεώρησης προβλέπει να γίνεται στη Βουλή μια πρώτη συζήτηση και να ληφθεί μια πρώτη απόφαση ως προς τις διατάξεις για τις οποίες κρίνεται ότι υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης. Ακολουθούν βουλευτικές εκλογές και την τελική απόφαση λαμβάνει η νέα Βουλή. Η διαδικασία αυτή αποβλέπει όχι μόνο στο να γίνεται η αναθεώρηση με περίσκεψη, αλλά ιδίως στο να δοθεί η ευκαιρία στους πολίτες να σχηματίσουν γνώμη για τις υπάρχουσες προθέσεις αναθεώρησης ώστε να προκληθεί ­ και μάλιστα εν όψει εκλογών ­ μια ανοιχτή και ειλικρινής συζήτηση γύρω από τις μελετώμενες συνταγματικές αλλαγές. Οταν όμως έρχεται η νέα Βουλή και επιχειρεί αλλαγές διατάξεων, που έχουν μεν προσδιοριστεί κατ’ αριθμό, αλλά προς μια κατεύθυνση που όχι μόνο δεν έχει ως τότε προταθεί και συζητηθεί ρητά αλλά που δεν υπήρξε η παραμικρή νύξη, ούτε καν η σκιά μιας υποψίας ότι μπορεί να προσλάβει τέτοιο περιεχόμενο, τότε, αν μη τι άλλο, υπάρχει ένας ηθικά και πολιτικά ανεπίτρεπτος αιφνιδιασμός των πολιτών. Αυτός μάλιστα είναι ακόμη χειρότερος όταν συντρέχουν δύο πρόσθετες προϋποθέσεις: πρώτον, όταν η αναθεώρηση γίνεται προς την κατεύθυνση του περιορισμού ή της δυσχέρανσης της άσκησης ή της προστασίας δικαιωμάτων των πολιτών και, δεύτερον, όταν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι η ίδια πριν και μετά τις εκλογές.


Δυστυχώς όλα αυτά συντρέχουν σωρευτικά στην επιχειρούμενη αναθεώρηση. Ούτε οι συζητούμενες αλλαγές του άρθρου 24 ως προς την προστασία του περιβάλλοντος και ειδικά των δασών, ούτε ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε η δικονομική δυσχέρανση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ούτε η καθιέρωση της δυνατότητας κατάληψης του απαλλοτριούμενου πράγματος εκ μέρους του Δημοσίου πριν από την καταβολή της οφειλόμενης στον ιδιοκτήτη αποζημίωσης είχαν έστω έμμεσα τεθεί υπόψη των πολιτών ως τις εκλογές. Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης, όχι μόνο για τον αδαή πολίτη αλλά ακόμη και για το ίδιο το δικαστικό σώμα. Δεν χρειάζονται γι’ αυτό πολλές αποδείξεις. Αρκεί το απλό ερώτημα: θα ήταν ποτέ δυνατόν αν υπήρχε η παραμικρή υποψία για τις σχεδιαζόμενες αλλαγές έστω μόνου του άρθρου 24, οι έντονες αντιδράσεις που παρατηρήθηκαν τον τελευταίο καιρό να μην είχαν εκδηλωθεί προεκλογικά;


Μια άλλη ηθική και πολιτική υποχρέωση που βαρύνει την αναθεωρητική εξουσία είναι εκείνη της μη θέσπισης διατάξεων για τις οποίες δεν υπάρχει προοπτική εφαρμογής. Το Σύνταγμα, ως ύπατος νόμος της πολιτείας αλλά και ως συνεκτικός αξιακός κρίκος της πολιτικής κοινότητας, πρέπει να εμπνέει σεβασμό στους πολίτες. Τον προσήκοντα σεβασμό παύει να εμπνέει ένα Σύνταγμα, όταν πέρα από τις γενικές διακηρύξεις αρχών περιέχει πιο εξειδικευμένες διατάξεις που θεσπίζουν κάτι το νομικά ή ιστορικά και πολιτικά αδύνατο να πραγματωθεί. Γιατί στις περιπτώσεις αυτές το Σύνταγμα είναι σαν να μην παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, σαν να παραδέχεται ή και να προγραμματίζει την ίδια του την παραβίαση. Κάτι τέτοιο συμβαίνει όμως σε δύο τουλάχιστον σημεία της επιχειρούμενης αναθεώρησης. Το πρώτο αφορά τον εκ μέρους του ίδιου του Συντάγματος χαρακτηρισμό των απαιτούμενων για ορισμένα έργα περιβαλλοντικών σταθμίσεων ως τεχνικών. Η ρύθμιση αυτή όμως επιχειρεί κάτι το νομικά αδύνατο: προχωρεί η ίδια σε έναν νομικό χαρακτηρισμό που δεν μπορεί ποτέ να γίνει νομοθετικά αλλά είναι αποκλειστικά έργο του δικαστή, στον οποίο και μόνο ανήκει η εφαρμογή του δικαίου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Το δεύτερο συντρέχει σε ορισμένες προτεινόμενες ρυθμίσεις που αναφέρονται στον έλεγχο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, με τις οποίες προσδίδεται συνταγματική περιωπή σε κανόνες που ως τώρα ίσχυαν ως κοινή νομοθεσία. Οι κανόνες αυτοί όμως δεν είχαν ως σήμερα, για ποικίλους λόγους που δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ, τύχει εφαρμογής. Αν λοιπόν η εφαρμογή κάποιων κανόνων απέτυχε όταν ανήκαν στην κοινή νομοθεσία, η αναγωγή τους σε διατάξεις του Συντάγματος δεν θεραπεύει τους λόγους της αποτυχίας και το μόνο που κάνει είναι να θέτει σε κίνδυνο το κύρος του καταστατικού μας χάρτη, προκαλώντας μάλιστα την υποψία θέσπισης συνταγματικών διατάξεων απλώς για τη δημιουργία εντυπώσεων.


Θα μπορούσαν να αναφερθούν και άλλα παραδείγματα. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται. Θα κλείσω με ένα ερώτημα. Και μόνο με βάση τα προηγούμενα η επιχειρούμενη αναθεώρηση διατηρεί ακέραιο το ήθος που θα άρμοζε στη συλλογική μας δέσμευση ως προς τις δημόσιες αξίες και τις αρχές, υπό τις οποίες θέλουμε να συμβιώνουμε; Αν αυτό είναι το ήθος της αναθεώρησης του Συντάγματός μας, δικαιούμαστε μετά να παραπονούμαστε αν τα καταλειπόμενα κενά ήθους επικαλύπτονται από επιτήδειους με διάφορους ανορθολογισμούς, μισαλλόδοξες διακηρύξεις ή ψευδοηθικολογίες;


Ο κ. Παύλος Κ. Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.