Η πλήρης απουσία αξιολόγησης της παιδαγωγικής επάρκειας των εκπαιδευτικών χρονολογείται πολύ πριν από το 1981, όταν καταργήθηκε ο θεσμός του επιθεωρητή. Οι επιθεωρητές, μακράν του να ενδιαφέρονται ή να είναι σε θέση καν να αξιολογήσουν τον εκπαιδευτικό ως δάσκαλο, αποτελούσαν τον διορθωτικό μηχανισμό του πολυσυλλεκτικού συστήματος της επετηρίδας για την ανέλιξη των ημετέρων και την καθήλωση των «άλλων» σε υπηρεσιακό επίπεδο. Ετσι, ενώ με την κατάργηση του θεσμού διορθώθηκε μια ανωμαλία, το πρόβλημα της αξιολόγησης εξακολούθησε να παραμένει άθικτο και άλυτο, όπως και πριν από αυτήν.


Το ότι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού είναι απαραίτητη δεν αμφισβητείται από κανέναν. Είναι όμως δεδομένο ότι όποια κι αν είναι η λύση που θα προκρίνει το υπουργείο, δεν έχει εκ των προτέρων εξασφαλισμένο το ζητούμενο αποτέλεσμα. Γι’ αυτό χρειάζεται να ζυγιστούν σωστά τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον ανθρώπινο παράγοντα στην εφαρμογή της.


Είναι αλήθεια ότι όλοι προτιμούμε να ελέγχονται μάλλον παρά να είναι ανεξέλεγκτες οι υπηρεσίες που μας παρέχονται (ιατρικές, εκπαιδευτικές, δικαστικές κ.ο.κ.), κανείς όμως δεν θα δεχόταν ευχαρίστως να είναι αυτός ο ελεγχόμενος. Και αυτό ανεξάρτητα από τον βαθμό επάρκειας που κρίνουμε ότι έχουμε ή το μέγεθος της αυτοπεποίθησής μας. Η παρουσία και μόνον ενός τρίτου μέσα στην τάξη, με ελεγκτική αρμοδιότητα, μπορεί να κάνει και έναν καλό δάσκαλο να παραλύσει ή να τα θαλασσώσει. Και τότε η σκοπιμότητα της αξιολόγησης πάει περίπατο επειδή η εικόνα προκύπτει θολή ή υποφωτισμένη.


Σύμφωνα με δημοσιεύματα των εφημερίδων, το υπουργείο προτείνει τη συγκρότηση ενός σώματος αξιολογητών με κριτήρια εισδοχής σ’ αυτό την εμπειρία στη διδακτική και στην εκπαίδευση διδασκόντων. Πολλοί όμως θα δουν ανταγωνιστικά ένα σώμα «πατρικίων», οι οποίοι θα έρχονται «από τον Αρη», χωρίς να γνωρίζουν τις ιδιαίτερες συνθήκες, για να εφαρμόσουν κάποια κεντρική οδηγία με βάση την οποία ο κρινόμενος θα ανταμείβεται ή θα τιμωρείται. Αραγε πόσοι από τους αξιολογητές, και πώς μπορεί κανείς να το ξέρει αυτό εκ των προτέρων, θα διαθέτουν τη σοφία που χρειάζεται για να παρακάμψουν πειστικά τις ιερεμιάδες των κρινομένων, να υποδείξουν τα σφάλματα χωρίς να προσβάλλουν την αξιοπρέπειά τους, να προτείνουν βελτιώσεις χωρίς να μειώνουν την προσωπικότητα του κρινόμενου; Του Ελληνα του αρέσει η εξουσία και, ελλείψει αυτής, έστω η «μικροεξουσία». Κανείς δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι κάποιοι, λίγοι ή πολλοί, αξιολογητές δεν θα αισθάνονται κριτές της οικουμένης στον ρόλο τους. Οπότε ο στόχος της αξιολόγησης χάνεται από χέρι.


Με ποιον ένας εκπαιδευτικός δεν θα ένιωθε ότι ένας τρίτος, μακριά από τα προβλήματα της συγκεκριμένης σχολικής μονάδας, είναι ο ξένος που μπορεί να τον βλάψει αντί να τον ωφελήσει; Και ποιος θα ήταν απίθανο να αισθάνεται κριτής της οικουμένης, μπαίνοντας σε μια τάξη για να παρακολουθήσει ένα μάθημα και μετά να συζητήσει με τον δάσκαλο; Η απάντηση νομίζω είναι αυτονόητη: μόνο ο συνάδελφός του τον οποίο εκτιμά. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Αν ο θεσμός της αξιολόγησης αποσυνδεθεί από την υπηρεσιακή κατάσταση και εγκατασταθεί ως θεσμική λειτουργία της ενδοσχολικής ζωής. Με την έναρξη του σχολικού έτους οι καθηγητές ψηφίζουν για την ανάδειξη τριών ως πέντε αξιολογητών μεταξύ τους. Οι αξιολογητές αναπτύσσουν στενή συνεργασία με τους συναδέλφους τους ανά ειδικότητα στους τομείς: της διδακτικής στρατηγικής, της προετοιμασίας του μαθήματος, της πραγματοποίησής του και της ελεγκτικής δραστηριότητας των καθηγητών (η οποία συνίσταται στις διορθώσεις εργασιών και γραπτών δοκιμίων στις εξετάσεις). Στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς η διαδικασία της αξιολόγησης είναι συνεχής και στα τέσσερα επίπεδα με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που παρέχονται. Ολοι μπορούν να ωφεληθούν από όλους, οι νεότεροι από τους παλιότερους αλλά και το αντίστροφο. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς αξιολογητής και αξιολογούμενος υποβάλλουν μια κοινή έκθεση στην οποία περιλαμβάνονται οι στόχοι που τέθηκαν, τα προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν και ο βαθμός επιτυχίας του κοινού εγχειρήματος. Σε συνεδρίαση όλων των διδασκόντων συζητούνται όλες οι παράμετροι του ζητήματος και παίρνονται αποφάσεις, όχι υπηρεσιακής αλλά παιδαγωγικής και διδακτικής σκοπιμότητας, οι οποίες δεσμεύουν τους πάντες. Την επόμενη χρονιά αλλάζουν οι ρόλοι. Μέσα στο εύλογο χρονικό διάστημα μιας πενταετίας θα είναι ορατό κάποιο αποτέλεσμα. Αν το επίπεδο των εκπαιδευτικών υπηρεσιών παρουσιάσει αισθητή βελτίωση, το σύστημα αποδεικνύεται τελεσφόρο. Αν, αντίθετα, επικρατήσει αφελώς η βολική «συναδελφική αλληλεγγύη» προς την κατεύθυνση της ελάσσονος προσπαθείας και της εικονικής, αντί της πραγματικής, αξιολόγησης, τότε θα έχουν προστεθεί άλλα πέντε χρόνια στο διαρκές αναξιολόγητο των εκπαιδευτικών. Μαζί τους όμως θα έχει οριστικά χαθεί η δυνατότητα του βασικού παράγοντα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, του δασκάλου, να έχει την ευθύνη του λειτουργήματός του. Τότε η κεντρική εξουσία δεν θα μπορεί να κατηγορηθεί ότι θεωρεί εκ προοιμίου ανίκανους τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς να κάνουν τη δουλειά τους ως ελεύθεροι και υπεύθυνοι ταγοί της νεολαίας χωρίς τον φόβο των κυρώσεων. Κανείς γονιός δεν θέλει να διαπλάθεται η προσωπικότητα των παιδιών του από τρομαλέους υπαλληλάκους ή από ανεύθυνους λουφαδόρους.


Ας μην ξεχνάμε ότι και το προτεινόμενο από το υπουργείο σώμα αξιολογητών χρειάζεται οπωσδήποτε το διάστημα μιας πενταετίας για να δοκιμαστεί, χωρίς ούτε σ’ αυτή την περίπτωση να μπορεί κανείς να προβλέψει με σιγουριά την αποτελεσματικότητά του. Συγκροτώντας όμως ένα ανεξάρτητο σώμα «τρίτων», το υπουργείο επιχειρεί την αξιολόγηση της διδακτικής και παιδαγωγικής επάρκειας στέλνοντας παράλληλα το μήνυμα προς δικαίους και αδίκους ότι εκ προοιμίου έχει αξιολογήσει την ανθρώπινη φύση τους αρνητικά. Είναι ωστόσο γνωστό ότι όλοι έχουμε έναν καλύτερο εαυτό ο οποίος χρειάζεται ενίσχυση και ενθάρρυνση, αν κανείς πιστεύει ότι τα σπουδαία πράγματα γίνονται μόνο με πίστη στην ανώτερη φύση του ανθρώπου. Οι λειτουργοί της εκπαίδευσης δικαιούνται αυτήν την ευκαιρία.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.