Σε προηγούμενη επιφυλλίδα μου έγραφα ότι ο ορισμός της κοινωνίας πολιτών (ΚΠ) περιέχει μιαν αντίφαση. Υποτίθεται ότι οι θεσμοί της ΚΠ κινούνται σε χώρους ιδιωτικούς, ότι κείνται πέραν της εξουσίας και ότι την ελέγχουν, όταν δεν της αντιστέκονται. Και όμως, στην καθημερινότητά μας διαπιστώνουμε ότι οι ίδιοι αυτοί θεσμοί επιδιώκουν, μέσω της ΚΠ, στόχους όχι μόνο ιδιωτικούς αλλά και δημόσιους, πολιτικούς, εξουσιαστικούς ­ είτε φανερά είτε εκ των παρασκηνίων. Πράγματι, λοιπόν, ο ορισμός φαίνεται πως αντιφάσκει προς τη βιοτική εμπειρία μας, προς αυτό που ονομάζουμε «πραγματικότητα». Η κοινωνία πολιτών, έτσι όπως τη βιώνουμε, είναι ένας Ιανός: το ένα πρόσωπο κοιτάζει προς την εξουσία, το άλλο την αγνοεί.


Βέβαια ένας ορισμός είναι πάντοτε θεωρητικός και αφαιρετικός, κάτι σαν συντομογραφία· και όλους τους ορισμούς τους μεταβάλλουμε εμείς οι άνθρωποι και τους βελτιώνουμε με βάση τις εμπειρίες μας, τις συνθήκες της ζωής μας, έτσι όπως αλλάζουν από τη μία γενεά στην άλλη, από τη μία ιστορική εποχή στην άλλη. Ετσι, θεωρητικά και αφαιρετικά, κατασκευάστηκε κάποτε ο ορισμός της ΚΠ (από τον Εγελο, νομίζω)· και έτσι ανασκευάστηκε κατά καιρούς και θα εξακολουθεί να ανασκευάζεται, με βάση τις εμπειρίες μας. Μια τέτοια εμπειρική διαπίστωση θα ήθελα να αναφέρω σήμερα· διαπίστωση που, νομίζω, επιβεβαιώνει την αντίφαση ανάμεσα στην εμπειρία μας και στον θεωρητικό ορισμό της ΚΠ που έχει επικρατήσει στις μέρες μας.


Κατά τον επικρατέστερο αυτόν ορισμό, λοιπόν, η κοινωνία πολιτών περιλαμβάνει, μέσα στον (νοητό) χώρο της, και τον χώρο της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας. Κατά τη φιλελεύθερη άποψη, μάλιστα, πρέπει να τον καταλαμβάνει οπωσδήποτε και καθ’ ολοκληρίαν, αλλιώς δεν ολοκληρώνεται ως κοινωνία πολιτών. Τι σημαίνει αυτό όμως;


Σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις, ακόμη και οι επιθετικότερες και μονοπωλιακότερες, είναι οιονεί τμήματα της ΚΠ. Και αυτό με τη σειρά του σημαίνει, επίσης, ότι η ΚΠ συνδέεται, μέσω των μεγάλων επιχειρήσεων, με το πλέγμα εξουσίας· ή, όπως το ονόμαζε ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ, το 1955, με το «στρατο-βιομηχανικό πλέγμα»· ή με το «κατεστημένο», όπως το ονόμαζε ένας δικός μας πρόεδρος· ή με τα «διαπλεκόμενα», όπως τα ονομάζει η σημερινή μόδα, ανακαλύπτοντας την πυρίτιδα. Και αυτό δεν συμβιβάζεται, κατά κανένα τρόπο, με την εξιδανικευτική εικόνα που έχουμε για την ΚΠ.


Η εξιδανίκευση, σε οποιοδήποτε θέμα, προξενεί σύγχυση. Μου φαίνεται πως η σύγχυση που υπάρχει γύρω από αυτό το θέμα δεν είναι τυχαία: υπάρχει, επειδή είναι ιδεολογικώς χρήσιμη. Εξιδανικεύει την ελεύθερη ιδιωτική επιχειρηματικότητα και, αντιστοίχως, δαιμονοποιεί την οποιανδήποτε οικονομική δραστηριότητα του κράτους (τονίζω: οποιανδήποτε, όχι μόνο την επιχειρηματική). Ετσι η εξιδανικευμένη κοινωνία πολιτών έρχεται να νομιμοποιήσει ακόμη περισσότερο την επίσης εξιδανικευμένη ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Κάτω από την αντίθεση μεταξύ κοινωνίας πολιτών και κράτους υποκρύπτεται η αντίθεση μεταξύ αφενός του άκρατου φιλελευθερισμού και, αφετέρου, του κράτους προνοίας ή της σοσιαλδημοκρατίας ή του σοσιαλισμού ­ ανύπαρκτου ή υπαρκτού, αν υπάρχει.


Το δικό μας θέμα, φυσικά, είναι η ΚΠ και όχι η αντίθεση του φιλελευθερισμού με το κράτος προνοίας ή με οποιανδήποτε άλλη ιδεολογία. Θα αρκεστώ λοιπόν σε δύο παρατηρήσεις.


Η πρώτη, σύντομη, αφορά τον ορισμό της ΚΠ: αν τη θέλουμε οπωσδήποτε να αντίκειται στην εξουσία, θα πρέπει να ξανασκεφθούμε και να ανασκευάσουμε τον ορισμό της.


Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την εξιδανίκευση. Μου φαίνεται ότι όλες οι εξιδανικεύσεις είναι όχι μόνο πολιτικώς επικίνδυνες αλλά και επιστημονικώς κίβδηλες. Αρα, ας μου επιτραπεί να θεωρήσω κίβδηλη την εξιδανίκευση της κοινωνίας πολιτών, όπως και οποιανδήποτε άλλην. Οπως, π.χ., την εξιδανίκευση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της ιδιωτικής χορηγίας, της φιλανθρωπίας, την αλάνθαστης και πάντοτε παραγωγικής επιχειρηματικότητας των ιδιωτών (παρά τα όσα ορθότατα και δημοκρατικότατα υπερασπίζεται λυσσωδώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ κυνηγώντας απηνώς τα μονοπώλια, ακόμη και όταν τα κατέχει και τα διευθύνει ένας θρύλος σαν τον κ. Γκέιτς και δη φιλάνθρωπος και μέγας χορηγός). Οπως θεωρώ επιστημονικώς κίβδηλη και την εξιδανίκευση της ισότητας, του σοσιαλισμού με το δήθεν «ανθρώπινο» πρόσωπο, της κομμουνιστικής ιδεολογίας (άλλο αν πρώτος ο Μαρξ μίλησε για κίβδηλη συνείδηση), του κράτους προνοίας, του κράτους γενικότερα, ακόμη και αυτού του κράτους δικαίου.


Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, δεν θα επεκταθώ περισσότερο στο θέμα της κοινωνίας πολιτών· ας περιμένουμε να καταλαγιάσει κάπως η μόδα της, έτσι όπως έχει διεισδύσει στον καθημερινό, αλλά και στον επιστημονικό λόγο, εδώ και τρεις δεκαετίες ­ ακόμη περισσότερο δε μετά το 1989. Και περιμένοντας, ας αντιτάξουμε στη μόδα, αλλά και στην εξιδανίκευση, την αυτογνωστική και αυτοειρωνική ανά-γνωση της βιοτικής εμπειρίας μας, της κοινωνικής εμπειρίας μας, της ιστορίας μας. *


* Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι ιστορικός, διευθυντής σπουδών της Ανωτάτης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού. (Το βιβλίο του «Λερναίον Κράτος» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη.)