Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ­ ο μεγάλος κρητικός, έλληνας, βαλκάνιος και ευρωπαίος πολιτικός ­ ο σημαντικότερος πολιτικός άνδρας που ανέδειξε ο σύγχρονος Ελληνισμός, βρέθηκε στο μεταίχμιο δύο εποχών. Με την αντιδογματική του σκέψη και την πολιτική ιδιοφυΐα του, με το σπάνιο πολιτικό του χάρισμα, με την ανθρώπινη γοητεία που ασκούσε ακόμη και στους πολιτικούς και θεσμικούς του αντιπάλους, κατάφερε να συγκεράσει δημιουργικά την αριστοκρατική αντίληψη της πολιτικής του 19ου αιώνα με το πνεύμα των νέων καιρών. Κατάφερε να συναρμόσει την κλασική του παιδεία, τη φιλοσοφική και ιστορική του στοχαστικότητα και την ικανότητα ορθής πρόγνωσης των επερχομένων διεθνών εξελίξεων, με τον πολιτικό πραγματισμό, τη διπλωματική επιδεξιότητα, την αποφασιστική ανάληψη δράσεων «σταθμισμένου κινδύνου», τη διαρκή επίγνωση των αναγκαίων συμβιβασμών που θα έπρεπε να γίνουν για την επίτευξη του εφικτού, αλλά και για τη μεθοδική πραγμάτωση του ιδεώδους.


Το μεγάλο επίτευγμα


Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Ελευθερίου Βενιζέλου είναι το γεγονός ότι κατόρθωσε να κινητοποιήσει το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πληθυσμού στον αγώνα για την πραγμάτωση των ελληνικών αλυτρωτικών οραμάτων. Αυτό έγινε κατορθωτό όχι με την επίκληση στείρων προγονόπληκτων ιδεολογημάτων, αλλά με τη δημιουργία ενός αρραγούς και ενιαίου εσωτερικού μετώπου, με τη συντονισμένη προσπάθεια για τη δημιουργία στιβαρών οικονομικών υποδομών και την ενεργοποίηση των διαδικασιών, που θα οδηγούσαν στη συγκρότηση ενός σύγχρονου και ευνομούμενου κράτους δικαίου, βασισμένου στις αρχές του πολιτικού πλουραλισμού, του σεβασμού των ατομικών ελευθεριών και της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.


Η εθνική ολοκλήρωση για τον Βενιζέλο δεν θα γινόταν δυνατή ούτε μόνο με την επίκληση των εθνικών δικαίων ούτε μόνο με τις νίκες στα πεδία των μαχών, αλλά ούτε αποκλειστικά και μόνο με την εκμετάλλευση της ιστορικής συγκυρίας και την αξιοποίηση των «οριακών δυνατοτήτων» που πρόσφερε το ρευστό διπλωματικό περιβάλλον της εποχής και ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη διεθνή σκηνή.


Χρειαζόταν η συμμετοχή του λαού, ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής, η συντονισμένη κοινή προσπάθεια στο εσωτερικό της χώρας, η δημιουργία προοδευτικών πολιτικών και κοινωνικών μετώπων, η εμβάθυνση του θεσμικού εκσυγχρονισμού, η εδραίωση της πίστης στις δυνατότητες του μαχόμενου Ελληνισμού, η μέριμνα για την επίλυση των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων, που αφορούσαν το βιοτικό επίπεδο, την εργασία και την εκπαίδευση.


Η αυτοπεποίθηση του ελληνικού λαού και η πίστη στις δυνατότητές του, κάτω από τη δυναμική, σταθερή, αισιόδοξη και φωτισμένη ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, ήταν, σε τελευταία ανάλυση, ο παράγοντας που ανάγκασε τους δυτικούς συμμάχους να αντιληφθούν ότι είχε συντελεστεί μια σημαντική ποιοτική μεταβολή, η οποία είχε γκρεμίσει τον κλοιό της διεθνούς απομόνωσης που ταλάνιζε το ελληνικό κράτος μετά την ήττα του 1897.


Στις συνθήκες της δομικής σύγκρουσης και της αναδιάταξης του διεθνούς συστήματος των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατόρθωσε να αναδείξει την κομβική στρατηγική σημασία της Ελλάδας και να μετασχηματίσει τη χώρα σε σημαντική βαλκανική και μεσογειακή δύναμη.


Ο Βενιζέλος αντιλήφθηκε εγκαίρως και εξέφρασε τις σύνθετες μεταβολές που συντελούνταν στην ελληνική κοινωνία στις αρχές του 20ού αιώνα: τη δυναμική ανάδειξη της αστικής επιχειρηματικής τάξης, την ηγεμονία των φιλελεύθερων ιδεών, τη δημιουργία της εργατικής τάξης, την αναγκαιότητα της αγροτικής και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.


Το πολιτικό κίνημα του βενιζελισμού, που έφερε στο πολιτικό προσκήνιο μια νέα γενιά πολιτικών και δημιούργησε ικανά κυβερνητικά στελέχη, υπήρξε ο κύριος φορέας του θεσμικού και του συνταγματικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, το 1911, λειτούργησε στο πλαίσιο του οράματος της συνολικής εσωτερικής ανασυγκρότησης της χώρας. Το κράτος αντιμετωπίστηκε ως βασικός μηχανισμός για την εδραίωση του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού, με τη δημιουργία νομοθετικού πλαισίου και κανόνων ανταγωνισμού. Το κράτος όφειλε να παρεμβαίνει για την άμβλυνση των ταξικών συγκρούσεων, που προέκυπταν από την ανάπτυξη της ελληνικής εργατικής τάξης και την ανυπαρξία ρυθμίσεων για τα κοινωνικά προβλήματα και τις συνθήκες εργασίας.


Η κοινωνική πολιτική


Η επιρροή του Βενιζέλου σε όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου υπήρξε, από την αρχή κιόλας, μεγάλη. Ηταν ο πολιτικός που, παρά την ακραία σύγκρουση που επέφερε ο Εθνικός Διχασμός, έθραυσε τα πολιτικά στεγανά και δημιούργησε ευρεία συναίνεση αναφορικά με το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η υποστήριξη και η συνδρομή που είχε από τους σοσιαλιστές Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Νίκο Γιαννιό και Δημήτριο Γληνό, οι οποίοι ενστερνίστηκαν το πρόγραμμά του για την εθνική κινητοποίηση στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, της φιλεργατικής νομοθεσίας, της συνδικαλιστικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, της ενοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.


Η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής για την επιτυχή εσωτερική ανασυγκρότηση και την εθνική ολοκλήρωση αλλά παράλληλα και για τον προσεταιρισμό της διεθνούς κοινής γνώμης και του ευρωπαϊκού συνδικαλιστικού και σοσιαλιστικού κινήματος, έγινε δυνατή με τη λήψη καινοτόμων μέτρων προστασίας των εργαζομένων και με την υπογραφή των διεθνών συμβάσεων για τις εργασιακές σχέσεις.


Βαλκανική συνεργασία


Ενα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία των πολιτικών αντιλήψεων του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν η οργανική συσχέτιση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Η ευνομία στο εσωτερικό των κρατών, η εγγύηση των ατομικών ελευθεριών και η εναρμόνιση των κοινωνικών αντιπαραθέσεων αποτελούσαν το πρότυπο για την προσέγγιση των διεθνών σχέσεων. Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Βενιζέλος σχημάτισε την πεποίθηση ότι η διασφάλιση της ειρήνης και ο σεβασμός των διεθνών συνθηκών ήταν ζητήματα απόλυτης προτεραιότητας για τα καθημαγμένα Βαλκάνια και την ερειπωμένη Ευρώπη. Προσέβλεπε, λοιπόν, αφενός στη συγκρότηση ενός «πολυμερούς διαβαλκανικού σχήματος» συνεργασίας, στη βάση του μη αποκλεισμού κανενός κράτους, και αφετέρου στη σταδιακή δημιουργία δεσμών διακυβερνητικής συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών, αλλά ενδεχομένως και συνομοσπονδιακών δομών που δεν θα έθιγαν την εδαφική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών-μελών.


Στο πλαίσιο αυτό ο Ελευθέριος Βενιζέλος χαιρέτισε και υποστήριξε το Μνημόνιο του Αριστείδη Μπριάν, τέως πρωθυπουργού και τότε υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας, που αποσκοπούσε στην πολιτική και οικονομική σύγκλιση των ευρωπαϊκών κρατών, ενώ αντιμετώπισε με θετική επιφυλακτικότητα και τις πρωτοβουλίες του Γκούντενοβ-Καλλέργη, που παρουσίαζε ως αναγκαιότητα τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού κράτους για την αναβάθμιση του ρόλου της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή.


Ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο καινοφανές αυτό ιστορικό πείραμα, ο Βενιζέλος προέβαλε την πλήρη συμμετοχή της Τουρκίας αλλά και των ηττημένων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κρατών ώστε να διασφαλιστεί η επιτυχία του. Δυστυχώς, η προέλαση των αυταρχικών καθεστώτων και των φασιστικών κινημάτων στη μεσοπολεμική Ευρώπη ανέκοψε τις ρηξικέλευθες αυτές πρωτοβουλίες που, παρά τον ιδεαλισμό τους, μπορούσαν να σώσουν τους ευρωπαϊκούς λαούς από την ακατάσχετη αιμορραγία των επερχόμενων αδελφοκτόνων συγκρούσεων.


Από την αδρή αυτή παρουσίαση και αξιολόγηση χαρακτηριστικών όψεων του πολιτικού προγράμματος του Ελευθερίου Βενιζέλου αναδεικνύεται ανάγλυφα η σημασία που εξακολουθεί να έχει για μας σήμερα. Δεν έχουν μόνο ιστορικό ενδιαφέρον το έργο και οι πολιτικές υποθήκες του αλλά λειτουργούν ως αφετηρία προβληματισμού για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας. Σε καιρούς μεταβατικούς, σε καιρούς κλυδωνισμού, ο δυναμισμός, η τόλμη, η ευστροφία και η αισιοδοξία του μεγάλου κρητικού ηγέτη, της σημαντικότερης προσωπικότητας που ανέδειξε ο Ελληνισμός στη διάρκεια του 20ού αιώνα, είναι πηγή έμπνευσης, παραμυθίας και ελπίδας.


Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα από την ομιλία του Προέδρου της Βουλής κ. Απόστολου Κακλαμάνη στο νεοσυσταθέν Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» (Χανιά 1.12.2000).