1. Λυπούμαι που δεν υπέγραψα το άρθρο μου για το «Βάρος της ιστορίας και τη «βασιλική» περιουσία» («Το Βήμα της Κυριακής» 10.12.2000) ως «Αρμενόπουλος». Αυτό θα επέτρεπε στον «Τριβωνιανό» να απαντήσει ψευδωνύμως και δεν θα έθετε προβλήματα δεοντολογίας και ίσων όρων κατά τη διεξαγωγή του δημοσίου διαλόγου, όταν σε επώνυμο απαντά ψευδώνυμος αρθρογράφος. Αλλά προφανώς κάποιον λόγο θα έχει ο νέος «Τριβωνιανός» να κρύβει την ταυτότητά του και δεν θέλει η αναφορά του ονόματος και της ιδιότητάς του να μειώσει την «αντικειμενικότητα» των επιχειρημάτων του.


2. Η ουσία βρίσκεται στο τελευταίο από τα 10 σημεία του άρθρου του στο οποίο στρέφεται ευθέως κατά του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος και της 45/1997 απόφασής του που έκρινε σύμφωνο με το Σύνταγμα τον νόμο 2215/1994. Ο αρθρογράφος ισχυρίζεται ότι «το ΑΕΔ εκινήθη εκτός της δικαιοδοσίας του. Εσφετερίσθη τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων» και ότι «η συνταγματικότης του Ν. 2215/1994 εξηρτάτο από την απάντηση που θα εδίδετο εις το κρίσιμο τούτο ζήτημα από τα μόνα καθ’ ύλην αρμόδια πολιτικά δικαστήρια». Αμφισβητεί έτσι και τη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας θεωρώντας ότι ορθή είναι μόνον η απόφαση 1/1996 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που απεδέχθη τους ισχυρισμούς του έκπτωτου βασιλιά.


Δυστυχώς όμως για τον έκπτωτο βασιλιά και τους υποστηρικτές των θέσεών του η στάση της ελληνικής δικαιοσύνης απέναντι στον Ν. 2215/1994 διαμορφώθηκε από το ΑΕΔ και την 45/1997 απόφασή του (που απεδέχθη ουσιαστικά τη θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας) και όχι από την 1/1996 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.


Αυτό άλλωστε που θέλει να μας πει ο αρθρογράφος της προηγούμενης Κυριακής είναι πως ο έκπτωτος βασιλιάς δεν χρειαζόταν καν να προσφύγει στο Στρασβούργο γιατί θα έπρεπε να έχει πλήρως δικαιωθεί ως προς τα περιουσιακά του δικαιώματα ήδη από το 1996 με την απόφαση του Αρείου Πάγου!


3. Πρέπει μάλιστα να τονιστεί εδώ ότι για να αχθεί το ζήτημα στον Αρειο Πάγο έγιναν προφανείς δικονομικές μεθοδεύσεις: το ίδρυμα «Εθνικός Δρυμός Τατοΐου», που είχε συσταθεί από τον έκπτωτο βασιλιά με τη γνωστή συμφωνία του 1992, άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αχαρνών αγωγή κατά δύο μισθωτών τμήματος 17 στρεμμάτων του δασοκτήματος Τατοΐου. Το Ειρηνοδικείο απέρριψε την αγωγή και κατά της απόφασής του ασκήθηκε απευθείας αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου. Η αναίρεση αυτή εισήχθη απευθείας στην Ολομέλεια που έκρινε τον Ν. 2215/1994 αντίθετο προς το Σύνταγμα παρά την απορριπτική εισήγηση του εισηγητή αρεοπαγίτη. Οπως είναι γνωστό, τελείως αντίθετη ήταν η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, τελικώς δε του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου της χώρας, οι αποφάσεις του οποίου κατισχύουν των αποφάσεων και του Α.Π. και του ΣτΕ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


4. Τόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας όσο και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο απάντησαν και στις απόψεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής για τον Ν. 2086/1992: Το ΑΕΔ στην 45/1997 απόφασή του περιέλαβε μάλιστα ρητή σκέψη ως προς την αντισυνταγματικότητα του Ν. 2086/1992. Δεν είναι άλλωστε άνευ σημασίας το γεγονός ότι το μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, ομ. καθηγητής κ. Γ. Κουμάντος μετείχε ως ad hoc δικαστής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και μειοψήφησε διατυπώνοντας τη θέση πως ο Ν. 2215/1994 δεν αντιβαίνει στη Σύμβαση και τα Πρωτόκολλά της.


5. Πυρήνας των ισχυρισμών του έκπτωτου βασιλιά που ως συνήγορος επαναλαμβάνει ο «Τριβωνιανός» είναι η άποψη πως με το άρθρο 15 της Συντακτικής Πράξης της 1.8.1974, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 της Συντακτικής Πράξης της 5/7.8.1974, καταργήθηκαν τα συνταγματικά κείμενα της δικτατορίας (1968/1973) και οι νομοθετικές διατάξεις που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα συνταγματικά αυτά κείμενα αλλά αντιβαίνουν στο επαναφερθέν σε ισχύ Σύνταγμα του 1952, όπως αυτό συμπληρώθηκε με την Καταστατική Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974 και τη Συντακτική Πράξη της 5/7 Αυγούστου 1974. Κατά την άποψη αυτή το Ν.Δ. 225/1973, με το οποίο απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά η «βασιλική περιουσία», καταργήθηκε έτσι λόγω της αντίθεσής του στο άρθρο 17 του Συντάγματος του 1952.


6. Η δική μου θέση που διατύπωσα για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1993 σε γνωμοδότησή μου προς τον Δήμο Κερκυραίων, θέση που υιοθέτησε η 1/1993 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Κερκύρας, θέση στην οποία βασίστηκε ο νόμος 2215/1994 και θέση την οποία δέχτηκαν και επικύρωσαν τόσο η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο της χώρας είναι ριζικά διαφορετική. Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, ενεργώντας ως όργανο της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας, προκήρυξε το δημοψήφισμα της 8.12.1974 για τον καθορισμό της μορφής του πολιτεύματος. Ενεργώντας ταυτοχρόνως ως νομοθετικό όργανο θέσπισε το Ν.Δ. 72/1974 που έθετε υπό ειδικό μεταβατικό καθεστώς τη λεγόμενη βασιλική περιουσία ώσπου να ρυθμιστεί το ζήτημα της μορφής του πολιτεύματος. Η τύχη συνεπώς της περιουσίας εξαρτήθηκε από την απόφαση του ελληνικού λαού για τη μορφή του πολιτεύματος. Αν η περιουσία αυτή ήταν ιδιωτική και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αδιάφορο για την τύχη της, τότε δεν υπήρχε κανένας λόγος έκδοσης του Ν.Δ. 72/74. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 8.12.1974 υπέρ της αβασίλευτης μορφής του πολιτεύματος ενσωματώνεται στην πρωτογενή διαδικασία παραγωγής του Συντάγματος του 1975 και άρα στο ίδιο το ισχύων Σύνταγμα της χώρας (άρθρο 1 και 110). Αμεση νομική συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι πως η λεγόμενη βασιλική περιουσία καθίσταται δημόσια· είτε γιατί τα περισσότερα στοιχεία της ήταν πάντα δημόσια είτε γιατί εν πάση περιπτώσει είχαν καταστεί δημόσια με το Ν.Δ. 225/1973, βρέθηκαν στην κατάσταση αυτή κατά τη Μεταπολίτευση και παρέμειναν στην κατάσταση αυτή με τη συνταγματική απόφαση του ελληνικού λαού για τη μορφή του πολιτεύματος.


7. Αλλωστε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θεώρησε δεδομένη τη συνταγματικότητα του Ν. 2215/1994. Εκρινε επίσης ότι ο νόμος του 1994 συνιστά πάντως επαρκές νομικό θεμέλιο για την απαλλοτρίωση της «βασιλικής περιουσίας».


8. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι είναι αυτό που θέλει να πει ο αρθρογράφος ως εκπρόσωπος της πλευράς του έκπτωτου βασιλιά: ότι το ελληνικό Δημόσιο έπρεπε να διεκδικήσει την κυριότητα της «βασιλικής περιουσίας» ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, δηλαδή τελικά ενώπιον του Αρείου Πάγου για να χάσει τη δίκη (όπως φάνηκε από την 1/1996 απόφαση) και να δικαιωθεί ο έκπτωτος βασιλιάς; Ή ότι το ελληνικό Δημόσιο έπρεπε να προβεί σε αναγκαστική απαλλοτρίωση της περιουσίας αυτής κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος καταβάλλοντας προηγουμένως πλήρη αποζημίωση που θα όριζαν τα πολιτικά δικαστήρια, δηλαδή εν τέλει ο Αρειος Πάγος;


Και υπό την μία και υπό την άλλη εκδοχή η άποψη του «Τριβωνιανού» δεν είναι τίποτε άλλο παρά επανάληψη των ισχυρισμών και των θέσεων του έκπτωτου βασιλιά. Διαφωνούμε, άρα, ιστορικά, πολιτικά, ιδεολογικά και νομικά. Αυτό δεν πειράζει καθόλου. Εκείνο που πειράζει είναι οι ισχυρισμοί του έκπτωτου να εμφανίζονται ως «οι 10 αλήθειες για τη βασιλική περιουσία» και να φέρουν μία ψευδώνυμη υπογραφή. Οχι τίποτε άλλο δηλαδή, αλλά υπάρχει το ενδεχόμενο διάφοροι προοδευτικού παρελθόντος σχολιαστές να σπεύσουν να υιοθετήσουν τις απόψεις του «Τριβωνιανού» εκλαμβάνοντάς τες ως τμήμα του δόγματος του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου χωρίς να ξέρουν ότι έτσι απλώς υιοθετούν την υποστηρικτική γραμμή του έκπτωτου τόσο ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων όσο και στο Στρασβούργο.


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι υπουργός Πολιτισμού.