Ενα σημαντικό έργο ολοκληρώνεται αυτές τις μέρες. Στις 11 Δεκεμβρίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Στεφανόπουλος και ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης εγκαινιάζουν την επανέκθεση των συλλογών της Εθνικής Πινακοθήκης. Η νέα πλέον έκθεση τοποθετεί την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή των διεθνών εξελίξεων μουσειολογικής και παιδευσιακής στρατηγικής, αφού είναι μετρημένες ακόμη οι πινακοθήκες μητροπολιτικής κλίμακας που έχουν τη δυνατότητα να επιχειρήσουν ριζική αναδιάταξη των εκθεμάτων τους σύμφωνα με τις αντιλήψεις της τελευταίας δεκαετίας για τον ρόλο του μουσείου.


Η διευθύντρια κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, πλαισιωμένη από άξιους συνεργάτες, χάραξε τις κατευθύνσεις και συντόνισε το έργο. Ολα αυτά τα χρόνια η εργασία υποδομής γινόταν αθόρυβα και συστηματικά. Αλλαξαν ριζικά οι συνθήκες ασφάλειας, συντήρησης, καταγραφής και τεκμηρίωσης των έργων. Στο επιστημονικό και τεχνικό μέρος, σημαντική είναι η συμβολή άξιων συνεργατών, όπως η χαλκέντερη Ολγα Μεντζαφού, που είχε την επιμέλεια της επανέκθεσης, η Νέλλη Μισιρλή, η Μαρία Κατσανάκη, η Τόνια Γιαννουδάκη, η Εφη Αγαθονίκου και άλλοι, το επιτελείο των αρχιτεκτόνων με επικεφαλής τον Πάνο Τζώνο, ο Μιχάλης Δουλγερίδης, επικεφαλής του εργαστηρίου συντήρησης, ο Σταύρος Ψυρούκης του φωτογραφικού εργαστηρίου, η Ειρήνη Τσελεπή του γραφείου Τύπου, για να αναφέρουμε μερικούς μόνον από τους συντελεστές του έργου. Ο μόχθος και η τεχνογνωσία αυτών και των άλλων συναδέλφων τους δικαιώνεται με την πανηγυρική απόδοση των συλλογών στο κοινό. Και δεν πρέπει να λησμονηθεί η συμβολή ανθρώπων που σήμερα και αυτοί μπορούν να νιώθουν περήφανοι για την επανέκθεση των μόνιμων συλλογών, έστω και αν δεν ανήκουν πλέον στο ενεργό προσωπικό της Πινακοθήκης. Ανάμεσά τους είναι ο πρώην διευθυντής Δημήτρης Παπαστάμος και το «στοιχειό» των συλλογών, η Μαρίκα Νέζη, που γνωρίζει ένα ένα τα έργα (πάνω από 12.000) και την ιστορία της απόκτησής τους.


Οι αρχιτέκτονες προχώρησαν στον σχεδιασμό της διαδρομής σύμφωνα με τα ζητούμενα της επανέκθεσης που καθόρισε η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν ο δρομικός χαρακτήρας του κτιρίου. Η λύση που έδωσαν όχι μόνο εξασφάλισε την καλύτερη δυνατή σχέση χώρου – αριθμού εκθεμάτων αλλά μετέτρεψε το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα: δημιούργησαν στο εσωτερικό του χώρου τρίπλευρες «κόγχες» με πανό εξασφαλίζοντας συνθήκες συν-ανάγνωσης των έργων που αποτελούν σύνολα.


Σε τι λοιπόν συνίσταται ο πρωτοποριακός χαρακτήρας του σχεδιασμού της έκθεσης; Αντί για τον παραδοσιακό τρόπο της παράθεσης των έργων χρονολογικά και κατά καλλιτέχνη, επιλέχθηκε, για το κύριο σώμα των εκθεμάτων (19ος – 20ός αι.), η κατανομή των έργων με βάση θεματικούς άξονες. Με τον τρόπο αυτό, αντί για μια σειρά «μονολόγων» κατά καλλιτέχνη, εξασφαλίζονται πολλαπλοί «διάλογοι» και «συνομιλίες» μεταξύ έργων διαφόρων καλλιτεχνών πάνω στο ίδιο θέμα. Ετσι μπορεί μεν να δει κανείς έργα του Χ ή του Ψ σε διάφορα σημεία της έκθεσης, αλλά και να έχει εποπτεία της διαφορετικής αντιμετώπισης κάθε ζωγράφου για κάθε ξεχωριστή ενότητα. Ο θεματικός άξονας είναι πραγματικά σημαντικός επειδή οι καλλιτέχνες δεν δρουν εν κενώ. Οι θεματικές προτιμήσεις έχουν πάντοτε μεγάλη σημασία για την κατανόηση της κοινωνίας που υπαγορεύει την έξαρση και την υποχώρησή τους.


Η στρατηγική, επομένως, της έκθεσης στην ουσία προσφέρει ένα πανόραμα των προτεραιοτήτων της ελληνικής κοινωνίας στους δύο τελευταίους αιώνες. Και η συνύπαρξη διαφορετικών «υπογραφών» αποδίδει, ταυτόχρονα, μια σαφή αντίληψη των διαφοροποιήσεων της αισθητικής στην οποία ανταποκρίνονταν οι καλλιτέχνες.


Οι θεματικές ενότητες



Προοίμιο της έκθεσης είναι ο Γκρέκο και οι μεταβυζαντινοί ­ συμβολική υπόμνηση του δούναι και λαβείν της ελληνικής τέχνης των νεότερων χρόνων με τη μεγάλη δυτική παράδοση.


Ακολουθεί το κύριο σώμα των εκθεμάτων (19ος και 20ός αι.) με τη θεματική ανάπτυξη. Ο 19ος αιώνας, από το σημείο μηδέν που καθόρισε η ίδρυση της Σχολής Καλών Τεχνών και η υποκατάσταση της παραδοσιακής τέχνης από τη λόγια του νεοελληνικού Διαφωτισμού και της Οθωνικής περιόδου, αρχίζει με τα ιστορικά θέματα. Είναι η εποχή, ανάμεσα στο 1840 και το 1860 που η ελληνική κοινωνία επιδιώκει την καταγραφή του ηρωικού πανθέου της στη λαϊκή μνήμη με τις σκηνές του αγώνα της ανεξαρτησίας. Τότε παίρνει τα εικαστικά του σχήματα το πανόραμα της εποποιίας, καταλλήλως εξωραϊσμένο από το ρομαντικό φιλελληνικό βλέμμα του Peter von Hess, του Ludwig Thiersch και πολλών άλλων ξένων. Ακόμη, του δικού μας Θεόδωρου Βρυζάκη και του Διονυσίου Τσόκου, που συνδέει για πρώτη φορά στη ζωγραφική την εφτανησιώτικη με την αθηναϊκή ευαισθησία.


Οταν μετά το 1860 υποχωρούν τα ιστορικά θέματα, τη θέση τους στις προτιμήσεις του κοινού καταλαμβάνει η ηθογραφική θεματική. Βλέπει κανείς το έργο των μεγάλων δασκάλων του 19ου αιώνα, του Νικηφόρου Λύτρα, του Νικόλαου Γύζη, του Κωνσταντίνου Βολανάκη, του Γεωργίου Ιακωβίδη, του Πολυχρόνη Λεμπέση. Εδώ μπορεί κανείς να γνωρίσει και το έργο άλλων καλλιτεχνών, όπως οι Κωνσταντίνος Πανώριος, Νικόλαος Κουνελάκης, Ιωάννης Αλταμούρας, Ιωάννης Ζαχαρίας. Είναι ζωγράφοι που τους έπρεπε στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης θέση ανάλογη των πιο μεγάλων αλλά που η πρόωρη διακοπή της ζωής τους τη στέρησε. Και από κοντά όσοι έζησαν έξω, όπως ο Θεόδωρος Ράλλης, ο Ιάκωβος Ρίζος (Παρίσι), ο Περικλής Πανταζής (Βρυξέλλες), ο Αριστείδης Οικονόμος (Βιέννη), μεγάλοι μάστορες της ηθογραφικής ζωγραφικής και της προσωπογραφίας. Οταν και η ηθογραφία περνάει στη φάση της παρακμής, η αλληγορική θεματική του Γύζη έρχεται να θυμίσει, σε κάποιο βαθμό, στους Ελληνες τη θύραθεν παιδεία, για να παραχωρήσει και αυτή τη θέση της στη θεματική με την οποία ξεκίνησε η μοντέρνα τέχνη στο γύρισμα του αιώνα ­ την τοπιογραφία. Με την τοπιογραφία ­ που έχει βέβαια μια παλιότερη ιστορική-μνημειογραφική φάση ­ συντελείται το πέρασμα στον 20ό αιώνα, ως τη μεγάλη άνθησή της με το έργο της Ομάδας Τέχνη προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας και σε ολόκληρη την τρίτη του 20ού.


Αφησα για το σημείο αυτό την προσωπογραφία, η οποία είναι η μόνη θεματική που, ευλόγως, δεν ακολουθεί το σχήμα άνοδος – υποχώρηση – πτώση όπως οι υπόλοιπες στον 19ο αιώνα. Τα έργα της έχουν μόνιμη αριθμητική υπεροχή έναντι εκείνων οποιασδήποτε άλλης. Ο άνθρωπος ήθελε από πάντα να βλέπεται από τον άλλον και αυτό είναι μια επιθυμία που δεν γνωρίζει κορεσμό. Αλλά και αυτή περνάει τις φάσεις της, από την ιδεαλιστική, των εξιδανικευτικών προτύπων βίου, όπως π.χ. του Βρυζάκη, των αδελφών Μαργαρίτη, του Κριεζή, στην εθνογραφική του Πίτζε, στη ρομαντική του Ζαχαρία και του Πιτσαμάνου, στη ρεαλιστική των Λύτρα, Γύζη, Λεμπέση, για να κορυφωθεί στην εξπρεσιονιστική του Μπουζιάνη στον 20ό αιώνα.


Ο 20ός αιώνας


Στον 20ό οι προτεραιότητες αλλάζουν. Μετά το πρώτο μοντερνιστικό κύμα με τον Κωστή Παρθένη, τον Κωνσταντίνο Μαλέα, τον Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη, τον Γιώργο Μπουζιάνη και την τοπιογραφία της Ομάδας Τέχνη, η ελληνική αστική τάξη αρχίζει να αναζητεί τις ρίζες της και να επιδιώκει την αυτογνωσία μέσα από τις κατασκευασμένες θεωρίες της συνέχειας. Ετσι επικρατεί στον Μεσοπόλεμο η θεματική η βασισμένη στο ιδεολόγημα της ελληνικότητας ­ υψιπετής στο έργο των δασκάλων του ’30 Γιάννη Μόραλη, Γιάννη Τσαρούχη, Νικολή Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Διαμαντή Διαμαντόπουλου, Νίκου Εγγονόπουλου, υποκειμενική και νοσταλγική μεταπολεμικά από τους Σπύρο Βασιλείου, Νίκη Καραγάτση, Γιώργο Μανουσάκη, Νίκο Νικολάου, Μαρία Πωπ και άλλους. Μετά τον Πόλεμο οι μοντέρνοι χωρίζονται σε παραστατικούς και αφαιρετικούς. Ανάμεσα στους πρώτους οι Τέτσης, Μαυροΐδης, Κοκκινίδης και Μυταράς βάζουν μια ιδιαίτερα εμφανή σφραγίδα στη συνολική εξέλιξη της σημερινής ζωγραφικής με την εμπνευσμένη, αντιακαδημαϊκή διδασκαλία τους στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και το σημαντικό καλλιτεχνικό τους έργο. Από τους δεύτερους οι Κοντόπουλος, Σπυρόπουλος και Λεφάκης αναδεικνύονται καλλιτέχνες μεγάλης πνοής με την ελληνική Αφαίρεση που κερδίζει διεθνείς διακρίσεις.


Ο επίλογος είναι μια ενότητα που θα έχει περιοδικό χαρακτήρα ώστε να μπορεί ο επισκέπτης να δει όλες τις εικαστικές αντιλήψεις που αγγίζουν τα σημερινά χρόνια. Για την άνεση του θεατή, οι θεματικές ενότητες αρχίζουν με σύντομο κατατοπιστικό κείμενο, σημαίνονται με ιδιαίτερο χρώμα στην πινακίδα κάθε έργου. Κατάλογος με κείμενα ιστορικών της τέχνης και πλούσια εικονογράφηση συνοδεύει την έκθεση. *