Η πρόσφατη αναζωπύρωση της συζήτησης για τη μελλοντική διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει επικαιροποιήσει έντονα τη μελέτη της ιστορικής πορείας της Κοινότητας και της πολιτικής φιλοσοφίας της.


Η συγκυρία επιβάλλει αυτή την τάση καθώς, πέρα από τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε σενάρια ομοσπονδιακής και συνομοσπονδιακής/διακυβερνητικής οργάνωσης, προκύπτουν επιτακτικά βαθύτερα ερωτήματα ταυτότητας: τι είδους Ευρώπη θέλουμε, ποιοι οι στόχοι της και ποια τα εργαλεία για την επίτευξή τους. Ο προβληματισμός συνδέεται άρρηκτα με τη δραματική διττή πρόκληση της διεύρυνσης και της θεσμικής μεταρρύθμισης και την παράλληλη αναπροσαρμογή της σχέσης εθνικού κράτους – ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που σηματοδότησε δυναμικά η ΟΝΕ. Σε καμία περίπτωση δεν είναι όμως προβληματισμός νέος ή απλώς φαινόμενο των καιρών. Οι εθνικές εμπειρίες των κρατών-μελών στην κοινοτική Ευρώπη όπως και τα συλλογικά βιώματα από τη διαδικασία ενοποίησης είναι διαποτισμένα από την αντιπαράθεση με τέτοιου είδους διλήμματα. Τούτο καθιστά την ανάλυσή τους σήμερα πολυτιμότερη από ποτέ.


Τα θέματα της διημερίδας


Μια σημαντική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση με έμφαση στο ελληνικό και γαλλικό παράδειγμα αποτέλεσε η διημερίδα που συνδιοργάνωσαν στην Αθήνα στις 5 και 6 Οκτωβρίου 2000 το Ιδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής και το Ιδρυμα Charles de Gaulle με τίτλο «Ντε Γκωλ και Καραμανλής: Το Εθνος, το Κράτος, η Ευρώπη». Η διημερίδα, που φιλοξενήθηκε στους χώρους του Ιδρύματος Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, περιέλαβε εισηγήσεις πανεπιστημιακών, πολιτικών, διπλωματών και δημοσιογράφων από τις δύο χώρες. Κοινό σημείο αναφοράς τους ήταν η συγκριτική παρουσίαση της πολιτικής σκέψης και πορείας του Ντε Γκωλ και του Καραμανλή με παράλληλη προβολή στην ιστορική και, ειδικότερα, στην ευρωπαϊκή εξέλιξη της Ελλάδας και της Γαλλίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Η ευρωπαϊκή διάσταση της ελληνικής και της γαλλικής πολιτικής μέσα από τις θέσεις και τις πρωτοβουλίες των δύο ανδρών βρέθηκε στο επίκεντρο της θεματικής με την οποία ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της διημερίδας (Ο Ντε Γκωλ και ο Καραμανλής απέναντι την Ευρώπη). Προηγήθηκαν οι θεματικές ενότητες: α) Παράλληλη θεώρηση: Ο Ντε Γκωλ και η Ελλάδα, ο Καραμανλής και η Γαλλία, β) Η Γαλλία και η Ελλάδα μέλη της ΕΕ στη Μεσόγειο σήμερα, γ) Ο Ντε Γκωλ, ο Καραμανλής και η προσπάθεια για την ανασυγκρότηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δ) Κράτος και Εθνος: Οι συνταγματικές ιδέες και η διαχείριση της εξουσίας από τον Ντε Γκωλ και τον Καραμανλή.


Το θέμα πραγματεύθηκαν οι καθηγητές Μορίς Βαΐς (Πανεπιστήμιο Ρεμς), Σαντάλ Μορέλ, Γιάννης Βαληνάκης (Πανεπιστήμιο Αθηνών) και ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), τέλος δε η συντάκτις του παρόντος άρθρου. Οι απόψεις που διατυπώθηκαν από τους ομιλητές, συνοψίζοντας την κυριαρχία της ευρωπαϊκής ιδέας στη φιλοσοφία του Ντε Γκωλ και του Καραμανλή, κατέδειξαν πόσο στην παρούσα συγκυρία η παράλληλη εξέλιξη της ελληνικής και της γαλλικής ευρωπαϊκής πολιτικής τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 παραμένει κλασική πηγή άντλησης αρχών και στόχων για τη σημερινή Ευρώπη.


Η παρέμβαση του στρατηγού


Οι ευρωπαϊκοί δρόμοι του Ντε Γκωλ και του Καραμανλή και μαζί τους οι ευρωπαϊκοί δρόμοι της Ελλάδας και της Γαλλίας διασταυρώθηκαν σε μια και για τις δύο πλευρές κρίσιμη εποχή. Η Γαλλία διατύπωνε για πρώτη φορά με σαφήνεια τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική της προτείνοντας μια «ευρωπαϊκή Ευρώπη των εθνών», μια αυτεξούσια «Ευρώπη – Τρίτη Δύναμη» ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, που θα μπορούσε να χειραφετηθεί από το καθεστώς αμερικανοσοβιετικής συνιδιοκτησίας, στο οποίο ο Ντε Γκωλ πίστευε ότι την καταδίκαζε ο διπολικός ανταγωνισμός. Η άνοδος του γάλλου στρατηγού στην προεδρία της Ε’ Γαλλικής Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 1959 συμπίπτει με τον οριστικό προσανατολισμό της Ελλάδας προς την ΕΟΚ, στην οποία η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή υποβάλλει κατόπιν σύντομων διερευνητικών επαφών επίσημη αίτηση συνδέσεως έξι μήνες αργότερα, στις 24 Ιουλίου 1959.


Σήμερα είναι πλέον ευρύτερα γνωστό και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι η ενεργή προσωπική παρέμβαση του στρατηγού Ντε Γκωλ στις διαπραγματεύσεις σύνδεσης μεταξύ Ελλάδας και ΕΟΚ (1959-1961) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη θετική έκβασή τους. Οι τεχνικές και ουσιαστικές δυσκολίες που συνόδευαν τη διαπραγμάτευση είναι δύσκολο να υπερτιμηθούν. Το όραμα του Ντε Γκωλ για μια Ευρώπη πολιτική, μια Ευρώπη με στόχους πολιτικής ένωσης που θα ξεφεύγει από την περιοριστική λογική των εμπορικών συμφωνιών δεσπόζει στη στάση του έναντι της ευρωπαϊκής προσπάθειας της Ελλάδας. Μέσω της στενής συνεργασίας που αναπτύσσει ο γάλλος στρατηγός με τη Γερμανία (1958-1961), τη δυσαρεστημένη τότε από την πολιτική ουδετερότητας των ΗΠΑ στην κρίση του Βερολίνου, η πολιτική αυτή σφραγίζει και την πορεία ολόκληρης της ΕΟΚ, σε αντιδιαστολή και σε πείσμα των λογιστικών λύσεων που υποδεικνύει ταυτόχρονα η Βρετανία με τη χαλαρή στήριξη μελών της προατλαντικής ομάδας, π.χ. της Ολλανδίας.


Σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα αποτέλεσε για τη Γαλλία μια σημαντική στρατηγική σύμμαχο έναντι των οπαδών μιας υπεραπλουστευμένης Ευρώπης ως τεράστιας κοινής αγοράς χωρίς σύνορα. Η Γαλλία στάθηκε για την Ελλάδα ο εταίρος που μοιράστηκε το ευρωπαϊκό της όραμα στα πρώτα αποφασιστικά βήματα προς την Ευρώπη. Η ελληνογαλλική φιλία και συνεργασία θα αποπληρώσει επανειλημμένως στο μέλλον. Θα λειτουργήσει μάλιστα ως βαρυσήμαντη παρακαταθήκη για τη μετέπειτα Ελλάδα στη γιγαντιαία προσπάθειά της, πάλι υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, να επιστρέψει στην Ευρώπη ύστερα από την επτάχρονη δικτατορία.


Ο ρόλος της Ελλάδας


Αξίζει να τονιστεί η ιδέα του οράματος ως κριτηρίου για τις πολιτικές επιλογές του Καραμανλή. Η πορεία προς την Ευρώπη δεν ήταν, δεν επιτρεπόταν να είναι, για τον Καραμανλή, μόνο πηγή οικονομικής ανάπτυξης και διεθνούς κύρους ούτε ξερός μονόλογος της ηγεσίας αποκλειστικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ­ παρά την τεράστια σημασία αυτών των παραγόντων ιδιαίτερα στην ταραγμένη εποχή της σύνδεσης με την ΕΟΚ. Στη βαθύτερη ουσία της η διαδικασία οικοδόμησης της ενωμένης Ευρώπης όφειλε να είναι κυρίως διάλογος πολιτικός και κοινωνικός και προπάντων πηγή υπερεθνικής αλλά και εθνικής πραγμάτωσης. Κεντρική αποστολή της ήταν, επομένως, στην περίπτωση της Ελλάδας να λειτουργήσει και ως ισχυρό συνεκτικό στοιχείο σε μια κοινωνία εγκλωβισμένη από την εποχή του Εθνικού Διχασμού σε σύνδρομα ηττοπάθειας και απομονωτισμού. Ταυτόχρονα, να την υποβοηθήσει να διορθώσει τη μονοδιάστατη συμμαχική συνεργασία με τις ΗΠΑ και να αντικαταστήσει τον περιφερειακό με έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρώπη.


Η απόκλιση του Ντε Γκωλ από το παραδοσιακό ευρωατλαντικό μοντέλο ήταν πολύ εντονότερη ή τουλάχιστον πολύ σαφέστερα διαρθρωμένη από ό,τι στην περίπτωση του Καραμανλή, ο οποίος και λόγω ιδιοσυγκρασίας προτιμούσε τις χαμηλόφωνες επαναστάσεις από τις ηχηρές ρήξεις. Παρ’ όλα αυτά η κοινή πεποίθηση σε μια Ευρώπη βιώσιμη έξω από ιδεολογικά τείχη μαρτυρούσε εντυπωσιακή εκλεκτική συγγένεια των ευρωπαϊκών αντιλήψεών τους στη βάση μιας προωθημένης, σχεδόν μεταψυχροπολεμικής λογικής.


Ο Καραμανλής και ο Ντε Γκωλ ως πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής πολιτικής είναι σύμβολα διαχρονικά στον σύγχρονο προβληματισμό για τη μεταψυχροπολεμική Ευρωπαϊκή Ενωση, που διέρχεται περίοδο δραματικών αλλαγών. Η αντίληψη και των δύο ότι η ιδέα και η αποστολή της Ευρώπης υπερβαίνουν την άθροιση οικονομικών μεγεθών, καθώς και ότι η ολοκλήρωση είναι πρωτίστως μια συνεχής διεργασία, μια κατ’ εξοχήν διαπραγμάτευση διαρκείας και όχι θεσμικός χειρισμός, αποκτά στην ελληνική, στη γαλλική καθώς και στη συνολική ευρωπαϊκή και διεθνή συζήτηση περί Ευρώπης και ευρωπαϊκής ταυτότητας νέο ειδικό βάρος.*


* Η κυρία Κωνσταντίνα Μπότσιου είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης και ειδική επιστήμων του Πανεπιστημίου Αθηνών.