Συχνά για τους εμπλεκομένους στην αντιπαράθεση κοινοτισμού – φιλελευθερισμού η σημασία του όρου κοινότητα θεωρείται περίπου αυτονόητη και κατά συνέπεια ανάξια ανάλυσης. Και όμως πρόκειται για μια έννοια που αφενός μεν έχει ιστορικά φορτιστεί από ποικίλες θεωρητικές επεξεργασίες, αφετέρου δε συμβαίνει να χρησιμοποιείται και από τον μέσο χρήστη σε μια πληθώρα καταστάσεων και με πολλαπλές σημασίες. Επομένως μια καινούργια προσπάθεια ανάδειξης ενός πυρήνα εύλογων βασικών χαρακτηριστικών της έννοιας «κοινότητα» ίσως να αποβεί επωφελής για την ανωτέρω αντιπαράθεση.


Τυπικά γνωρίσματα


Με αυτό το πνεύμα θα υποστηρίξουμε ότι μια ομάδα ατόμων ανεξαρτήτως μεγέθους μπορεί να θεωρηθεί κοινότητα αν παρουσιάζει τα ακόλουθα γνωρίσματα:


α) Οταν κάθε μέλος της θεωρεί τον εαυτό του μέρος της ομάδας. Η παραδοχή αυτή σημαίνει ότι όλα τα μέλη αναγνωρίζουν πως διέπονται από ένα ή περισσότερα κοινά στοιχεία που τα διαφοροποιούν από τα μη μέλη. Η αίσθηση ότι ανήκουμε κάπου αποτελεί, κατά γενική ομολογία, αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση μιας κοινότητας.


β) Οταν κάθε μέλος θεωρεί την ομάδα του μια ιδιαίτερη συλλογική οντότητα η οποία έχει γι’ αυτό διακριτή υπόσταση, διάρκεια (ή προοπτική διάρκειας) και σαφή αξία. Ο κοινοτικός βίος περικλείει κάτι περισσότερο από την αναγκαστική συμμετοχή σε μια ομάδα για την οποία τα μέλη της δεν τρέφουν καμία εκτίμηση. Αυτό το επιπλέον στοιχείο που διαφοροποιεί μια κοινότητα από έναν συνεταιρισμό ή κάποια άλλη συνένωση προσώπων δεν είναι άλλο από την επιθυμία διαιώνισης της ομάδας ως ομάδας και της διαφύλαξης των ξεχωριστών χαρακτηριστικών της.


γ) Οταν κάθε μέλος αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός συλλογικού αγαθού, χωρίς ωστόσο η αναγνώριση αυτή να συνεπάγεται αναγκαστικά την ακύρωση των ατομικών του συμφερόντων ή την πλήρη εναρμόνισή τους με το συλλογικό αγαθό. Η έννοια της κοινότητας φαίνεται αλληλένδετη με μια αντίληψη περί κοινών συμφερόντων, στόχων και επιδιώξεων που μπορεί να ιεραρχούνται και να εξειδικεύονται κατά περίπτωση. Το κοινό αυτό αγαθό μπορεί να θεωρείται συνισταμένη των συμφερόντων των μελών της κοινότητας ή κάτι το ξεχωριστό που τα υπερβαίνει. Ακόμη δεν είναι απαραίτητο η αντίληψη για το συλλογικό αγαθό να είναι στατική ή ενιαία. Εκείνο που προέχει είναι η έννοια του συλλογικού αγαθού να καθιστά αισθητή την παρουσία της στην κοινοτική ζωή και οι σχετικές επικλήσεις του να είναι ειλικρινείς και να μην υποκρύπτουν άλλες επιδιώξεις.


Η συμπληρωματική διευκρίνιση ­ ότι τα μέλη δεν είναι αναγκασμένα να ευθυγραμμίσουν κάθε συμφέρον τους με το συλλογικό συμφέρον ­ κρίνεται αναγκαία για τον ακόλουθο λόγο: Αν δεχθούμε ως αναγκαία προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως κοινότητας την απόλυτη εξάλειψη κάθε ξεχωριστού ατομικού συμφέροντος των μελών της χάριν άνευ όρων συμμόρφωσης με το συλλογικό αγαθό, τότε περιορίζουμε ανεπίτρεπτα τη νόμιμη χρήση τού υπό διερεύνηση όρου. Είναι εύλογο να θεωρήσουμε ότι κοινότητες μπορούν να αποτελούν και κοινωνικά μορφώματα στα οποία δεν παρατηρείται απόλυτη ταύτιση με το συλλογικό σώμα και αφήνεται κάποιο περιθώριο για την ανάπτυξη της ατομικότητας και των στάσεων που τη συνοδεύουν. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, είναι πρόδηλο ότι μορφές κοινωνικής αλληλεπίδρασης όπου ο κάθε συμμετέχων επιδιώκει την προώθηση των ατομικών του συμφερόντων και μόνον αυτή, όπως η αγορά, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χαρακτηρισθούν κοινοτικές.


δ) Οταν κάθε μέλος της θεωρεί ότι η επίτευξη ή όχι του συλλογικού αγαθού έχει αντίκτυπο στην ευζωία του. Είναι προφανές ότι μια ομάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί κοινότητα αν τα μέλη της αδιαφορούν πλήρως και δεν αισθάνονται καθόλου εξαρτημένα από την τύχη που μπορεί να έχει η εν λόγω ομάδα, καθώς και από την ευόδωση ή τη ματαίωση των στόχων της. Η εξάρτηση μάλιστα ενός ατόμου από την κοινότητα με την οποία ταυτίζεται μπορεί να εκδηλώνεται μόνο με την ικανοποίηση ή με τη λύπη που αισθάνεται για τις επιτυχίες και τις αποτυχίες της, ακόμη και αν αυτές δεν έχουν καμία άλλη επίπτωση στη ζωή του.


ε) Οταν κάθε μέλος της κινούμενο από τις ανωτέρω πεποιθήσεις και επιθυμίες προχωρεί μόνο του ή σε συνεργασία με άλλα μέλη σε μορφές δράσης με στόχο την πραγμάτωση όψεων του συλλογικού αγαθού. Η δράση που αποσκοπεί στην επίτευξη κοινών στόχων αποτελεί αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του κοινοτικού τρόπου ζωής. Το να ενεργεί κανείς με γνώμονα τους κοινοτικούς στόχους δεν σημαίνει, όπως είδαμε, την υποχρεωτική απόρριψη κάθε ατομικού του συμφέροντος ή των συμφερόντων άλλων ομάδων, όπως της οικογενείας τους, με τις οποίες συνδέεται στενά. Και αυτό γιατί ενδέχεται να συνειδητοποιήσει ότι τα ατομικά του συμφέροντα δεν αποκλίνουν από τα κοινοτικά ή ότι είναι εφικτό να προωθούνται παράλληλα και χωρίς τριβές. Ωστόσο η ένταξη στην κοινότητα προϋποθέτει τη δέσμευση να περιορίσει κανείς την επιδίωξη προσωπικών στόχων χάριν των συλλογικών, προπάντων όταν αυτοί έρχονται σε σύγκρουση. Κάποιος που θα διατεινόταν ότι ανήκει ολόψυχα σε μια κοινότητα αλλά δεν είναι διατεθειμένος να προβεί σε καμία θυσία χάριν αυτής θα χαρακτηριζόταν επιεικώς αντιφατικός ενώ με το ίδιο σκεπτικό θα αρνούμασταν να θεωρήσουμε γνήσιο μέλος μιας κοινότητας κάποιον «λαθρεπιβάτη» που πρεσβεύει ότι πρέπει διά της συμμετοχής του να ωφελείται από συλλογικές δραστηριότητες χωρίς να συνεισφέρει διόλου στο κόστος πραγμάτωσής τους.


Χρήσιμα συμπεράσματα


Τι αποκομίζουμε από αυτή την εννοιολογική ανάλυση; Πρώτον, ότι, μολονότι η κοινότητα έχει αξία για τα μέλη της, δεν έχει κατ’ ανάγκην αξία για όσους βρίσκονται εκτός της. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να θεωρούμε ότι, άπαξ και μια συνένωση ατόμων μπορεί να χαρακτηρισθεί κοινότητα, αποκτά εγγενή αξία, όπως φαίνεται να υπαινίσσονται ορισμένοι κοινοτιστές. Μια κοινότητα μπορεί να εχθρεύεται και να βλάπτει αδικαιολόγητα ξένα προς αυτήν άτομα, ομάδες ή κοινότητες. Σημειωτέον ότι και η Μαφία και ένα μοναστικό τάγμα πληρούν τις προϋποθέσεις που θέσαμε. Δεύτερον, ότι η συμμετοχή στην κοινότητα δεν είναι εξ ορισμού ασύμβατη με την ανάπτυξη, εντός κάποιων ορίων, της ατομικότητας. Αν λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι κάθε πολιτική θεωρία που σέβεται τον εαυτό της προβάλλει ένα πρότυπο πολιτικής κοινότητας, τότε το δίλημμα κοινοτισμός ή φιλελευθερισμός αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της επιλογής μεταξύ μιας ακραίας αυταπάρνησης χάριν της συλλογικότητας και μιας ανάλγητης και στεγανής ατομικότητας. Το ζήτημα που τίθεται τώρα δεν είναι διαφορετικό από εκείνο που παραδοσιακά διατρέχει την πολιτική φιλοσοφία: να επιλέξουμε την πολιτική κοινότητα που επιθυμούμε και να εντοπίσουμε τους ηθικής τάξεως λόγους που υπαγορεύουν την επιλογή μας. *


* Ο κ. Φιλήμων Παιονίδης είναι λέκτωρ Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.