Ο wonder!


How many goodly creatures are there here!


How beauteous mankind is!


Ο brave new world,


That has such people in’t!


Σαίξπηρ «Τρικυμία», Πράξη Ε’ *



Η αναγκαία «φυγή προς τα εμπρός» εμφανίζεται ως θυσία στο όνομα του άγνωστου Θεού, της άγνωστης ακόμη γνώσης. Δεν είναι τυχαίο ότι μπροστά στο φάντασμα των μακροσκοπικά επαπειλούμενων συνεπειών του χάους που χωρίζει τη γνώση από την άγνοια η κυρίαρχη κοινή γνώμη εμφανίζεται ομόφωνη: προοπτικά η θέση της κάθε χώρας θα προσδιορισθεί κυρίως από τη μέλλουσα δυνατότητά της να παράγει όσο το δυνατόν περισσότερα και ικανότερα άτομα προικισμένα με το καταλληλότερο δυνατό «ανθρώπινο κεφάλαιο». Η αναπτυξιακά προσανατολισμένη εκπαίδευση αντιμετωπίζεται λοιπόν ως η σημαντικότερη συλλογική επένδυση για το μέλλον των κοινωνιών.


Στο πλαίσιο αυτό, για να είναι δυνατόν να λειτουργήσει το αναπτυξιακό εκπαιδευτικό σύστημα, θα πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: αφενός να παρέχονται αφειδώς οι γνώσεις εκείνες που υποτίθεται ότι συμβάλλουν στην εθνική ανταγωνιστικότητα και αφετέρου να εκπαιδεύονται κατ’ εξοχήν εκείνοι οι οποίοι εμφανίζουν μεγαλύτερες «πιθανότητες» να αξιοποιήσουν τις παρεχόμενες γνώσεις. Με αυτή την έννοια η αυστηρή επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων που καλούνται να φέρουν το γνωσιακό κεφάλαιο και ο κατάλληλος εκπαιδευτικός προσανατολισμός τους είναι οι δύο ακρογωνιαίοι λίθοι των εκπαιδευτικών πολιτικών. Οι κοινωνίες, μας λένε, θα προκόψουν μόνο αν υπάρξουν οι προϋποθέσεις ώστε το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό των κοινωνιών να αποκτά τις γνώσεις εκείνες που θα αξιοποιηθούν κατά τον καλύτερο τρόπο από την υπό συνεχή μεταλλαγή ελεύθερη αγορά εργασίας. Βάσει των κανόνων της προσφοράς και της ζήτησης οι «ικανοί» θα επιπλεύσουν. Και μαζί τους θα προκόψουν και οι χώρες που τους εξέθρεψαν.


Η επιλογή των ικανών


Υπάρχει όμως αλίμονο και η άλλη πλευρά. Η επιλογή των ικανών αφήνει ανοικτό το ζήτημα της μοίρας των ανίκανων. Εκείνοι που είτε θα μείνουν απ’ έξω από την πάνδημη εκπαιδευτική εορτή είτε θα σκαλώσουν στη γνωσιακή ανηφόρα, εκείνοι δηλαδή που κινδυνεύουν να καταλήξουν απόκληροι, αποκλεισμένοι, περιθωριακοί, μη απασχολήσιμοι και μη δικτυώσιμοι είναι τα μέλλοντα άχρηστα στόματα που απειλούν το υγιές κοινωνικό σώμα με την αδυναμία τους να προσαρμοσθούν στις «ανάγκες». Ως επικίνδυνα παράσιτα της εθνικής οικονομίας θα είναι πάντα έτοιμοι να πυκνώσουν τις τάξεις της κοινωνικής παρέκκλισης. Μοιραία η εκπαίδευση δεν κατασκευάζει μόνο τους κλητούς αλλά και τους «άλλους». Το φάντασμα ενός νέου γνωσιακού και τεχνολογικού αναλφαβητισμού βρίσκεται προ των πυλών.


Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η μάχη εναντίον του κοινωνικού αποκλεισμού της σήμερον και της αύριον. Ανάλογα με την επικρατούσα πολιτική ιδεολογία και ρητορεία, οι διάφορες χώρες αντιμετωπίζουν το ζήτημα διαφορετικά. Προσαρμόζουν ή δεν προσαρμόζουν το εκπαιδευτικό τους σύστημα στην ικανότητα και στις κλίσεις των λιγότερο προικισμένων, προσπαθούν λυσιτελώς ή μη να ανακαλύψουν τρόπους να εντάξουν όλους δίχως εξαίρεση τους νέους στη μαθησιακή διαδικασία ανάλογα με τις δυνατότητές τους, υπόσχονται και παρέχουν ή δεν παρέχουν διά βίου εκπαίδευση a la carte, οικοδομούν ή δεν οικοδομούν δίκτυα ασφαλείας υπέρ των ανίκανων και ανήμπορων να παρακολουθήσουν την αλματώδη εξέλιξη των γνωσιακών προδιαγραφών της αγοράς και γενικώς εμφανίζονται ως βαθύτατα προβληματιζόμενες για το άδηλο ανταγωνιστικό μέλλον.


Αλλά οι λύσεις είναι δύσκολες και αντιφατικές. Ο,τι άλλο και αν τυχόν συνεπάγονται, οι αυστηρές διαδικασίες επιλογής σημαίνουν προφανώς ότι για να επιλεγούν οι «καλύτεροι» θα πρέπει να απορρίπτονται και να εξοβελίζονται κάποιοι «χειρότεροι». Με εικαζόμενο αποτέλεσμα η ενίσχυση των επιλεκτικών διαδικασιών να συνεπιφέρει μιαν αντίστοιχη σχετική μεγέθυνση του αριθμού των διαπιστωμένα ακατάλληλων ή ακαμάτηδων. Ετσι όμως ­ και ανεξάρτητα από τα τεράστια ζητήματα ηθικής τάξεως και κοινωνικής δικαιοσύνης που τίθενται ­ οδηγούμαστε νομοτελειακά σε κοινωνίες όπου πολλοί, όλο και περισσότεροι ίσως, πολίτες θα λειτουργούν ως νεκρό βάρος των υπό συνεχή γνωσιακή ανάπτυξη πολιτειών. Το ερώτημα τι θα γίνει με τους γνωσιακά αποτυχημένους παραμένει ανοικτό.


Ο καταμερισμός εργασίας


Η δυσοίωνη αυτή προβολή συνδέεται με τις εξελίξεις στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Ολες οι στατιστικές δείχνουν πως παντού συρρικνώνονται συνεχώς τα ποσοστά των παραδοσιακά πολυάριθμων ανειδίκευτων εργατών οι οποίοι εργάζονταν δίχως να χρειάζεται να διαθέτουν τίποτε άλλο εκτός από την εργατική τους δύναμη. Οι κοινωνίες της γνώσης δεν «χρειάζονται» πλέον εκείνους που «προσφέρουν» στην αγορά εργασίας την πειθήνια ρώμη τους. Το νέο υποπρολεταριάτο της γνώσης θα παραμένει λοιπόν πιθανότατα άνεργο και ανενεργό. Γεγονός το οποίο θα συνεπιφέρει βαρύτατες συνέπειες όχι μόνο στην κοινωνική συνοχή αλλά και στα δημόσια οικονομικά. Τουλάχιστον οι χώρες εκείνες που εξακολουθούν να επικαλούνται την κοινωνική ευαισθησία, όπως και εκείνες που φοβούνται την κοινωνική έκρηξη και ανομία, είναι υποχρεωμένες να «θρέψουν» και να ενισχύσουν τους πολυάριθμους απόκληρους.


Ο γρίφος φαίνεται λοιπόν άλυτος. Το ερώτημα πώς μπορούν οι κοινωνίες να πολλαπλασιάσουν τους κλητούς της γνώσης ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τους «μη απασχολήσιμους» είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Ακόμη και για όσους ασπάζονται τις κοινωνικοδαρβινικές απόψεις περί επιβίωσης των ισχυρότερων είναι φανερό ότι το μέλλον των κοινωνιών απειλείται από το διογκούμενο πλήθος των εν δυνάμει «άχρηστων». Ταυτόχρονα λοιπόν με το μέλημα να εντοπισθούν, να επιλέγουν και να αξιοποιηθούν οι χρήσιμοι τίθεται και το ζήτημα να ελαχιστοποιηθούν οι μέλλοντες απροσάρμοστοι. Και στο σημείο αυτό, παρ’ όλες τις συστηματικές προσπάθειες και τους πειραματισμούς των τελευταίων δεκαετιών, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Γεγονός που ενισχύει τους κυνικούς φιλελευθέρους οι οποίοι ομιλούν για ένα «φυσικό» και ασυμπίεστο ποσοστό των κοινωνών που είναι εκ γενετής, εκ καταβολής ή εκ πεποιθήσεων ανεπρόκοπο. Ακολουθώντας έτσι τις συνταγές του Herbert Spencer πολλοί απολογητές της «φυσικής επιλογής» είναι έτοιμοι να δεχθούν ότι οι ηττημένοι θα πρέπει να πεθάνουν. Υπάρχουν όμως βέβαια και εκείνοι, ευτυχώς οι περισσότεροι, για τους οποίους το πρόβλημα της κοινωνικής ενσωμάτωσης των ατάλαντων αναδεικνύεται σε καίριο ηθικό αλλά και οικονομικό ζήτημα των νέων κοινωνιών. Μπροστά όμως στις υποτιθέμενες σιδηρές αναγκαιότητες της διεθνούς ανταγωνιστικής μέγγενης οι λύσεις που προτείνουν είναι ανεπαρκείς. Γίνεται δεκτό ότι, τουλάχιστον όπως διαγράφονται τα πράγματα, οι νέες κοινωνίες θα εμπεριέχουν μεγάλα «υπολείμματα» αθλιότητας και αποκλεισμού. Η αναφορά στις κοινωνίες των «δύο τρίτων» εκφράζει μιαν ευρύτερη πολιτική αποδοχή μιας αδήριτης «πραγματικότητας», με αποτέλεσμα η εκπαιδευτική πολιτική να έχει το επώδυνο καθήκον να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα.


Προγραμματισμένη ευγονία


Είναι λοιπόν φανερό ότι μαζί με την επιδίωξη της εκπαιδευτικής μεγιστοποίησης των ταλαντούχων θα πρέπει να αναζητηθούν νέες, κατ’ ανάγκην όχι μόνο εκπαιδευτικές, συνταγές προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού οι αποδεδειγμένα ατάλαντοι και οι γνωσιακά ηλίθιοι. Και στο σημείο αυτό ακριβώς αρχίζει ο παραλογισμός. Ασθμαίνουσες μπροστά στην αγωνία του πάντα αμφίβολου ανταγωνιστικού τους μέλλοντος οι κοινωνίες επιζητούν μεθόδους για να εμπλουτίσουν και να ενισχύσουν το «ανθρώπινο υλικό» τους. Τι πιο εύλογο λοιπόν από την προσφυγή στη μαγεία, στην αλχημεία ή στη «φαρμακεία» της «καθαρής» αναπτυξιακής επιστήμης, που είναι ίσως και η μόνη αρμόδια να εκδίδει συνταγές για να καταπραΰνει τους πόνους που η ίδια προκαλεί. Ενάντια στη σοφία του Αντόνιο Γκράμσι που επισήμαινε ότι «οι επιστημονικές προλήψεις συνεπιφέρουν χίμαιρες τόσο γελοίες και αντιλήψεις τόσο παιδαριώδεις ώστε σε σύγκριση με αυτές η θρησκευτική προκατάληψη να εμφανίζει περγαμηνές σοβαρότητας», η φετιχοποιημένη γνώση και η τεχνολογία θα επιφορτισθούν λοιπόν με την επίλυση ενός καθαρά κοινωνικού προβλήματος που φαίνεται να υπερβαίνει τις δυνατότητες του κοινωνικού και πολιτικού προγραμματισμού. Μπροστά στα αδιέξοδα θεωρείται πως ό,τι δεν μπορεί να επιτύχει η πολιτική από μόνη της θα μπορέσει ίσως να μεθοδευτεί με την επιστημονική ευγονία.


Χαρακτηριστικά λοιπόν καλούνται να ομιλήσουν ελεύθερα η γενετική, η βιολογία και η τεχνογνωσία. Αθελά τους ίσως οι νέοι κοινωνικοί προγραμματιστές φαίνεται να εμπνέονται από τη σαρκάζουσα φαντασία του Αλντους Χάξλεϊ. Οραματίζονται μια κοινωνία η οποία θα μπορεί να παράγει κατά προτίμησιν «χρήσιμα», πρώτης ή το πολύ δεύτερης διανοητικής κατηγορίας, άτομα (τύπου «Αλφα» ή «Βήτα» όπως τους είχε ονομάσει ο βρετανός μυθιστοριογράφος) μειώνοντας τη γέννηση των «άχρηστων» πλέον στην εποχή μας «κατώτερων» ανθρώπων (τύπου «Δέλτα» ή «Εψιλον»). Η προγραμματισμένη ευγονία θα επιτύχει τη συστηματική «βιολογική» βελτίωση των μελλοντικών ανθρώπινων πόρων της πολιτείας. Ακόμη και αν είναι δύσκολο να παρεμβαίνουμε στο έμβρυο (π.χ. με «υπνοπαιδεία» κατά τον Χάξλεϊ) για να το καταστήσουμε ικανότερο, ευφυέστερο και πιο προσαρμοστικό, υπάρχουν κοινωνικές μέθοδοι για να επιτύχουμε πιο ευοίωνες και αποτελεσματικές διασταυρώσεις γονιδίων. Εν αναμονή λοιπόν των νεότερων εξελίξεων που θα επιτρέπουν την παραγωγή ιδιοφυϊών in vitro μπορούμε ήδη τώρα να προστρέξουμε στις παλαιές συνταγές του αβά Μέντελ. Αντλώντας τα συμπεράσματα από την αποτυχία του νέου σοσιαλιστικού ανθρώπου ο νέος «αναπτυξιακός άνθρωπος» δεν θα προκύψει από τον κοινωνικό προγραμματισμό και από την ιδεολογική προπαγάνδα αλλά από τη χειραγώγηση του ιδίου του κληρονομικού, υποτίθεται, γενετικού υλικού του. Την εκπαιδευτική επιλογή θα συμπληρώσει η γενετική επιλογή.


Η μέθοδος της Σινγκαπούρης


Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, οι σκέψεις αυτές δεν παραπέμπουν στην επιστημονική φαντασία. Τέτοιες πολιτικές έχουν ήδη όχι μόνο προταθεί αλλά και εφαρμοσθεί. Ηδη στο τέλος της δεκαετίας του ’80 η προκαθημένη των ασιατικών τίγρεων Σινγκαπούρη έλαβε σύντομα μέτρα για την ελαχιστοποίηση των άχρηστων. Επινόησε μάλιστα ένα σύστημα απόλυτα δημοκρατικό και λογικό μέσα στον άκρατο παραλογισμό του. Ο βασικός «συλλογισμός» είναι απλός. Θεωρείται αξιωματικά ότι η κατοχή «διπλώματος» ΑΕΙ των γονέων προδικάζει ή τουλάχιστον πιθανολογεί την αυξημένη γνωσιακή ικανότητα των απογόνων. Είτε διότι τα γονίδια είναι ήδη καλύτερης «ποιότητας» είτε διότι οι εκπαιδευμένοι γονείς θα συμβάλουν στην καλύτερη γνωσιακή ανατροφή των απογόνων τους, οι κατά τεκμήριον προικισμένοι γονείς θα πρέπει να τεκνοποιούν περισσότερο από τους «άλλους». Οπως και η κοινωνία, έτσι και το αίτημα του αυξάνεσθε και πληθύνεσθε πρέπει να εκλογικευθεί.


Από τη στιγμή που γίνεται δεκτή αυτή η παραδοχή οι προσήκουσες θεσμικές λύσεις είναι απολύτως εύλογες. Ως ελεύθερη και «ορθολογική» δραστηριότητα η τεκνοποιία μπορεί είτε να ενθαρρύνεται είτε να αποθαρρύνεται. Και εδώ ακριβώς αναλαμβάνει τις ευθύνες της η υπεύθυνη πολιτεία. Τα ζεύγη των διπλωματούχων επιχορηγούνται γενναιόδωρα για να κάνουν παιδιά. Αντίθετα, τα ζεύγη των μη διπλωματούχων δικαιούνται επιδόματα για όσο χρόνο παραμένουν άκληρα. Το αιτούμενο της γνωσιακής ανάπτυξης είναι λοιπόν μεθοδεύσιμο. Πολλά παιδιά μορφωμένων και ελάχιστα παιδιά αμόρφωτων θα συνθέσουν μια μελλοντική κοινωνία με υψηλότερες ανταγωνιστικές περγαμηνές. Το αβγό του Κολόμβου ή ex oriente lux.


Εστω λοιπόν και αν απορεί κανείς με την ταυτοχρόνως αφελή και ηθικά βάναυση επινοητικότητα των νομοθετών της ευνομούμενης Σινγκαπούρης ­ η οποία κατά τα άλλα φροντίζει να ειδοποιεί τους επισκέπτες στα σύνορα ότι η κατοχή έστω και ενός γραμμαρίου καννάβεως τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ­, είναι γεγονός ότι η φιλελεύθερη και μη υποχρεωτική αγοραία ευγονία είναι πλήρως εναρμονισμένη με την κυρίαρχη ιδεολογία. Ολα μεθοδεύονται μέσα από τη θέσπιση «κινήτρων», κανένας δεν υποχρεώνεται σε τίποτε, οι δυνάμεις της αγοράς και της ζήτησης κινούνται ελευθέρως και η ελευθερία της ατομικής βουλήσεως γίνεται απολύτως σεβαστή. Με το σύστημα αυτό όσοι αγράμματοι αγαπάνε το χαμόγελο των παιδιών τόσο ώστε να επιμένουν να τεκνοποιήσουν εις πείσμα των χρηματικών κινήτρων ούτε τιμωρούνται ούτε διώκονται. Το ίδιο συμβαίνει και με όσους διπλωματούχους τυχόν προτιμούν να παραιτηθούν από πρόσθετα εισοδήματα για να μην ακούνε τις γοερές κραυγές των νεαρών Αϊνστάιν. Δημοκρατικότατα ολόκληρος ο πληθυσμός υπόκειται στις επιταγές του προγραμματιζόμενου εθνικού μέλλοντος. Και, όπως συμβαίνει με όλα τα εμπορεύματα, η ελεύθερη αγορά των επιδομάτων εγγυάται για τη βελτίωση της ποιότητας των εμβρύων.


Η μέθοδος της Σινγκαπούρης είναι λοιπόν, αν μη τι άλλο, αξιοπρόσεκτη. Ανοίγει τον δρόμο προς τον ήδη καθυστερημένο εκχρηματισμό των πάντων, ακόμη και των άμεσων αναγκών και δραστηριοτήτων, των βιολογικών και ηθικών ενστίκτων, των αξιακών προτιμήσεων και των πολιτειακών υποχρεώσεων του ανθρώπου. Μετά τα χρηματικά κίνητρα για να αθλείσαι ή για να κάνεις ή να μην κάνεις παιδιά θα μπορούσαν να θεσπιστούν χρηματικά κίνητρα και επιδόματα για τη σχολική επίδοση, τη συμμετοχή στις εκλογές, τον εκκλησιασμό, την καθαριότητα καθώς και οποιαδήποτε έμπρακτη επίδειξη κοινωνικά «αρμόζουσας» συμπεριφοράς η οποία ωφελεί υποτίθεται το σύνολο. Μέσω μιας ευφυούς «επιδοματικής» ευγονικής πολιτικής θα ήταν επιπλέον δυνατόν να εξειδικεύονται οι συγκεκριμένοι ανθρωπολογικοί τύποι ανάλογα με τις ιδιαίτερες προτιμήσεις ή ανάγκες της κάθε κοινωνίας. Στις απειλούμενες π.χ. πολιτείες οι οποίες έχουν συμφέρον να ενισχύσουν την άμυνά τους θα μπορούσαν να ορισθούν κίνητρα για τη διασταύρωση υψηλόσωμων, ανθεκτικών και εύρωστων αθλητών. Η μουσική παράδοση θα καλλιεργούνταν με θέσπιση επιδομάτων για τη διασταύρωση ταλαντούχων μουσικών και η αναβίωση του αρχαίου κάλλους με την προγραμματισμένη αναπαραγωγή ανθρώπων προικισμένων με αρμονικές σωματικές αναλογίες και ευθύρρινα πρόσωπα. Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε. Για να απελευθερωθούν οι εν στενότητι δημόσιοι πόροι οι φιλότιμοι ασθενείς γέροντες θα αποκτούσαν κίνητρα για καλοδεχούμενες αυτοκτονίες αν θεσπίζονταν δικαιώματα επιδομάτων στους υγιείς απογόνους τους ενώ η εθελουσία στείρωση των δυσλεξικών, των κοντών και των άσχημων έναντι αδράς αμοιβής θα ανέβαζε σαφέστατα τις προοπτικές της νέας γενεάς. Επί του παρόντος η κοινωνική ευγονία επιχειρεί τα πρώτα διστακτικά της βήματα. Δεν έχει παρά να συνεχίσει.


* Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής της Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.