Η επίθεση κατά του κράτους που εξαγγέλθηκε και εξαπολύθηκε στην Αμερική, το ισχυρότερο κράτος στον κόσμο την εποχή μας, ήδη από εικοσαετίας, αν και δεν γνώρισε ποτέ την ίδια έκταση στην ηπειρωτική Ευρώπη, έχει πια αρχίσει να κοπάζει και να δίνει τη θέση της σε μια πιο ψύχραιμη ενασχόληση με την κατανομή των ρόλων και των σφαιρών επιρροής και αρμοδιότητας ανάμεσα στο κράτος και στην οικονομία, στην κοινωνία και στον πολιτισμό.


Δεν έχει βεβαίως αναστραφεί το κλίμα της απογοήτευσης από τη λειτουργία και τα πραγματικά αποτελέσματα από τη δράση του κράτους, του εθνικού κράτους εν πάση περιπτώσει. Και αυτό που κάποτε ο Hegel χαρακτήρισε «τα ίχνη από τα βήματα του Θεού πάνω στη γη» μάς αφήνει με ανάμεικτα μάλλον συναισθήματα στη σύγχρονη εποχή.


Γιατί, σύμφωνα με μια απαισιόδοξη ας πούμε εκδοχή, όπως την έχει εκθέσει ο γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Nikolas Luhmann, κατά την οποία το κράτος επεμβαίνει σήμερα στην κοινωνική ζωή και στην οικονομία, κάνει τα πράγματα χειρότερα απ’ ό,τι ήταν προτού αυτό αποφασίσει ή τολμήσει να επέμβει.


Ισως όμως αυτό να μην οφείλεται μόνο ή αποκλειστικά στην ανικανότητα του κράτους αλλά στην ίδια τη φύση των προβλημάτων, των «άγριων» ή «αδάμαστων» προβλημάτων της σύγχρονης δημόσιας ζωής που μοιάζουν περισσότερο με τη Λερναία Υδρα.


Και εν πάση περιπτώσει ο κόσμος εξακολουθεί να πιστεύει στο κράτος ως κάτι το χρήσιμο και αναγκαίο στην κοινωνική και πολιτική ζωή και στις διεθνείς σχέσεις. Γεγονός που ερμηνεύει και την πληθώρα των κρατών, πάνω από 200 σήμερα, στον κόσμο. Φαίνεται λοιπόν πως «κάθε έθνος θέλει να αποκτήσει το δικό του κράτος και κάθε κοινωνία το δικό της πολιτικό σύστημα ­ όπως και κάθε γυναίκα τον άνδρα της, κατά προτίμηση αποκλειστικά δικό της», σύμφωνα με τη ζωηρή μεταφορά του Ernest Gellner.


Η «διοικητική λογική»


Τα έθνη και οι κοινωνίες χρειάζονται και απαιτούν την ύπαρξη του κράτους, έστω και αν δεν είναι απόλυτα ευχαριστημένες με αυτό. Η δυσαρέσκεια μάλλον δεν οφείλεται στην ίδια την ύπαρξη του κράτους αλλά στον ρόλο και στην έκταση της δράσης ή στα όρια και στους τρόπους λειτουργίας και συμπεριφοράς του.


Σε αυτό συνίσταται και το κεντρικό πολιτικό διακύβευμα στην εποχή μας: όχι τόσο στην ύπαρξη ή μη του κράτους αλλά στη νέα οριοθέτηση και στην αναδιάταξη του τρόπου δράσης και λειτουργίας τού vis a vis στην οικονομία, στην κοινωνία και στον πολιτισμό, αν όχι και στα άλλα όμορα ή μη με αυτό κράτη. Και σε αυτό συνίσταται και η «παραδειγματική» στροφή ή μετατόπιση της προσοχής: από το γραφειοκρατικό κράτος (εφαρμοστή τού) δικαίου στο επιτελικό κράτος διαχείρισης και αντιμετώπισης δημόσιων προβλημάτων σε συνθήκες αυξημένης συνθετότητας και πολυπλοκότητας. Και ακόμη από το συγκεντρωτικό και αυταρχικό κράτος «παντογνώστη» στο δημοκρατικό, πιο ήπιο και διαλεκτικό κράτος συντονιστή και ενορχηστρωτή της εθνικής προσπάθειας για πρόοδο και εκσυγχρονισμό.


Ο τύπος της «διοικητικής λογικής», κατά την ορολογία του Claus Offe, που προσιδιάζει σε αυτόν τον ρόλο και στην αποστολή του σύγχρονου κράτους, δεν είναι πλέον ο γραφειοκρατικός ούτε ο αμιγώς διαχειριστικός αλλά ένας νέος τύπος «επικοινωνιακής» λογικής, αν όχι και ηθικής, κατά τη χαμπερμασιανή σημειολογία. Αυτό που είχε να κάνει στο παρελθόν το κράτος πρέπει να το κάνει σήμερα καλύτερα και κάτω από συνθήκες πολύ πιο σύνθετες και αβέβαιες. Πάνω από όλα το κράτος και η διοίκηση σήμερα δεν μπορεί απλώς να ορίζει και να πιέζει· πρέπει, αντίθετα, να μπορεί να πείθει, να επικοινωνεί με την κοινωνία και οι πολίτες να την εμπιστεύονται.


«From bureaucracy to flexocracy» είναι το σύνθημα οργανωτικής και διοικητικής αλλαγής που ακούγεται στις δυτικές όχθες του Ατλαντικού Ωκεανού και αναφέρεται στην ανάγκη σύστασης μεταγραφειοκρατικών οργανωτικών υποδειγμάτων στον δημόσιο και στον κοινωνικό τομέα· υποδειγμάτων που η λειτουργία τους ερείδεται σε και αξιοποιεί λιγότερο την αυστηρή νομική ιεραρχία των κανόνων και των αξιωμάτων και περισσότερο τα δίκτυα της επικοινωνίας, τη δυναμική και δημιουργική στοχοθεσία και την αξιολόγηση ατόμων και υπηρεσιακών μονάδων επί τη βάσει των πραγματικών αποτελεσμάτων στην αντιμετώπιση των υπαρκτών δημόσιων προβλημάτων.


Τελικά η δημιουργική και συμμετοχική δημόσια οργάνωση και υπηρεσία που περιορίζεται με τρόπο ευέλικτο και αποτελεσματικό στην εγγύηση για την ποιοτική παροχή (και όχι κατ’ ανάγκην κρατική παραγωγή) αγαθών και λειτουργιών στον χώρο της παιδείας, της υγείας, των επικοινωνιών, του πολιτισμού και της ασφάλειας είναι το διοικητικό ζητούμενο της εποχής μας. Μια διοίκηση που λειτουργεί με μεταβλητή οργανωτική δομή αξιοποιώντας το δίκαιο και τη διαχείριση (management), το δίκτυο και την ιεραρχία, την οικονομία και την αποτελεσματικότητα. Μια διοίκηση που προσφέρει η ίδια ή εγγυάται την προσφορά από άλλους κοινωνικούς εταίρους μιας ποικιλίας υπηρεσιών στην κοινωνία των πολιτών. Αυτή είναι η διοίκηση του σήμερα και, πολύ περισσότερο, η διοίκηση του αύριο.


Η πρόκληση της αναδιοργάνωσης και επανίδρυσης του δημόσιου διοικητικού τοπίου με όρους σύγχρονους και δημιουργικούς (μια διοίκηση μικρότερη σε μέγεθος και πλουσιότερη σε ικανότητες και αξία) αποτελεί το κεντρικό ζητούμενο στη λειτουργία του κράτους σήμερα· ενός κράτους πιο ήπιου και περισσότερο μετριοπαθούς στους σκοπούς και στις επιδιώξεις του καθώς και στα μέσα που χρησιμοποιεί.


Τα σύγχρονα προβλήματα


Ο γάλλος κοινωνιολόγος Michel Crozier κάνει λόγο για ένα «etat modeste» και ίσως δεν έχει καθόλου άδικο, άσχετα αν σε πολλές περιπτώσεις η κρατική δράση εξακολουθεί να παρέχει δείγματα απολιθωμάτων μιας άλλης εποχής και μιας άλλης λογικής.


Η πολυπλοκότητα καταπολεμάται με πολυπλοκότητα. Ετσι ορίζει ένα αξίωμα της κυβερνητικής κατά τον Ashby. Πράγμα που σημαίνει ότι τα σύνθετα και πολύπλοκα προβλήματα της σύγχρονης εποχής δεν μπορεί να αντιμετωπισθούν επιτυχώς και επαρκώς με τρόπους απρόσφορους και μεθόδους του παρελθόντος. Είναι όμως πιθανόν ως βέβαιον ότι συνήθως η πολυπλοκότητα των προβλημάτων ξεπερνά την ικανότητα του ανθρώπου να τα αντιμετωπίσει και να τα ελέγξει. «Οταν ο άνθρωπος σκέφτεται, ο Θεός γελάει» λέει ένα παλιό εβραϊκό ρητό. Γιατί η αβεβαιότητα μπροστά στο άγνωστο και στο απρόβλεπτο είναι σχεδόν απέραντη και ο άνθρωπος δεν μπορεί να την περιορίσει. Δεν είναι λίγες οι φορές που ακόμη και εκείνοι που έχουν κάνει τις βαθύτερες προβλέψεις και προγνώσεις έχουν διαψευσθεί από την εξέλιξη των πραγμάτων. Γιατί κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει τη μετατροπή των απίθανων σε πιθανά και των πιθανών σε απίθανα. Το πολύ πολύ οι άνθρωποι, οι πιο σοφοί και οι πιο ασκημένοι, να μπορέσουν να ακούσουν, να ακροαστούν «τη μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων», όπως λέει σε ένα ποίημά του ο Καβάφης.


* Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.