Ηδη από την αρχαιότητα η προσωπικότητα του Δημόκριτου συνοδεύεται από διάφορες παραδόσεις, όχι πάντα κολακευτικές για τον μεγάλο ατομιστή φιλόσοφο: μία απ’ αυτές, που τον θέλει να τρελαίνεται προς το τέλος της ζωής του, έχει καταγραφεί με λεπτομέρειες στα Ψευδεπίγραφα κείμενα του Ιπποκράτη, μια σειρά επιστολών με μυθιστορηματική πλοκή που συντάσσονται, σύμφωνα με τους ειδικούς, την εποχή του Τιβέριου. Προφανώς τα κείμενα αυτά δεν αναφέρονται σε καμία ιστορική πραγματικότητα· αυτό που ενδιαφέρει τον συντάκτη τους είναι η καταγραφή μιας τόσο φανταστικής όσο και διδακτικής συνάντησης του φιλοσόφου ­ που η πόλη του τον θεωρεί τρελό ­ με τον μεγάλο γιατρό.


Σύμφωνα με τη δέκατη επιστολή, η Βουλή και ο Δήμος των Αβδήρων, κρίνοντας ότι η πόλη τους βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο, εξαιτίας της αρρώστιας που έπληξε το διάσημο τέκνο της, καλούν τον Ιπποκράτη να εξετάσει τον ασθενή και να τον γιατρέψει. Οι ανήσυχοι άρχοντες περιγράφουν με ακρίβεια στον γιατρό τα συμπτώματα της ασθένειας του φιλοσόφου, διακινδυνεύοντας μάλιστα μια πρώτη διάγνωση, σύμφωνα με την οποία η αρρώστια του Δημόκριτου οφείλεται στη μεγάλη του σοφία: «Παραμελώντας τα πάντα και πριν απ’ όλα τον εαυτό του, άγρυπνος μέρα και νύχτα, γελάει και με τα μικρά και με τα μεγάλα, πιστεύοντας ότι ολόκληρη η ζωή είναι τίποτα. Ο ένας παντρεύεται, ο άλλος εμπορεύεται, ο τρίτος ρητορεύει· άλλος άρχει, εκπροσωπεί, ψηφίζει, αρρωσταίνει, πληγώνεται, πεθαίνει. Κι αυτός γελάει με όλα, βλέποντας τους μεν κατηφείς και σκυθρωπούς, τους δε καταχαρούμενους (…) σηκώνεται συχνά τη νύχτα και, μόνος του, σιγοτραγουδάει».


Ο Ιπποκράτης, πιστός στον όρκο του, αποδέχεται την πρόσκληση και σπεύδει στα Αβδηρα. Προηγουμένως όμως, στις επιστολές δώδεκα και δεκατρία που ο γιατρός γράφει σε δύο άλλα πρόσωπα, φροντίζει να πάρει τις αποστάσεις του από τη διάγνωση των αβδηριτών προεστών: δεν είναι καθόλου σίγουρος ότι ο Δημόκριτος είναι τρελός· αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι μάλλον «υπερβολική ψυχική ευρωστία». Εξάλλου, επισημαίνει ο γιατρός, δεν είναι μόνο οι τρελοί αυτοί που αναζητούν τις σπηλιές και την ηρεμία· είναι και αυτοί που παρατηρούν τα ανθρώπινα πράγματα και επιθυμούν την αταραξία. Επισφραγίζεται έτσι, και μάλιστα από υπεύθυνο στόμα, η αμφίσημη συμπεριφορά που μοιράζονται συχνά οι σοφοί και οι τρελοί.


Η επιστολή δεκαεπτά περιγράφει τη συνάντηση του τρελού και του γιατρού, στην οποία προφανώς τείνει το σύνολο της μικρής αυτής μυθιστορίας. Ο Ιπποκράτης φτάνει στο σπίτι του Δημόκριτου που βρίσκεται κοντά στα τείχη της πόλης και αντικρίζει τον φιλόσοφο, «μόνο του, καθισμένο σε μια πέτρα κάτω από έναν πυκνό πλάτανο, μ’ ένα χειρόγραφο στα γόνατα, λιπόσαρκο, κατάχλωμο, με μακριά γένια». Τι γράφεις; τον ρωτάει ο γιατρός. Γράφω για την τρέλα, απαντάει ο τρελός. Υστερα από τη σύντομη έκθεση του περιεχομένου της πραγματείας, ο Ιπποκράτης, εκφράζοντας τον θαυμασμό του, συμπληρώνει: Είσαι ευδαίμων, Δημόκριτε, που απολαμβάνεις τόση ηρεμία· σε μένα αυτό δεν επιτρέπεται. Και γιατί, Ιπποκράτη, δεν επιτρέπεται; ρωτάει ο φιλόσοφος. «Γιατί τα κτήματα, το σπίτι, τα παιδιά, τα δάνεια, οι αρρώστιες, οι θάνατοι, οι υπηρέτες, οι γάμοι κι όλα τα υπόλοιπα μου αφαιρούν την ευκαιρία να συμμετέχω στην ηρεμία».


Με την απάντηση αυτή ο φιλόσοφος ξεσπάει σε τρανταχτό γέλιο. Γιατί γελάς; τον ρωτάει ο συνομιλητής του. Και τότε ο Δημόκριτος σοβαρεύει και απαντάει: Μ’ ένα μόνο πράγμα γελάω, με τους ανθρώπους που τους λείπει το μυαλό, που τους λείπουν τα ορθά έργα, που είναι νήπιοι στα σχέδιά τους, που υποφέρουν μάταια καταβάλλοντας τεράστιους κόπους χωρίς καμιά ωφέλεια, που τρέχουν στα πέρατα της γης με οδηγό τις άμετρες επιθυμίες τους, που δεν σταματούν ποτέ να κυνηγούν το χρυσάφι, θέλοντας να αποκτήσουν όλο και περισσότερο, ανησυχώντας μήπως και τους λείψει. Αλλοι αγοράζουν σκυλιά, άλλοι αγοράζουν άλογα· σπεύδουν να παντρευτούν γυναίκες που αμέσως στη συνέχεια τις περιφρονούν· ερωτεύονται κι αμέσως μετά μισούν· θέλουν παιδιά και στη συνέχεια τα εγκαταλείπουν.


«Σε τι διαφέρει αυτή η κενή και αλόγιστη σπουδή από την τρέλα;» ρωτάει ο Δημόκριτος τον Ιπποκράτη, προτείνοντάς του ένα επικίνδυνο πνευματικό πείραμα. Σκέψου, του λέει, να είχαμε τη δυνατότητα να ξεσκεπάσουμε όλα τα σπίτια και να μπορούσαμε να δούμε, χωρίς κανένα εμπόδιο, τι γίνεται στο εσωτερικό τους. Θα βλέπαμε άλλους να κλαίνε κι άλλους να γελούν· άλλους να τρώνε κι άλλους να πεινούν. Αλλους να βασανίζουν τους οικείους των, άλλους να παρασκευάζουν δηλητήρια κι άλλους να μηχανεύονται κατηγορίες εναντίον των φίλων τους. Αλλοι συλλέγουν έπιπλα, άλλοι αγάλματα κι άλλοι πίνακες: ο καθένας με την τρέλα του. Αλλά όλοι είναι παράφρονες από ματαιοδοξία: «Θερσίται δ’ εισί του βίου πάντες». Γι’ αυτό γελάω, γιατρέ.


* Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.