Τελευταία γίνεται πολύς λόγος για το πρόβλημα του ντόπινγκ διεθνώς (κυρίως στους κόλπους της ΔΟΕ), ενώ έχει απασχολήσει αρκετά όλες τις διεθνείς οργανώσεις του αθλητισμού και πολλές συνδιασκέψεις υπουργών προκειμένου να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις τους το ντόπινγκ αποφασιστικά με νομοθετικά μέτρα πρόληψης και καταστολής.


Από τη μεριά των διεθνών οργανισμών του αθλητισμού το ντόπινγκ αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Αθλητικού Δικαίου, και ιδιαίτερα τον Ολυμπιακό Καταστατικό Χάρτη και τη ΔΟΕ. Από την άλλη το διαρθρωμένο εσωτερικό Δίκαιο ενός κράτους, με τους κανόνες δηλαδή του κοινού Ποινικού Δικαίου και με τις διατάξεις των ειδικών νόμων που διέπουν τον αθλητισμό, είναι εκείνο που κατά ιδιάζοντα τρόπο και βάσει των θεμελιωδών αρχών του Διεθνούς Αθλητικού Δικαίου αντιμετωπίζει το πρόβλημα.


Ο Ιατρικός Κώδικας


Ο Ολυμπιακός Καταστατικός Χάρτης αναφέρεται σε έκταση για το θέμα του ντόπινγκ ρητά στο άρθρο 48, το οποίο αποτελεί τον Ιατρικό Κώδικα και με τον οποίο όλοι οι αγωνιζόμενοι πρέπει να συμμορφώνονται. Η ΔΟΕ έχει την ευθύνη της σύνταξης των απαγορευμένων ουσιών, που δημοσιεύονται στο φυλλάδιό της «Ιατρικοί έλεγχοι» το οποίο ισχύει βάσει του περιεχομένου των κανόνων του Ιατρικού Κώδικα στις ερμηνευτικές διατάξεις του Ολυμπιακού Καταστατικού Χάρτη. Στο εσωτερικό ισχύον Δίκαιο (Ελλάδα) με βάση σχετικό έγγραφο που περιέχει τον κατάλογο στον αθλητισμό επικυρώθηκε ο κατάλογος της ΔΟΕ με τις ουσίες φαρμακοδιέγερσης στον αθλητισμό και στους αγώνες. Τούτο καθ’ ότι το εθνικό Δίκαιο ακολουθεί τους κανόνες υπερεθνικής αθλητικής αρχής, εφόσον η εθνική αθλητική και αγωνιστική θέλει να συμμετέχει σε γεγονότα διεθνούς αγωνιστικής.


Η ΔΟΕ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες ρυθμίζει ζητήματα που τους αφορούν αποκλειστικά διεθνώς, ενώ για να συμμετάσχουν σε αυτούς οι αθλητές των χωρών θα πρέπει να τηρούν τους κανόνες της αρχής αυτής. Σύμφωνα με τον Ολυμπιακό Καταστατικό Χάρτη το ντόπινγκ αντιμετωπίζεται ως ζήτημα ηθικής των αθλητών και των ομάδων απέναντι στον αθλητισμό και στο αθλητικό κίνημα, του οποίου σκοπός είναι η ανάπτυξη «των ηθικών και σωματικών αρετών που αποτελούν τη βάση του αθλητισμού». Κατά τον Ολυμπιακό Χάρτη για να μπορεί να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες ένας διαγωνιζόμενος «πρέπει να τηρεί και να σέβεται τους κανόνες της ΔΟΕ, καθώς και τους κανόνες της Διεθνούς Ομοσπονδίας στην οποία υπάγεται». Αθλητής που δεν σέβεται ή παραβιάζει την αρχή της δίκαιης και με ίσους όρους συμμετοχής στους αγώνες δεν γίνεται δεκτός. Αθλητής ο οποίος «θα αρνηθεί να υποβληθεί σε ιατρικό έλεγχο ή εξέταση ή έχει κριθεί ένοχος ντοπαρίσματος αποκλείεται από τους αγώνες», ενώ αν είναι μέλος ομάδας «ο αγώνας ή το αγώνισμα κατά το οποίο σημειώθηκε η παράβαση θεωρείται χαμένο για την ομάδα αυτή». Ιδια περίπου αντιμετώπιση επιφυλάσσει ο Ολυμπιακός Χάρτης και για την ομάδα στην οποία μετά από εξηγήσεις της και αφού γίνει εξέταση του θέματος από την αρμόδια ΔΟ επιβάλλεται αποκλεισμός από τους Ολυμπιακούς Αγώνες στους οποίους συμμετέχει.


Η ενέργεια χρήσης ντόπινγκ φανερώνει όχι μόνο τάση προς διάκριση με κάθε τρόπο, αλλά ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο πρόσωπο-χρήστη εκδηλώνεται εξωτερική αντιαθλητική συμπεριφορά που πλήττει κάθε έννοια ηθικής και αξιών στον αθλητισμό.


Η ελληνική νομοθεσία


Το πρόβλημα του ντόπινγκ – φαρμακοδιέγερσης ρυθμίζουν ειδικές διατάξεις του νόμου. Η αντιμετώπιση του ντόπινγκ απασχολεί τον έλληνα νομοθέτη από το 1986 ο οποίος προβλέπει επιβολή ποινών όταν διαπιστωθεί χρήση διεγερτικών ουσιών με αυτεπάγγελτη δίωξη. Επιβάλλει δε και διοικητικές ποινές, ενώ προβλέπει και τη διαδικασία ελέγχου φαρμακοδιέγερσης των αθλουμένων στο ερασιτεχνικό και στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο και στους αθλητικούς αγώνες. Κατά τον αθλητικό νόμο απαγορεύεται η χορήγηση σε αθλητή ή η λήψη από αυτόν κάθε ουσίας η οποία θα μπορούσε να επιφέρει τεχνητή μεταβολή της φυσικής αγωνιστικής ικανότητας, όπως η χρήση κάθε μέσου σωματικής ή νευρικής διέγερσης, καθώς και η αφαίρεση αίματος και η επαναχορήγησή του πριν από τον αγώνα. Παρατηρεί κανείς ότι στην απαγόρευση περιλαμβάνονται όχι μόνο ουσίες αλλά και μέσα που μπορεί να διεγείρουν τον αθλητή, όπως η αφαίρεση και επαναχορήγηση αίματος πριν από τον αγώνα.


Ο νόμος για τον χαρακτηρισμό των ουσιών ως διεγερτικών (ντόπινγκ) είναι σαφής, δεν αναφέρει όμως ποια είναι τα συγκεκριμένα μέσα που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για σωματική ή νευρική διέγερση. Ποια θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι τα όρια του αδικήματος με τη χρήση μέσω σωματικής και νευρικής διέγερσης; Ο νόμος επίσης απαγορεύει κάθε λήψη φαρμάκου και χορήγηση σε αγωνιζόμενο το οποίο έχει θεραπευτική ενέργεια για ορισμένη ασθένεια. Εξαίρεση μόνο επιβάλλει στην περίπτωση κατά την οποία η συγκέντρωση του φαρμάκου στο αίμα δεν υπερβαίνει το ύψος το οποίο προσδιορίζει η θεραπευτική λήψη του, όταν γίνουν γνωστά πριν από την τέλεση του αγώνα στην αρμόδια αρχή από τον θεράποντα γιατρό ή παράγοντα της ΑΑΕ ή τον γιατρό του αγώνα η νόσος από την οποία πάσχει ο αγωνιζόμενος, όπως και το είδος, η δοσολογία, ο χρόνος και η διάρκεια της λήψης του φαρμάκου, τα οποία βέβαια πρέπει να αποδεικνύονται με ιατρικά έγγραφα των δημόσιων νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Στην Ελλάδα το αδίκημα της φαρμακοδιέγερσης στον αθλητισμό αντιμετωπίζεται και ποινικά. Η παράβαση της χορήγησης απαγορευμένων ουσιών σε αθλητή, οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως τέτοιες με υπουργική απόφαση, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή και με ισόχρονη στέρηση της άδειας άσκησης επαγγέλματος. Στον αθλητή που χρησιμοποιεί απαγορευμένες ουσίες επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους καθώς και περαιτέρω πειθαρχικές ποινές.


Οι πειθαρχικές ποινές


Εκτός της ποινικής αντιμετώπισης ο αθλητικός νόμος προβλέπει και την πειθαρχική αντιμετώπιση του προβλήματος του ντόπινγκ για τους ερασιτέχνες αθλητές, ποδοσφαιριστές ερασιτέχνες και επαγγελματίες. Με την απόφαση του αρμόδιου οργάνου της αθλητικής ομοσπονδίας απαγορεύεται η συμμετοχή των αθλητών αυτών σε αθλητικές δραστηριότητες και αγώνες για δύο χρόνια τουλάχιστον, με ταυτόχρονη διαγραφή από το μητρώο της ομοσπονδίας, ενώ ανακαλείται το δελτίο της αθλητικής ή επαγγελματικής ιδιότητάς του.


Σε φυσικά πρόσωπα που σύμφωνα με τις διατάξεις του αθλητικού νόμου έχουν αθλητική ιδιότητα και καταδικάστηκαν αμετάκλητα για παραβάσεις των διατάξεων χρήσης ή χορήγησης ουσιών φαρμακοδιέγερσης από το αρμόδιο όργανο επιβάλλεται στέρηση της αθλητικής ιδιότητάς τους και του δικαιώματος να εισέρχονται στους αγωνιστικούς χώρους ως δύο χρόνια. Ακόμη μπορεί από την αρμόδια αρχή να ανακληθεί η άδεια άσκησης επαγγέλματος προπονητή, τα προνόμια αθλητών και χρηματικές επιχορηγήσεις, όπως και να προκληθεί πειθαρχική δίωξη από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.


Η υγεία των αθλητών και η γνησιότητα των αποτελεσμάτων γενικά των αγώνων ποδοσφαίρου και των αθλητικών αγώνων είναι μέσα στις επιδιώξεις του δικαίου των διατάξεων και των κανόνων του αθλητικού νόμου για τη φαρμακοδιέγερση στον αθλητισμό. Το μέτρο του εργαστηριακού ελέγχου ντόπινγκ των αθλουμένων σε ειδικά εργαστήρια του εσωτερικού ή του εξωτερικού, σε αναγνωρισμένο κέντρο ελέγχου ντόπινγκ, εξασφαλίζει τη γνησιότητα του αθλητικού αποτελέσματος. Ο εργαστηριακός έλεγχος φαρμακοδιέγερσης υπάγεται στα μέτρα πρόληψης και είναι αναγκαστικός για τους αθλουμένους όποτε τους ζητηθεί από τα αρμόδια όργανα. Σε περίπτωση που υπάρξει άρνηση εκ μέρους των αθλουμένων να εξεταστούν, τότε αυτοί στερούνται από τα αρμόδια όργανα το δικαίωμα να συμμετέχουν σε αγώνες για έναν χρόνο και στην περίπτωση που υπάρξει υποτροπή για τρία χρόνια. Ο κανόνας αυτός θεωρείται κανόνας με χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου, που σημαίνει ότι το όργανο είναι υποχρεωμένο να επιβάλει την ποινή αυτή με την απόφασή του.


Μετά από θετικό έλεγχο φαρμακοδιέγερσης εκείνος που χορήγησε ή υποκίνησε τη χορήγηση απαγορευμένων ουσιών, αν καταδικαστεί αμετάκλητα κατά τη ρητή διάταξη του νόμου, στερείται τη φίλαθλο ιδιότητα ύστερα από απόφαση του αρμόδιου οργάνου, δηλαδή της Επιτροπής Φιλάθλου Ιδιότητος. Αν ο χορηγός είναι προπονητής, στερείται την άδεια άσκησης επαγγέλματος του προπονητή για τρία ως επτά χρόνια ύστερα από απόφαση του αρμόδιου υπουργού Αθλητισμού, ενώ είναι δυνατόν να στερηθεί την άδεια άσκησης επαγγέλματος προπονητή ισόβια αν καθ’ υποτροπή καταδικαστεί για χορήγηση ουσιών φαρμακοδιέγερσης.


Η ποινική αντιμετώπιση


Η φαρμακοδιέγερση ως πράξη εντάσσεται στον χώρο της αδικοπραξίας και εκτός από ποινικώς κολάσιμη είναι και αθλητικώς άδικη, γιατί στρέφεται κυρίως κατά του αθλητισμού με τη νόθευση του αγωνιστικού αποτελέσματος. Συνάμα είναι συμπεριφορά αντιαθλητικού χαρακτήρα επισύρουσα παράλληλα πειθαρχικές κυρώσεις και στέρηση της φιλάθλου ιδιότητας. Δευτερευόντως αφορά τα πρόσωπα της αθλητικής δραστηριότητας, όπως συμβαίνει και με την άρνηση ελέγχου αντιντόπινγκ, η οποία λειτουργεί προς βλάβη του αθλητισμού, της αθλητικής ιδέας και του φιλάθλου πνεύματος και επισύρει αθλητική και ποινική ευθύνη.


Η ποινική αντιμετώπιση του ντόπινγκ, όπως ήδη από το 1990 αυτή έχει αναλυθεί ως πρόβλημα του Αθλητικού Δικαίου, εμφανίζει αναποτελεσματικότητα. Τούτο διότι, όπως επιβεβαιώνεται και σήμερα από διεξαχθείσα έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών (1998) στο πλαίσιο διατριβής επί διδακτορία, επί 462 ερωτηθέντων αθλητών για την ποινή που πρέπει να επιβάλλεται στους αθλητές χρήστες ουσιών ντόπινγκ, σε ποσοστό 58% απάντησαν ότι θα πρέπει να επιβάλλεται ποινή μεγάλου αποκλεισμού από τους αγώνες. Το ντόπινγκ δηλαδή αποτελεί, όπως έχουμε τονίσει και στο παρελθόν, ή θα πρέπει να αποτελεί, αμιγώς άδικη πράξη εντός των ορίων της αθλητικής δραστηριότητας και όχι ποινικό αδίκημα, με τις προβλεπόμενες και μόνο μέσα από αυτήν αυστηρές κυρώσεις, δηλαδή ισόβιο αποκλεισμό από αγώνες των χρηστών φαρμακοδιεγερτικών ουσιών και των χορηγών και με ανάλογο αποκλεισμό τους από την αθλητική δράση.


Με τη λήψη ουσιών ντόπινγκ επιδιώκεται η μεγιστοποίηση απόδοσης του αθλητή και η με κάθε θυσία νίκη στον αγώνα με δόλο, δηλαδή κατά τρόπο εκτός της φυσικής οδού της σωματικής προπόνησης.


Στον Ιατρικό Κώδικα περιλαμβάνονται διατάξεις που αφορούν το υπέρτατο δικαίωμα της υγείας του αθλητή ως ιατρικής φροντίδας που οφείλεται στους αθλητές και βασικής προϋπόθεσης συμμετοχής τους στους αγώνες. Την υποχρέωση συμμόρφωσης με τις διατάξεις του Ιατρικού Κώδικα αναλαμβάνει ο αθλητής με υπεύθυνη δήλωσή του κατά τον Ολυμπιακό Χάρτη. Οι ολυμπιακοί αθλητές απαγορεύεται να κάνουν χρήση ουσιών και μεθόδων που απαγορεύονται από τους κανόνες της ΔΟΕ και των διεθνών ομοσπονδιών, ενώ είναι υποχρεωμένοι να σέβονται τον Ιατρικό Κώδικα της ΔΟΕ και να συμμορφώνονται με όλες τις διατάξεις του.


Η Παγκόσμια Επιτροπή Κατά του Ντόπινγκ (WADA), που έχει την έδρα της στη Λωζάννη, εν όψει των Ολυμπιακών του Σίδνεϊ ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να διενεργήσει 2.500 ελέγχους χρήσης απαγορευμένων ουσιών από αθλητές όλων των αθλημάτων ως την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Μετά την ανακοίνωση της ΔΟΕ για τον νέο αντιντόπινγκ έλεγχο αρκετοί αθλητές προετοιμάζονται ήδη σε απομακρυσμένες περιοχές και αναζητούνται από τους ελεγκτές, ενώ στη χώρα μας ξεκίνησε μεγάλη δημόσια φιλολογία για το ντόπινγκ στους αθλητές ποδοσφαίρου εν όψει και της ενάρξεως του πρωταθλήματος.


Σε ερώτημα της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής σχετικά με αίτηση μιας εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής για το ζήτημα συμμετοχής ή όχι στους Ολυμπιακούς Αγώνες αθλητών οι οποίοι είχαν προηγουμένως τιμωρηθεί λόγω χρήσεως αναβολικών ουσιών, το Διαιτητικό Δικαστήριο Αθλητισμού (TAS, ιδρύθηκε από τη ΔΟΕ) γνωμοδότησε: «Κάθε μέτρο που λαμβάνεται εναντίον αθλητή θα πρέπει να σέβεται τις αρχές του διεθνούς και εθνικού δικαίου, καθώς και τους νόμους που διέπουν την προστασία της προσωπικότητας και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Το TAS κρίνει ότι μια απόφαση της εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής σχετικά με τον αποκλεισμό της συμμετοχής στους Ολυμπιακούς Αγώνες αθλητή ο οποίος είχε τιμωρηθεί για χρήση αναβολικών ουσιών (ντόπινγκ) δεν είναι σύμφωνη με τις οδηγίες του άρθρου 26 του Ολυμπιακού Χάρτη, εφόσον δεν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Πρέπει να αποδειχθεί ότι ο αθλητής εν γνώσει του (ή εκ προθέσεως) παραβίασε τους κανονισμούς σχετικά με τη χρήση αναβολικών ουσιών ή «αποδεδειγμένα παραβίασε» με οποιονδήποτε άλλο τρόπο το πνεύμα του ορθώς αγωνίζεσθαι (fair play) στην αθλητική πρακτική. β) Σε περίπτωση παράβασης των κανόνων περί χρήσεως αναβολικών ουσιών, οι ουσίες που ανιχνεύονται πρέπει να περιλαμβάνονται στον κατάλογο απαγορευμένων προϊόντων, σύμφωνα με τον Ιατρικό Κώδικα της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. γ) Η διαδικασία που προβλέπεται από τον Ιατρικό Κώδικα της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής πρέπει να τηρείται αυστηρά». Η ΔΟΕ επίσης αποφάσισε να μειώσει την ποινή αποκλεισμού από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σοτομαγιόρ, ώστε να λάβει μέρος στους αγώνες του Σίδνεϊ το 2000. Τούτο προκάλεσε τη διαμαρτυρία γραπτώς προς τη ΔΟΕ των Ολυμπιακών Επιτροπών της Δανίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας.


Από τα παραπάνω διαπιστώνει κανείς ότι το πρόβλημα του ντόπινγκ δεν πρόκειται να λυθεί εφόσον η βούληση προς τούτο των ενδιαφερομένων και εμπλεκομένων φορέων, κυρίως της ΔΟΕ, δεν είναι προς την κατεύθυνση της εξαλείψεως του φαινομένου αλλά μόνο της αντιμετωπίσεώς του στον βαθμό που θα επιβεβαιώνει την έξωθεν καλή μαρτυρία και θα υπάρχουν και αθλητές των υψηλοτάτων επιδόσεων για να προκαλούν το ενδιαφέρον για τους αγώνες, ώστε τα τηλεοπτικά δικαιώματα να κινούνται σε υπέρογκα ύψη.


Το NBC, για παράδειγμα, προσέφερε για τα αποκλειστικά δικαιώματα αναμετάδοσης στις ΗΠΑ των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2000 στο Σίδνεϊ και των Χειμερινών του 2002 στο Salt Lake City το αστρονομικό ποσό του 1,27 δισ. δολαρίων, τα οποία θα μοιραστούν κατά το καταστατικό του Ολυμπιακού Χάρτη η ΔΟΕ, οι εθνικές και οι οργανωτικές επιτροπές. Η ΔΟΕ, μια αληθινή πολυεθνική επιχείρηση, το 1972 αποκόμισε εισοδήματα 13 εκατ. δολαρίων, ενώ το 1992 από τους Αγώνες της Albertville και της Βαρκελώνης τα κέρδη της ανήλθαν σε 784 εκατ. δολάρια, δηλαδή 60 φορές περισσότερα. Στους Αγώνες της Σεούλ η ΔΟΕ είχε κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από 1 δισ. δολάρια.


Είναι απορίας άξιον πώς ΔΟΕ δεν έχει σε παγκόσμια κλίμακα προβεί σε επιστημονική έρευνα ώστε να διαπιστώσει πώς βλέπουν το πρόβλημα του ντόπινγκ οι αθλητές και μέχρι ποιου σημείου το ιδεώδες των ρωμαϊκών χρόνων citius, altius, fortius μπορεί άραγε να εξακοντίσει την ανθρώπινη σωματική απόδοση, την οποία αναζητεί μέσω των Ολυμπιακών Αγώνων. Μήπως η ελληνική σκέψη ­ Κοινόν: Αυτόν και Ετερον ­ για τον αθλητικό αγώνα ταιριάζει περισσότερο, όπου το αυτόν, χάριν της διατηρήσεως του κοινού, δεν προβαίνει στη ρευστοποίηση της αντικειμενικής υποστάσεως του ετέρου στην πορεία για τη νίκη, την οποία χρωστά στην ύπαρξη του ετέρου, του ηττημένου.


Το επίπεδο των κανόνων δικαίου


Με βάση τα στοιχεία έρευνας που παρουσιάστηκαν από έλληνες επιστήμονες του Πανεπιστημίου Αθηνών στο 6ο Διεθνές Συνέδριο Αθλητικού Δικαίου στην Τεχεράνη, 6-8 Μαΐου 1999, αλλά και στο πρώτο Πανελλήνιο Συνέδριο Αθλητικού Δικαίου διαπιστώθηκε:


α) Η γνώση της αθλητικής νομοθεσίας βρίσκεται σε πολύ μεγάλη σχέση με την αντίδραση του αθλητή που τιμωρείται με βάση αυτήν. Οι αθλητές απέναντι στην επιβολή της ποινής θεωρούν πως εφαρμόζεται ο νόμος και ότι η επιβολή της τιμωρίας δεν αποτελεί κοινωνική μείωση ή ηθική προσβολή για αυτούς αλλά οικονομική μείωση, καθ’ ότι για τα υπόλοιπα θεωρούν αυτονόητη την τιμωρία τους όταν δεν πράττουν σύμφωνα με τον νόμο. Επίσης θεωρούν ότι οι κανόνες δικαίου εξελίσσουν την αθλητική δραστηριότητα σε κόσμο σχέσεων με ηθικό και κοινωνικό περιεχόμενο, επιβάλλουν τον δίκαιο ανταγωνισμό στο αθλητικό παιχνίδι και εξασφαλίζουν τον δίκαιο αγώνα.


β) Η αθλητική δικαιοσύνη στη συνείδηση των αθλητών βρίσκεται σε μέτριο επίπεδο, εν τούτοις θεωρούν σε ένα μεγάλο ποσοστό ότι η αθλητική ποινή είναι αναγκαία και όχι επιβεβλημένη.


γ) Το πρόβλημα του ντόπινγκ στη συνείδηση των αθλητών είναι και αποτελεί αντιαθλητική συμπεριφορά και πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα και όχι ως πράξη αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Η ποινή του μεγάλου αγωνιστικού αποκλεισμού από αγώνες στις περιπτώσεις λήψεως ουσιών ντόπινγκ και όχι η ποινή φυλάκισης κρίνεται αναγκαία και επιβεβλημένη επειδή ακριβώς αφορά αθλητικώς άδικη αθλητική πράξη με αντιαθλητική συμπεριφορά και κατά δεύτερο λόγο πράξη αντικοινωνική.


δ) Η μη εφαρμογή των κανόνων του ευ αγωνίζεσθαι στο γήπεδο τροφοδοτεί το φαινόμενο της βίας, το οποίο έχει αρνητικές επιπτώσεις στους αγωνιζόμενους αθλητές, και ένας φαύλος κύκλος υφίσταται ανάμεσα στην αντιαθλητική συμπεριφορά και στη βία.


Για έναν αθλητή η τιμιότητα και ο δίκαιος αγώνας στο πεδίο του αθλητισμού είναι βασικοί κανόνες στην καθημερινή αθλητική ζωή του, όπως η αιδώς, η περί δικαίου συνείδηση στην κλασική ελληνική αγωνιστική, που συγκροτούσε την έννοια καλός καγαθός. Στη δημόσια και διεθνή ζωή ο αθλητής ως δημόσιο πρόσωπο οφείλει να είναι πρότυπο κοινωνικής δράσης. Κάθε παρέκκλιση και υπερβολή ή πράξεις όπως το ντόπινγκ, η βία, η δωροδοκία, η προσπάθεια επίτευξης νίκης με οποιοδήποτε μέσο θέτουν υπό αίρεση την αθλητική αλλά και τη φίλαθλο ιδιότητα καθώς και τη δυνατότητα συμμετοχής στην αθλητική δράση.


Ο κ. Δημήτρης Π. Παναγιωτόπουλος είναι δικηγόρος, αθλητικός επιστήμων, επίκουρος καθηγητής Αθλητικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας της Διεθνούς Ενώσεως Αθλητικού Δικαίου.