Δεν είχαν συναντηθεί ούτε στη Ρωσία ούτε μετά στην Αμερική (ας μένανε σχετικά κοντά). Το 1977 ο Μπρόντσκι, εκ μέρους των αρχών του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, όπου ο ίδιος εργαζόταν ως διδάσκων ποιητής, μεταβίβασε στον Σολζενίτσιν πρόσκληση να επισκεφθεί το πανεπιστήμιο ως τιμώμενο πρόσωπο και να κάνει την καθιερωμένη διάλεξη. Ο Σολζενίτσιν δεν την αποδέχτηκε, λόγω φόρτου εργασίας. Απαντώντας στον Μπρόντσκι, ομολογεί ότι παρακολουθεί τις δημοσιεύσεις του και «δεν παύει να θαυμάζει τη λαμπρή μαεστρία του». Σημειώνει πως κάποτε φοβάται μήπως «σε κάτι καταστρέφει τον στίχο», του αναγνωρίζει όμως ότι και αυτό το κάνει «με ταλέντο απαράμιλλο».


Πέρασε σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, ο Μπρόντσκι έφυγε για πάντα. Και έχουμε τώρα το πρόσφατο κείμενο του Σολζενίτσιν, γραμμένο με φανερή πρόθεση να αντιμετωπίσει τον ποιητή εφ’ όλης της ύλης. Εξακολουθεί να θαυμάζει τη μαεστρία του, την τεχνική κυρίως, ιδιαίτερα στη ρίμα. Δεν κρύβει την εκτίμησή του για μερικά, πολύ λίγα ωστόσο, ποιήματα. Εκείνη όμως η παλιά επιφύλαξη για την καταστροφή του στίχου λαμβάνει τώρα χαρακτήρα απόλυτο και καθολικό, στρέφεται στην προσωπικότητα του ποιητή, στην κοσμοθεωρία, στην πολιτική στάση, στις αντιλήψεις του για την τέχνη, στη γλώσσα του, στους ποιητικούς του τρόπους κτλ. Κάθεται και γράφει ολόκληρο δοκίμιο, φλέγεται από ιερό πάθος ενάντια σε ένα ξένο (προς τον δικό του κόσμο) φαινόμενο, που, λόγω της μεγάλης του απήχησης, μπορεί να γίνει και αρκετά ζημιογόνο. Η νομοθετική του κατηγορηματικότητα θυμίζει το μανιφέστο του «Πώς να νοικοκυρέψουμε τη Ρωσία;», ένα κείμενο μεσσιανικών αξιώσεων, μεγαλορωσικής έπαρσης και αυταρχισμού, μάλλον ανεδαφικό στις εκτιμήσεις και στις προτάσεις του. Και φαίνεται, και από το παράδειγμα με τον Μπρόντσκι, ότι αποφάσισε τώρα «να νοικοκυρέψει» και τη ρωσική λογοτεχνία. Κυρίως να δείξει πώς δεν πρέπει να είναι ένας ποιητής.


Δύο σοβαρές μομφές


Τα προβλήματα που θίγει ο Σολζενίτσιν είναι υπαρκτά. Τα θέτει το ίδιο το έργο του Μπρόντσκι και βρίσκονται σε θέσεις-κλειδιά των ερευνών για την πορεία της σύγχρονης τέχνης. Πώς τίθενται όμως από τον Σολζενίτσιν αυτά τα προβλήματα; Από ποια σκοπιά και με ποιους στόχους; Θα σταθούμε ενδεικτικά σε δύο μόνο παραδείγματα. Η κύρια μομφή που απευθύνει στον ποιητή αφορά την ειρωνεία που πράγματι διαπερνά όλη την ποίηση του Μπρόντσκι. Ο Σολζενίτσιν την αξιολογεί ως παραμορφωτική του πραγματικού, διαβρωτική ως προς τις ηθικές αξίες. Δεν φαίνεται να τον απασχολεί η σταθερή κριτική λειτουργία της (ακριβώς από θέσεις μιας μη διακηρυσσόμενης ηθικής), η απόρριψη των κακώς κειμένων και η ηθελημένα σεμνή (μέσα από την αυτοειρωνεία) στάση του δημιουργού. Αγνοεί επίσης το άλλο εκπληκτικό κίνητρο που ωθεί στη χρήση της ειρωνείας ­ να αποφεύγει τους μελοδραματικούς χειρισμούς, να προβάλλει υπόγεια και υπαινικτικά το τραγικό, εισχωρώντας σχεδόν απαρατήρητα στα συνειδησιακά βάθη. Κάτω από την φαινομενικά ψυχρή επιφάνεια (μια από τις κατηγορίες του προς τον Μπρόντσκι) δεν αντιλαμβάνεται να κοχλάζει η «αισθηματοποιημένη» σκέψη. Υποψιάζεται, τέλος, πως η ειρωνεία μπορεί να εμφανίζεται σαν αμυντική «πανοπλία» του ποιητή, αλλά και αυτό είναι κάτι που δεν το εγκρίνει.


Αν δεν ξέραμε τη βιογραφία του Σολζενίτσιν, τους αγώνες του στο πρόσφατο παρελθόν (και στα πολιτικά και στα πολιτιστικά πεδία), θα λέγαμε πως ανασταίνει την καταδικαστέα τακτική των αυστηρών περιοριστικών προδιαγραφών και διαταγών απέναντι στην τέχνη. Φωτίζω αυτή την πτυχή επειδή το φαινόμενο έχει πολύ γενικότερες προεκτάσεις και τυχαίνει να το εντοπίζουμε, λ.χ., σε κείμενα εκσυγχρονιστικών αξιώσεων, όπου καμιά φορά «ξεμυτίζει» ένας δογματισμός που (να το πούμε καβαφικά) «δεν περιμαζεύεται». Φαίνεται πως οι πολιτικές τοποθετήσεις αλλάζουν πολύ πιο εύκολα απ’ όσο οι νοοτροπίες.


Μια «άδικη» κριτική


Η δεύτερη σοβαρή μομφή του Σολζενίτσιν ενάντια στον Μπρόντσκι αφορά την ποιητική. Οι δικές του προσωπικές συμπάθειες είναι δοσμένες στην παλιά ποίηση. Προτιμά μια γραφή μελωδική, νοηματικά βατή, με άμεσο συναίσθημα. Είναι γνωστό πως κάποτε είχε δείξει στην Αχμάτοβα κάτι δικούς του στίχους και εισέπραξε τη συμβουλή να μη συνεχίσει. Στον Μπρόντσκι ενοχλείται από τα άφθονα πεζολογικά στοιχεία, την επίμονη χρήση του διασκελισμού, τη διακεκομμένη ποιητική ροή. Τις ριζικές δομικές αλλαγές που αναδιαμόρφωσαν την ευρωπαϊκή ποίηση από τις αρχές του 20ού αιώνα (με θεμελιώδη προσφορά των ποιητών όπως, λ.χ., ο Γκ. Απολλιναίρ ή ο Βλ. Μαγιακόφσκι), το άνοιγμά της προς την καθημερινότητα, τους ρυθμούς της και τον φυσικό της τόνο και λόγο, σαν να μην τις πρόσεξε και σίγουρα δεν τις συμπάθησε. Τους νεωτερισμούς αυτούς τους συνδέει αποκλειστικά με την ψυχοφθόρα Δύση, ανιστόρητα βέβαια, γιατί, λ.χ., ένας Μαγιακόφσκι, η δική του και μόνο επιρροή, ήταν ήδη για τη Ρωσία μια ποιητική επανάσταση που άφησε βαθιές ρίζες, έστω και αν δεν είναι παντού και πάντοτε ορατές. Ετσι η άνετη δημιουργική επικοινωνία του Μπρόντσκι με την αγγλόφωνη ποίηση προκαλεί εκ μέρους του Σολζενίτσιν την παράλογη πράγματι κατηγορία για την αποξένωσή του από τη ρωσική ποιητική παράδοση. Παράλογη γιατί ακόμη και ένα μη εξασκημένο αφτί ξεχωρίζει στον στίχο του Μπρόντσκι τους εγχώριους ποιητικούς χυμούς, τους δεσμούς του με τις κορυφαίες μορφές της ρωσικής ποίησης όλων των εποχών.


Πέρα όμως από αυτό, παράλογη και αναχρονιστική είναι και η ίδια η εχθρική στάση απέναντι στις διαπολιτισμικές επικοινωνίες, η νοσταλγία για μια στεγανή πνευματική απομόνωση, όπου η εθνική παράδοση αντιμετωπίζεται σαν ένα περιφρουρούμενο σεντούκι και όχι σαν ζωντανός οργανισμός που μπορεί να είναι βιώσιμος μόνο με ανοικτούς τους πόρους του, τις αισθήσεις του, τον προσανατολισμό σε μια προοπτική ανάπτυξης.


Ο κύκλος θεμάτων που θίγει ο Σολζενίτσιν είναι μεγάλος και θα απαιτούσε μακρά συζήτηση. Αλλά και τα λίγα που επισημάναμε ίσως μεταφέρουν την αίσθηση ότι η κριτική απόπειρα του Σολζενίτσιν ουσιαστικά δεν πλησιάζει τον Μπρόντσκι. Και, όπως σωστά παρατηρήθηκε, μας προσφέρει κυρίως το πορτρέτο του ίδιου του Σολζενίτσιν, ενός λογοτέχνη που (τουλάχιστον ως προς τον χώρο της ποίησης) αναδείχθηκε ανεπίδεκτος στον παλμό και στον ήχο της εποχής. Εγώ θα πρόσθετα ­ και μικρόψυχος. Σε αντίθεση με τον Μπρόντσκι, που πάντα με γενναιότητα αναγνώριζε την αξία του έτερου ρωσικού Νομπέλ της λογοτεχνίας. Και εδώ δεν μπορώ να παραλείψω μια εύγλωττη σύγκριση.


Πικρόχολες αναφορές


Στα απομνημονεύματα για την Αχμάτοβα και τον Μπρόντσκι συχνά αναφέρεται μια φράση της ποιήτριας, όταν η καταδίωξη του Μπρόντσκι είχε φθάσει στο φόρτε της και ξεσήκωσε διεθνή κατακραυγή: «Τι βιογραφία φτιάχνουν στον κοκκινομάλλη μας!». Διέβλεπε το αντίστροφο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα των διώξεων και εννοούσε, ασφαλώς, όχι μόνο την aura της δόξας, αλλά κυρίως την ωρίμανση, το μέστωμα μέσα στις δοκιμασίες ενός μεγάλου ταλέντου. Ο Σολζενίτσιν είναι πικρόχολος στις σχετικές αναφορές του. Οι δοκιμασίες τού φαίνονται μεγαλοποιημένες, η απήχηση που προκάλεσαν και η λογοτεχνική αναγνώριση ­ υπερβαίνουσα τις διαστάσεις τής, τότε, ποιητικής αξίας του. Δεν διστάζει να διατυπώσει την άποψη πως η εξορία στον Βορρά τού βγήκε σε καλό, του έδειξε τη ζωή του λαού, της πάτριας γης, και η πρόωρη απελευθέρωση (17 μήνες αντί για 5 χρόνια) διέκοψε μια χρήσιμη γι’ αυτόν εμπειρία. Αντιμετωπίζει τον νεαρό Μπρόντσκι σαν γέννημα ενός κοσμοπολίτικου (εδώ ξεμυτίζουν και κάποιες αντισημιτικές αιχμές) περιβάλλοντος της Πετρούπολης. Λόγια που δεν ακουμπάνε στις πραγματικές καταστάσεις, καρπός παρανόησης, αν όχι και διαστρέβλωσης.


Ωστόσο, με όλα αυτά, στην ιστορία με το άρθρο του Σολζενίτσιν υπάρχει ένα αναμφισβήτητο όφελος: η συζήτηση που ακολούθησε προώθησε τη γνώση μας και για τους δύο ρώσους νομπελίστες.


Η κυρία Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.