Αν η πτώση της Βαστίλλης σημάδεψε την έναρξη μιας ηρωικής εποχής, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, 200 χρόνια αργότερα, μπορεί να καταγραφεί ως ορόσημο του αντιηρωικού μεταμοντέρνου παρόντος. Τόσο όμως στο ηθικοπλαστικό λάβαρο του 1789 «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα» («Liberte, Egalite, Fraternite») όσο και στο αμοραλιστικό σλόγκαν του μεταμοντέρνου 1989 «Τα πάντα επιτρέπονται» («Anything Goes») υπόκειται παρόμοια, τηρουμένων των αναλογιών, επιδίωξη να επεκταθεί το αστικό πολιτισμικό τοπογραφικό. Ο αστικός γιγαντισμός του 19ου αιώνα βάσισε το μοντέλο του στην οικονομία της αγοράς, διαμόρφωσε κράτη που θέσπισαν ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, επεκτείνοντας σε εκατομμύρια ανθρώπους εκείνο το προνόμιο που ως τότε μονοπωλούνταν από ηγεμόνες και φιλοσόφους ­ το νοητικό υπόβαθρο του ατόμου με συνείδηση της ατομικότητάς του.


Το ατομικό επίτευγμα ως υπέρτατο κριτήριο δικαιωμένου βίου σφυρηλατήθηκε από την ιδεολογία της υποκειμενικότητας και υμνήθηκε από τη ρομαντική λογοτεχνία και ζωγραφική. Ο Ζυλιέν Σορέλ του Σταντάλ και ο Πεταλωτής του Ζερικώ αποτελούν εμβληματικές μορφές της ίδιας ιδέας: του ανθρώπου της εποχής των ατομικών δικαιωμάτων που είναι, αδιανόητο ως τότε, κύριος της μοίρας του. Ηρωοποιημένοι από μια ρομαντική αφήγηση ο πρώτος και από μια ρομαντική ζωγραφιά ο δεύτερος, εκφράζουν την υποκειμενικότητα της νέας εποχής πυροδοτημένη από την ιλιγγιώδη πορεία του Ναπολέοντα, του ρομαντικού ήρωα κατ’ εξοχήν. Ο λοχαγός που έγινε κοσμοκράτορας στοιχειώνει το περιβάλλον τους ως ιδεατό φόντο.


Οσο λοιπόν δημιουργούνται δυνατότητες επέκτασης της ατομικής συνείδησης με την επικοινωνία και το Διαδίκτυο, ένα από τα εμβλήματα της παγκοσμιοποίησης, είναι προνομιακό πεδίο της, τόσο αμβλύνονται οι αντιθέσεις τις οποίες οικοδόμησε τους δύο τελευταίους αιώνες η αυτοσυντηρητική συλλογικότητα των περί έθνους και φυλής ιδεολογημάτων που αποτέλεσαν ηθικά κίνητρα για πολέμους με εκατόμβες θυμάτων.


Η λογική του άσπρου – μαύρου


Είναι γνωστό ότι τα ερμηνευτικά σχήματα με τα οποία προσπαθούμε να κατανοήσουμε μια νέα κατάσταση έχουν συχνά διαφορά χρονικής φάσης από αυτήν. Για αρκετό χρόνο, από αδράνεια, εξακολουθούμε να εφαρμόζουμε τη λογική της παλιάς προσέγγισης προκειμένου να ερμηνεύσουμε τα φαινόμενα της νέας κατάστασης. Σήμερα προτείνονται ερμηνείες της παγκοσμιοποίησης οι οποίες μοιάζουν εγκλωβισμένες στη διαλεκτική της εποχής των μεγάλων αντιπαραθέσεων, εποχής που θεωρείται ότι έχει παρέλθει.


Σύμφωνα με την ερμηνεία που επικρατεί τα τελευταία χρόνια, η παγκοσμιοποίηση είναι συνώνυμη με την υφαρπαγή της ταυτότητας (φυλετικής, εθνικής, κοινωνικής) του υποκειμένου αλλά και της ομάδας στην οποία ανήκει από ένα ισοπεδωτικό μοντέλο εκπορευόμενο από το ισχυρότερο κράτος του κόσμου (τις ΗΠΑ) που θα κάνει τους πάντες, Καρδιτσιώτες και Θιβετανούς, να τρέφονται με Μακ Ντόναλντς, να φοράνε αθλητικά παπούτσια Nike, να γελάνε με τα ίδια αστεία κ.ο.κ. Στόχος αυτής της ομοιογενοποίησης είναι να δημιουργήσει ένα περιβάλλον απαλλαγμένο από τους θυλάκους αντίστασης των κατά τόπους αγορών στην επέλαση του πολυεθνικού κεφαλαίου το οποίο δεν χορταίνει όσο μεγάλη αγορά και αν εξασφαλίσει. Ετσι η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση λειτουργεί ως πειθήνια εμπροσθοφυλακή της οικονομικής ­ ανιχνεύει το έδαφος και δίνει κρίσιμες πληροφορίες για την κατάληψή του.


Το απόλυτο και εκβιαστικά διαζευκτικό σχήμα του άσπρου – μαύρου, φωτός – σκότους, καλού – κακού που εφαρμόζεται στην ερμηνεία γενικών τάσεων, πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στο παρελθόν και ανασύρεται σαν φάντασμα όλο και πιο κουρασμένο και άνευρο σε προεκλογικές περιόδους. Σήμερα, στην οσμωτική εποχή μας, ελέγχεται ανεπαρκές, αν μη τι άλλο, επειδή δεν διαθέτει το δίπολο του τρόμου που απέδωσε δύο θερμούς και έναν Ψυχρό Πόλεμο ούτε ανταποκρίνεται στον πολυσύνθετο χαρακτήρα που η συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία έχει προσδώσει στα σημερινά πολιτιστικά και κοινωνικά φαινόμενα. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε την επιφύλαξη και τον σκεπτικισμό απέναντι σε μανιχαϊκές ερμηνείες, κυριότερο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ηθικολογία.


Απέναντι λοιπόν στην ερμηνεία που προτάσσεται, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Γιατί τάχα χρειάζεται στο πολυεθνικό κεφάλαιο μια πολιτισμικά ομοιογενοποιημένη αγορά όταν πρωταρχικός στόχος του για να γιγαντώνει τις αγορές είναι η καλλιέργεια της αντίληψης ότι ο καταναλωτής διαρκώς έχει ανάγκη από κάτι καινούργιο και διαφορετικό, άρα ότι το όμοιο κουράζει και το νέο, αν δεν υπάρχει, πρέπει διαρκώς να επινοείται; Δεν θα ήταν η ακριβώς αντίθετη στρατηγική που θα οδηγούσε το πολυεθνικό κεφάλαιο σε νέους θριάμβους, δηλαδή η έξαρση της διαφορετικότητας, την οποία πολύ εύκολα εξασφαλίζουν τα τοπικά του παραρτήματα των διοικητικών υπηρεσιών και της γραμμής παραγωγής;


Σημαντικό και μη σημαντικό


Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, η παγκοσμιοποίηση ως έννοια αναφέρεται στη συμπύκνωση του κόσμου και στην ενίσχυση της συνείδησης του κόσμου ως συνόλου (R. Robertson, Globalization – Social Theory and Global Culture, London, 1992, σ. 8).


Η σχετικότητα μιας τέτοιας ερμηνείας, σε αντίθεση με την απολυτότητα της πρώτης, δημιουργεί διαφορετικής τάξεως ερωτηματικά. Επί αιώνες ο άνθρωπος είχε μια εικόνα του κόσμου συναρθρωμένη με την εμπειρία του: τόσος ήταν ο κόσμος όσον είχε ο ίδιος διατρέξει. «Παγκόσμιοι» ήταν οι ναυτικοί, οι γυρολόγοι και οι φιλόσοφοι. Αραγε, οι αφηγήσεις των «παγκοσμίων» στους τοπικούς δημιουργούσαν μια μυθολογία της παγκοσμιότητας δραστική (δηλαδή, με τη δυνατότητα να ενισχύει την αντίληψη του κόσμου ως συνόλου πέρα από τον κόσμο της πρακτικής τους πείρας) ή μήπως η μυθολογία της παγκοσμιότητας δεν άγγιζε την πραγματικότητα της εντοπιότητας παρά μόνο ως αυστηρά μεταπρατική λειτουργία της αγοράς μπαχαρικών, υφασμάτων κ.ο.κ., χωρίς κάτι τέτοιο να κάνει πιο τρισδιάστατες τις εικόνες τού πέραν της υποκειμενικής εμπειρίας κόσμου.


Πώς μπορεί να συμπυκνωθεί ο κόσμος, να καταλαμβάνει δηλαδή μικρότερο χώρο από όσον καταλαμβάνει, προφανώς με αποκλεισμούς ­ όπως όταν κάνουμε μια περίληψη όπου για να χωρέσουμε τα σημαντικότερα σημεία ενός κειμένου τεσσάρων σελίδων σε μία αποκλείουμε από αυτή τη συμπύκνωση τα υπόλοιπα. Τι αποκλείουμε όμως σε μια διαδικασία συμπύκνωσης του κόσμου άλλο από ανθρώπους; Σε μεγακλίμακες όπως η παγκοσμιότητα τι είδους κριτήριο μπορεί να ξεχωρίσει τον σημαντικό από τον μη σημαντικό άνθρωπο; (Σε μικροκλίμακα ξέρω: Ο σημαντικός είναι ο πατέρας μου και ο υπέρ συμπυκνώσεως αναλώσιμος είναι ο πατέρας του άλλου.)


Σύμφωνα τέλος με μια τρίτη, ουδέτερη και επιστημονικού χαρακτήρα ερμηνεία, παγκοσμιοποίηση σημαίνει τις διεργασίες εκείνες ως αποτέλεσμα των οποίων τα εθνικά κράτη και η ανεξαρτησία τους συνδέονται και αλληλοδιαχέονται μέσω των διεθνικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται, καθώς και των δυνατοτήτων για εξουσία, κατευθύνσεων, ταυτοτήτων και δικτύων επικοινωνίας που αυτές γεννούν (Ούλριχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση, μετάφραση Γ. Παυλόπουλου, προλεγόμενα Ν. Κοτζιά, σ. 73).


Η ερμηνεία αυτή, αντί για ενστάσεις, δημιουργεί εύλογες, νομίζω, ανησυχίες. Αν η παγκοσμιοποίηση μπορεί να γεννήσει εξουσία, ταυτότητες, κατευθύνσεις και δίκτυα επικοινωνίας, τα ερωτήματα «εξουσία τίνος;» και «κατευθύνσεις προς τι;» δεν νομίζω να έχουν προσδοκίες αισιόδοξων απαντήσεων, απαντήσεων δηλαδή που θα εξασφάλιζαν βελτίωση της σχέσης εθνικού κράτους – πολίτη. Ιστορικά η σχέση αυτή περιλαμβάνει μονίμως κάποιον που πληρώνει διεκδικών (τον πολίτη) και κάποιον που παρέχει περικόπτων (το κράτος). Ο,τι έχει κατορθώσει ως τώρα ο πολίτης μέσα από αυτή τη σχέση σημαίνει κόστος για το κράτος (υγεία, παιδεία, ασφάλιση). Σε υπερεθνικές εξουσίες ποιος θα πληρώνει αυτό το κόστος; Είναι άραγε μελοδραματικό ή ρεαλιστικό να παραβάλλει κανείς την ως τώρα ενδοκρατική αντιπαράθεση με ενδοοικογενειακή και να υποθέτει ότι, αν πάψει μια τέτοια αντιπαράθεση να στεγάζεται στο εθνικό κράτος, άστεγοι θα μείνουν τελικά οι διεκδικητές αφού δεν θα τους συνδέουν «οικογενειακοί» δεσμοί με τους περικόπτοντες; Και για να το θέσω ωμά, το περίφημο κοινωνικό κράτος της δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας λειτουργεί καλύτερα από όσο πριν εντός του υπερεθνικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή χειρότερα; Με δύο λόγια, διευρύνεται ή συρρικνώνεται;


Μήπως, αν πάψει να υπάρχει αυτό το έστω ελλιπές κοινωνικό κράτος, η κυριαρχία της αγοράς θα μετατρέψει το πεδίο σε ζούγκλα όπου ο ισχυρός θα τρώει και ο αδύναμος θα κρύβεται ώσπου να φαγωθεί; Είναι ένα ερώτημα.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.