Ο πολέμιος της μετριότητας


Φεβρουάριος του 1600, στο μεταίχμιο Αναγέννησης και Νέων Χρόνων. Ο ασυμβίβαστος αμφισβητίας από τη Nola, κοντά στη Napoli, παραδινόταν, ως «αμετανόητος αιρετικός», στην πυρά, ένα από τα τελευταία θύματα του ιεροεξεταστικού σκοταδισμού. Και τι ειρωνεία, τι παράδοξος ευφημισμός, η πυρά άναψε στην «Πλατεία Ανθέων» της Ρώμης! Πριν οι φλόγες αναλώσουν το σώμα του, ο δήμιος έμπηξε στο λαιμό του μια ξύλινη σφήνα για να σιγουρέψει τη σιωπή των τελευταίων στιγμών του. Οι δικαστές του είχαν ήδη την εμπειρία της αχαλίνωτης ελευθερίας και της αδάμαστης τόλμης του, όπως εκδηλώθηκε λίγες ώρες προηγουμένως, στις 8 Φεβρουαρίου, όταν, απευθυνόμενος σε αυτούς πριν από την έκδοση της θανατικής του καταδίκης, είπε, ήρεμος και χωρίς ίχνος έπαρσης: «Ο φόβος σας να με καταδικάσετε είναι μεγαλύτερος από το δικό μου φόβο να αποδεχθώ την καταδίκη μου». Είναι στιγμές που σκέπτομαι πως ο Giordano Bruno θα μπορούσε να ‘ναι το ιδεατό πρότυπο που ενέπνευσε στον Albert Camus τον «Επαναστατημένο άνθρωπο».





Ι
. Εκλεισαν τετρακόσια χρόνια από το φριχτό θάνατο του Giordano Bruno. Αυτού του γνήσιου αρχετύπου της σύγχρονης δυτικής σκέψης, του οποίου η διαχρονική επικαιρότητα ­ η λάμψη, θα ‘λεγα, που καταυγάζει πάντα έντονα ακόμη και την εποχή μας ­ οφείλεται σε δύο, κυρίως, αιτίες. Αιτίες οι οποίες αποτυπώνονται στο σπουδαιότερο ίσως έργο του, στις δύο τριλογίες του, που συνθέτουν τους έξι «Ιταλικούς διαλόγους» του:


Πρώτον, στην καθαρώς επιστημονική του ενόραση και οξυδέρκεια, που ακόμη και με τα σημερινά μέτρα παίρνει σχεδόν προφητικές διαστάσεις.


Οι κοσμολογικές αντιλήψεις του


Δεύτερον, στην αμιγώς φιλοσοφική συμβολή του σχετικά με τη φύση και την αποστολή του ανθρώπου, ως όντος που τείνει, πάντα με τα μέτρα βροτού, σε μια τελείωση η οποία δεν θα ‘ρθει ποτέ. Δηλαδή σε μια τελείωση που συνιστά ταυτοχρόνως νομοτελειακή αποστολή αλλά και οριακό μέγεθος.


Α. Οι τρεις πρώτοι διάλογοι, οι λεγόμενοι «κοσμολογικοί» («Ο δείπνος της πρώτης Τετάρτης της Σαρακοστής», 1584, «Περί της αιτίας της αρχής και του ενός», 1584, και «Περί του απείρου σύμπαντος και των κόσμων», 1584), επιχειρούν τη σύνθεση μιας ολοκληρωμένης θεωρίας του σύμπαντος. Ηδη πριν από το Γαλιλαίο και με επιστημονική συνέπεια που θα προϋπέθετε μια σκέψη ζυμωμένη στα συμπεράσματα της γενικής και της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας και των κβαντικών τους προεκτάσεων ­ ας μη λησμονούμε δηλαδή πως οι διάλογοι αυτοί διατυπώθηκαν πάνω από τρεις αιώνες πριν η επιστήμη αγγίξει το ίδιο επίπεδο δημιουργίας ­, ο Giordano Bruno εμφάνισε την κοσμολογική του θεωρία και, κυρίως, τη θέση ότι το σύμπαν είναι άπειρο. Το αποτελούν «αναρίθμητοι κόσμοι», όπου κάθε κόσμος αντιστοιχεί σ’ αυτό που τώρα η κοσμολογία ονομάζει «γαλαξία». Και μπροστά στο άγνωστο ­ με ανθρώπινα μέτρα ­ του τρόπου έναρξης και εξέλιξης του σύμπαντος, οδηγείται, περνώντας στο χώρο της μεταφυσικής, στη σκέψη πως «το σύμπαν είναι άπειρο επειδή δημιουργήθηκε από άπειρη θεϊκή δύναμη και καλοσύνη. Οποιοδήποτε πεπερασμένο σύμπαν θα ήταν ανάξιο μιας τέτοιας καλοσύνης. Ετσι έχω διακηρύξει ότι άπειροι άλλοι κόσμοι υπάρχουν εκτός από αυτήν τη Γη μας. Πιστεύω, μαζί με τον Πυθαγόρα, ότι η Γη είναι άστρο σαν όλα τ’ άλλα, τα οποία είναι άπειρα και ότι όλοι αυτοί οι αναρίθμητοι κόσμοι αποτελούν ένα όλον μέσα στον άπειρο χώρο, ο οποίος χώρος συνιστά το αληθινό σύμπαν» (μτφρ. Ε. Ρακιτζή, «Καθημερινή», 20.8.2000, σελ. 34).


Β. Οι τρεις άλλοι διάλογοι, οι αποκαλούμενοι «ηθικοί» («Η εκδίωξη του θριαμβεύοντος κτήνους», 1584, «Το τέχνασμα του Πηγάσου», 1585, «Για το ηρωικό πάθος», 1585), είναι αφιερωμένοι στον άνθρωπο. Μέσα από φιλοσοφικούς πια διαύλους, που υπερβαίνουν τα μέτρα των υπό τη στενή του όρου έννοια «επιστημονικών κανόνων», ο Giordano Bruno αναζητεί την ουσία και την πορεία του ανθρώπου, θεωρώντας εκ προοιμίου ότι ο άνθρωπος οφείλει να τείνει προς την κατάκτηση της αρετής και της αλήθειας. Μιας αρετής που αντιμάχεται κάθε έννοια και κάθε μορφή υποκρισίας και που είναι προσαρμοσμένη στα μέτρα και τα δεδομένα της ανθρώπινης υπόστασης, ως αυτόνομης προσωπικότητας, απελευθερωμένης, εξ ορισμού, από εξωγενείς συμβιβασμούς. Και μιας αλήθειας της οποίας η αναζήτηση δεν έχει όρια ούτε μπορεί να υποταχθεί στους κανονιστικούς περισπασμούς της οιασδήποτε πλειοψηφίας, πολύ δε περισσότερο της αποπνικτικής ομοφωνίας. Τη θέση του αυτή συμπυκνώνει σ’ έναν ­ ας μου επιτραπεί η έκφραση ­ αφοριστικό ύμνο προς την ελευθερία της σκέψης που είναι, ταυτοχρόνως, αρά και καταγγελία έναντι κάθε μορφής μετριότητας, δίδυμης αδελφής της ισοπεδωτικής ισότητας: «Αντιπαθώ την ομοφωνία και μισώ το κοινό πνεύμα. Οι πλειοψηφίες με γεμίζουν με υπόνοιες» (μτφρ. Ε. Ρακιτζή, ό.π.). Ισως αυτή η θέση ­ περισσότερο ακόμη και από τις κοσμολογικές και θρησκευτικές του αντιλήψεις ­, που βρισκόταν στον αντίποδα του πνευματικού και θρησκευτικού κατεστημένου της εποχής του, να αιτιολόγησε την απόφαση των ιεροεξεταστών του και να λαμπάδιασε την πυρά στην «Πλατεία Ανθέων». Πώς, άραγε, να αντέξουν αυτά τα σχεδόν παγανιστικά υπολείμματα του Μεσαίωνα τόση πνευματική ανεξαρτησία, τέτοια ριζοσπαστική αμφισβήτηση και την απροκάλυπτη περιφρόνηση της «αυθεντίας τους»; Ετσι καθώς «ταξιδεύω» ανάμεσα σ’ αυτές τις σελίδες του έργου του Giordano Bruno, συλλογίζομαι πως αν, χρόνους πολλούς αργότερα, ο Rousseau και ο Voltaire είχαν έλθει σ’ επαφή με το έργο αυτό ­ δεν ξέρω, ας μου συγχωρηθεί αυτή η αυθαιρεσία, αν υπάρχουν στα κείμενά τους σχετικές αναφορές ­, ο μεν πρώτος ίσως να μην είχε διατυπώσει, τουλάχιστον με τον τρόπο που το έπραξε στη συνέχεια, ιδίως τις απόψεις του για την επιβολή της πλειοψηφίας και την αρχή της ισότητας. Ο δε δεύτερος θα του είχε επιδαψιλεύσει την τιμή της πηγής έμπνευσης και, γιατί όχι, του πρώτου διδάξαντος.


Μια «σπάνια» ταύτιση


ΙΙ. Πριν από πέντε περίπου χρόνια, πρωινό καλοκαιριού, αν θυμάμαι καλά, κοντά σε κάποιαν αμμουδιά του Αιγαίου, επιχειρούσα να γνωρίσω τα μονοπάτια του «Κήπου με τις Αυταπάτες» του Οδυσσέα Ελύτη.


Α. Και τότε, σε μιαν «αμπολή» του κήπου αυτού, άκουσα τον ποιητή να εξομολογείται: «Οπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στη μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας. Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο. Ή τις κάνω σμαράγδι να φωτίζουν τη νύχτα μου, ή τις τρώω με σοκολάτα και σαντιγύ. Γι’ αυτό και καμιά ολιγαρχία που εκτιμώ δεν έρχεται ποτέ στα πράγματα. Ομως γι’ αυτό ακριβώς την επιλέγω. Για να μην έρχομαι ποτέ στα πράγματα. Ερχομαι κι όχι μια μόνο αλλά εκατό φορές σ’ ένα οποιοδήποτε Verve, στο La terre est bleue comme une orange, στην Παρθένο της Σικίνου πριν να υπάρξει, στο Eau de Vervene, στο Poem in October, στον Ναυτίλο του Patek Philippe, στη Μικρή Πράσινη Θάλασσα. Ακριβές μειοψηφίες, σπάνια βιβλία, ιδίως αν το χαρτί τους είναι Velen pure fil Lafuma ή πάπυρος του 1600. Οπως τα βρίσκουμε στα παλαιοπωλεία των μικρών πόλεων της Ευρώπης».


Β. Τι σύμπτωση και τι ταύτιση ανάμεσα σ’ αυτήν την απόρριψη της «μάζας της εκάστοτε πλειοψηφίας» και την αναζήτηση των «ωραίων μειοψηφιών» του Ελύτη και την «αντιπάθεια προς την ομοφωνία», το «μίσος προς το κοινό πνεύμα», την «καχυποψία έναντι των πλειοψηφιών» του Giordano Bruno! Πέραν τούτου τι σύμπτωση και τι ταύτιση, σε τελική ανάλυση, ως προς την αντίθεση απέναντι στην τυραννία του κανόνα της μετριότητας και στην αλλοτρίωση της φιλισταϊκής καθημερινότητας! Και να ‘ναι μόνο σύμπτωση ή μήπως απώτερο ­ και απολύτως θεμιτό βεβαίως ­ δάνειο; Είναι κι αυτή η αναφορά στον «πάπυρο του 1600»… 1600! Χρονιά θανάτου του μεγάλου αμφισβητία. Κι ας μην ξεχνάμε, τέλος, πως ο Giordano Bruno υπήρξε και ποιητής. Και πως ο Ελύτης έζησε ελεύθερος και μοναχικός σμιλευτής του λόγου.


Η αγωνία του ανέφικτου


ΙΙΙ. Δεν είναι μόνον η συμπλήρωση τετρακοσίων χρόνων από το θάνατο του Giordano Bruno που μ’ έκανε να γράψω αυτές τις λίγες ­ και οπωσδήποτε ελλιπείς και ελλειπτικές ­ σκέψεις. Κάθε άλλο. Εξάλλου απεχθάνομαι κάθε είδους επέτειο, γιατί έχω την αίσθηση πως οι επέτειοι είναι συνήθως μνημόσυνα πάνω από τον τάφο των γεγονότων που φέρνουμε περιστασιακά στη μνήμη μας. Το διάβημά μου έχει μιαν άλλη σκοπιμότητα: Να χαράξει κάποια ίχνη αγωνίας μπροστά στην αναβίωση της λατρείας μιας καινούργιας μορφής μετριότητας που χαρακτηρίζει τις μέρες μας: Της μετριότητας που στηρίζεται στην επανάπαυση, την οποία καλλιεργούν και εμπεδώνουν τα σύγχρονα επιτεύγματα του πνεύματος και της γνώσης. Της μετριότητας που μας εξωθεί να θεωρήσουμε πως έχουμε επιτύχει πολλά και πως μπορούμε πια ­ η «ανάπαυση του πολεμιστή» ­ περισσότερο ν’ απολαύσουμε παρά να δημιουργούμε. Της μετριότητας, τέλος, που οι επιπτώσεις της είναι κάτι παραπάνω από ορατές, σχεδόν διεθνώς, ως προς την αποπνικτική ένδεια ηγετικών φυσιογνωμιών σε καίριους τομείς, όπως ιδίως εκείνοι του πνεύματος ή και της πολιτικής.


Α. Κάπως έτσι, όπως σημειώνει ο Isaiah Berlin («Οι ρίζες του Ρομαντισμού», 2000, σελ. 81 κ.ε.), περιέγραφε τα χαρακτηριστικά του Διαφωτισμού ο προπάτορας του Ρομαντισμού, ο Johann-Georg Hamann: «Ο Διαφωτισμός, στο σύνολό του, θανάτωνε καθετί ζωντανό μέσα στον άνθρωπο, προέβαλλε ένα ισχνό υποκατάστατο της δημιουργικής ενέργειας του ανθρώπου, ένα σαθρό υποκατάστατο του πλούσιου κόσμου των αισθήσεων, δίχως τον οποίο είναι αδύνατον να ζήσει κανείς, είναι αδύνατον να φάει, να πιει, να χαρεί, να συναναστραφεί με άλλους ανθρώπους και να ενδώσει στα χίλια δύο εκείνα πράγματα χωρίς τα οποία μαραζώνει κανείς και πεθαίνει» (σελ. 85-86). Ως λυτρωτικό αντίδοτο και καθαρτήριο ακεσώδυνο αυτού του Διαφωτισμού, που στο όνομα ενός αυτάρεσκου ορθολογισμού λειτουργούσε ως τροχοπέδη στην αστείρευτη δύναμη της ανθρώπινης δημιουργίας, εμφανίσθηκε τότε ο Ρομαντισμός. Ανατρέποντας τις παραδοσιακές και παραδεδεγμένες αντιλήψεις περί «αντικειμενικής αλήθειας» και περί «εγκυρότητας της ηθικής», απελευθέρωσε τις δυνάμεις του ανθρώπου, αυτού του «Δεσμώτη Προμηθέα» του οποίου την ικμάδα ρουφούσαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα αδηφάγα όρνεα της παρακμιακής επανάπαυσης και του στείρου περιορισμού στα «κεκτημένα».


Β. Ας ελπίσουμε ότι ένας ανάλογος ­ πάντα με τα μέτρα που αντιστοιχούν στις ιδιομορφίες και τις ανάγκες της εποχής μας και των χρόνων που έπονται ­ «Ρομαντισμός» θα έλθει να δώσει τέλος σ’ αυτά τα «χρόνια της μετριότητας», αφήνοντας τον άνθρωπο να καλπάσει ελεύθερος προς τον ορίζοντα που διαγράφουν τα όριά του. Και ας ξέρουμε πως ο ορίζοντας αυτός είναι, κατά βάθος, ένας αντικατοπτρισμός, μια αυταπάτη, κάτι που δεν θ’ αγγίξουμε ποτέ. Αλλωστε αυτή η αγωνία του ανέφικτου δεν είναι η γενεσιουργός αιτία και δύναμη και της δημιουργίας και της ελευθερίας μας;


Σε μια τέτοια σύμφυτη με τον άνθρωπο ­ και γι’ αυτό γοητευτική ­ πορεία προς το άγνωστο, που οραματίζεται την τελειότητα έστω και σαν δέντρο που απ’ τα κλαδιά του κρέμεται ο «απαγορευμένος καρπός», η συμβολή της σκέψης του Giordano Bruno είναι ακόμη και σήμερα όχι απλώς χρήσιμη, αλλά κυριολεκτικώς καταλυτική. Και εδώ, τελειώνοντας, ας διευκρινίσω: Καταλυτική όχι τόσο για το αντικειμενικό της περιεχόμενο, που με την εξέλιξη της γνώσης συμπληρώθηκε πια και σε μεγάλο βαθμό έχει κιόλας ξεπεραστεί. Οσο για τον τρόπο με τον οποίο διατυπώθηκε και εκφράσθηκε από μια προσωπικότητα που υπερκέρασε την εποχή της και προσέφερε εαυτήν θυσία στο βωμό του πνεύματος και της ελευθερίας.


Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.