Οι αναγνώστες του ημερήσιου Τύπου θα θυμούνται ασφαλώς τα επικριτικά σχόλια που επέσυραν οι ομιλίες του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου στις πρόσφατες λαοσυνάξεις της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, πολιτικοί, οι πάντες μίλησαν για το γεγονός και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κατηγόρησαν ανοιχτά τον Αρχιεπίσκοπο ότι δεν σεβάστηκε τους νόμους και το Σύνταγμα. Ο,τι πυροδότησε τις αρνητικές αντιδράσεις (οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις ξεπέρασαν το μέτρο) ήταν κυρίως μια «δήλωση» του Αρχιεπισκόπου από την ομιλία της Θεσσαλονίκης: «Οι νόμοι όταν ο λαός δεν θέλει δεν εφαρμόζονται και πέφτουν σε αχρησία». Πολύ φοβούμαι ότι μείναμε στην επιφάνεια της «δήλωσης» αυτής και μας διέφυγε το βαθύτερο νόημα.


Οι χιλιάδες άνθρωποι που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Αριστοτέλους και στο Σύνταγμα θύμιζαν εκείνη την κοσμοσυρροή στο προαύλιο του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών, όπου οι πιστοί συνωστίζονταν και περίμεναν καρτερικά ώρες ολόκληρες για να προσκυνήσουν την εικόνα της Θεοτόκου «Αξιον εστί» (και τότε γράφτηκαν και ειπώθηκαν επικριτικά λόγια για την Εκκλησία και τον λαό). Είναι λάθος να λέγεται και να γράφεται ότι ο Αρχιεπίσκοπος «χρησιμοποίησε» τον λαό και να χαρακτηρίζεται ο λαός «απροσδιόριστος», ό,τι δεν κολακεύει ασφαλώς ανθρώπους που εργάζονται, πληρώνουν φόρους, ψηφίζουν και γνοιάζονται για το μέλλον της οικογένειάς τους, και έχουν επιτέλους νου και κρίση. Το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που οδήγησε τον λαό στη σεπτή εικόνα της Παναγίας τον οδηγεί και σήμερα κοντά στον Αρχιεπίσκοπο. Πλανώνται όσοι αποδίδουν τις λαοσυνάξεις αυτές σε «θρησκευτικό φανατισμό». Οι λαοσυνάξεις υπήρξαν μια συγκλονιστική μαρτυρία του γεγονότος ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα που πιστεύουν στην πολιτιστική τους ταυτότητα.


Η κρατική εξουσία


Σε μια δημοκρατία οι πολίτες οφείλουν να σέβονται τους νόμους, αλλά και οι κυβερνώντες οφείλουν παράλληλα να αφουγκράζονται τον λαό προτού πάρουν αποφάσεις που θίγουν τις ευαισθησίες του. Οταν όμως οι αποφάσεις έρχονται σε αντίθεση με τις αρχές και τα πιστεύω του, οι αντιδράσεις πρέπει να θεωρούνται αναμενόμενες. Αν ο ελληνικός λαός πιστεύει αληθινά στις αξίες της πολιτιστικής του παράδοσης, θα αγωνισθεί και σήμερα, όπως αγωνιζόταν πάντα σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.


Η Αντιγόνη του Σοφοκλή εναντιώθηκε στην κρατική εξουσία. Για την Αντιγόνη, όπως και για τον σημερινό Ελληνα, υπήρχε και υπάρχει κάτι περισσότερο από την τυφλή υπακοή στις αποφάσεις της εξουσίας. Το ιερό καθήκον να θάψει τον αδελφό της (στ. 45 κ.ε.), στην ομώνυμη τραγωδία, αποδεικνύεται ισχυρότερο από την απαγόρευση του Κρέοντα (στ. 25 κ.ε.), που υποστηρίζει ότι η ανυπακοή στους νόμους πλήττει τα συμφέροντα της πολιτείας (στ. 672 κ.ε.).


Ποια συμφέροντα όμως; Η Αντιγόνη αντιστέκεται, χωρίς η αντίστασή της να σημαίνει και προσπάθεια ανατροπής της εξουσίας ή σφετερισμού της, επικαλούμενη τον θεϊκό νόμο (στ. 454 κ.ε.), που υπερέχει των εφήμερων και αναθεωρήσιμων πολιτικών αποφάσεων. Οι θηβαίοι γέροντες υποστηρίζουν αυτό που πιστεύει κάθε εχέφρων πολίτης από τότε ως σήμερα (στ. 368 κ.ε.): «όποιος τιμά τους νόμους της χώρας του και την ένορκη δικαιοσύνη των θεών δοξάζει την πόλη του». Φτάνει όμως η στιγμή που ακόμη και οι νομοταγείς Θηβαίοι ξεσπούν (στ. 800: «τώρα πια βγαίνω κι εγώ έξω από τους νόμους βλέποντας αυτά»). Δεν είναι επομένως οι «φανατισμένοι» που επαναστατούν όταν βρεθούν αντιμέτωποι με την αυταρχικότητα και την αδιαλλαξία.


Οταν έγραφε την «Αντιγόνη» ο Σοφοκλής διέβλεπε με ανησυχία ότι ξεκινούσε μια επικίνδυνη ιμπεριαλιστική πολιτική που απειλούσε να παρασύρει τα πάντα στο διάβα της, ακόμη και τις πατροπαράδοτες αξίες των μαραθωνομάχων. Η ιστορία επαναλαμβάνεται στις μέρες μας.


Το θρησκευτικό καθήκον της Αντιγόνης δεν ήταν λιγότερο ή περισσότερο ιερό από την πίστη του σημερινού Ελληνα που αντιδρά όταν θεωρεί ότι ορισμένες ενέργειες ή αποφάσεις των κυβερνώντων την υπονομεύουν. Αν οι σημερινοί «προοδευτικοί» ή «εκσυγχρονιστές» δεν συμπαραστέκονται στον λαό, όπως οι Θηβαίοι στην Αντιγόνη (στ. 800 κ.ε.), ή δεν συμμερίζονται τους φόβους του, οφείλουν τουλάχιστον να επιδεικνύουν την πρέπουσα κατανόηση και όχι να λοιδορούν τον λαό και να βάλλουν κατά της Εκκλησίας, που πρόσφερε και προσφέρει πολλά. Ισχυρός ενωτικός κρίκος των σημερινών Ελλήνων είναι η θρησκεία, όπως ήταν και των αρχαίων (βλ. Ηρόδοτο 8.144).


Δεν βλέπουν άραγε εκείνοι που επικρίνουν τον Αρχιεπίσκοπο ότι με τους αδέξιους χειρισμούς ενός ευαίσθητου για πολλούς θέματος και κυρίως με τη συνεχιζόμενη αδιαλλαξία της η κυβέρνηση φέρει μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση και για ό,τι θα επακολουθήσει; Δεν χρειάζεται να είναι κανείς Τειρεσίας για να μαντεύσει τα επερχόμενα δεινά (στ. 998 κ.ε.). Αφού πρώτα πει στον Κρέοντα (στ. 1015) «το κράτος κινδυνεύει εξαιτίας της ισχυρογνωμοσύνης σου», ο σοφός μάντις προτρέπει τον τύραννο (στ. 1023 κ.ε.): «σκέψου τα λοιπόν αυτά, γιατί κοινό είναι σε όλους να κάνουν λάθη. Οταν όμως πέσει κανείς σ’ ένα σφάλμα, δεν είναι πια ούτε ανόητος μα ούτε και αξιολύπητος αν το επανορθώσει και δεν μείνει ανυποχώρητος».


Θείος νόμος


Τελικά ο Κρέοντας συζητά το πρόβλημα και κάποια στιγμή ομολογεί (στ. 1098) «είναι φοβερό να υποχωρήσω». Ο χορός των Θηβαίων τού υπενθυμίζει ωστόσο ότι είναι ανάγκη να ορθοφρονήσει (στ. 1098), πράγμα που γίνεται (στ. 1105 κ.ε.), αν και κάπως αργά. Το τίμημα είναι βαρύ και για τον ίδιο προσωπικά. Η πίστη στους θεϊκούς νόμους και στις ηθικές αξίες αποδεικνύεται ισχυρότερη από τον ανθρώπινο νόμο. Αυτό λέει και ο Αρχιεπίσκοπος σήμερα.


Οταν λοιπόν οι κυβερνώντες παίρνουν αποφάσεις που δημιουργούν φοβίες στον λαό, είναι φυσικό ο λαός να αναζητά καταφύγιο κοντά στον πνευματικό του ηγέτη. Είναι πολλοί εκείνοι που πιστεύουν ότι ο Αρχιεπίσκοπος υπερασπίζεται το δικαίωμα να εισακούονται από τους εκάστοτε εκφραστές της κρατικής εξουσίας σε θέματα που αφορούν την υπόστασή τους. Και έχει σημασία τι πιστεύουν οι πολλοί ή οι λίγοι που διαμαρτύρονται. Για τον μεγάλο τραγικό ποιητή υπερισχύουν οι θεϊκές επιταγές (Οιδίπους Τύραννος, στ. 865 κ.ε.), όπως και για τον νομοταγή Σωκράτη, που δήλωσε άφοβα στους δικαστές του, δηλαδή στην εξουσία (Απολογία, 17, 7D), «θα υπακούσω στον θεό παρά σ’ εσάς», αλλά και για τους Αποστόλους που κήρυξαν στον κόσμο την πίστη τους (Πράξεις Αποστόλων 5, 29) «πρέπει να υπακούει κανείς στον Θεό παρά στους ανθρώπους».


Ο κ. Οδυσσέας Τσαγκαράκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.