Παράλληλα με τον κύριο στόχο των επιστημονικών συνάξεων, την προώθηση της έρευνας, προκύπτει καμιά φορά και μια άλλη παρακίνηση, της μνήμης. Την έχω βιώσει πρόσφατα με την ευκαιρία του Διεθνούς Συνεδρίου «Κρήτη και Ευρώπη. Συγκρίσεις, συγκλίσεις και αποκλίσεις στη λογοτεχνία» που έγινε στον Δήμο «Ν. Καζαντζάκης» στους Βαρβάρους. Αισθάνθηκα τον πειρασμό αλλά και την υποχρέωση να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία.


Ημουν περίπου 20 ετών, τελείωνα το Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας και έκανα τα πρώτα δειλά βήματα ως νεοελληνίστρια. Η γνωριμία με την Ελλη Αλεξίου προέκυψε μέσα από την αλληλογραφία της με τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο («Αγαπητέ μου Αλέ» του έγραφε εκείνη, «Αγαπητή μου Αλέ» της απαντούσε αυτός). Θυμάμαι τη χαρά που μας έφερναν οι ταχυδρομικοί φάκελοι με τα ωραία, καθαρά, ολοστρόγγυλα γράμματά της. Ετσι ήταν κι ο χαρακτήρας της ­ ωραίος, ντόμπρος, καθαρός, δεν το αμφισβητούσες και όταν, πολύ αργότερα, τύχαινε να διαφωνήσεις μαζί της. Υπήρχαν κάποιες προδιαγραφές της γενιάς της, της προσωπικής κοινωνικής πορείας της, αλλά ποτέ ούτε ίσκιος όποιας μικρότητας. Ευθύς και γενναία. Την έβλεπα σαν μια ιδανική πρέσβειρα να αντιπροσωπεύει τον τόπο της ­ την Ελλάδα και ειδικά την Κρήτη.


Το 1961, με την ευκαιρία των εορτασμών του Σεβτσένκο στο Κίεβο, είχε έρθει στη Σοβιετική Ενωση και πετάχτηκε να μας δει στη Μόσχα. Ζούσαμε τότε στη φοιτητική εστία του Λογοτεχνικού Ινστιτούτου, οι φίλοι μας στριμώχθηκαν και άδειασαν ένα δωμάτιο να μείνει. Υπάρχει μια φωτογραφία ­ η Ελλη κι εγώ ­ κοντά στο θέατρο Μπαλσόι. Φορώ ένα ασημένιο βραχιόλι που μόλις μου χάρισε η Ελλη ­ είχε αγοράσει δύο σε ένα καλλιτεχνικό σαλόνι εκεί δίπλα, ένα για μένα κι ένα για τον εαυτό της.


Το 1965, όταν πρωτοήλθα στην Ελλάδα να γνωρίσουν τα πεθερικά μου την ενός χρόνου εγγονή τους, στο λιμάνι μάς περίμενε η Ελλη. Πνευματική νονά της κόρης μας… Είναι πολλά που με δένουν με τη μνήμη της, και όχι μόνο οικογενειακής φύσεως.


Από μιας αρχής με είχε εντυπωσιάσει ο έμφυτος συνδυασμός μιας εντοπιότητας, μιας λαϊκής κρητικής ιδιοσυγκρασίας και σοφίας και μιας πλούσιας διαπολιτισμικής εμπειρίας. Δεν συντελούσε μόνο η αξιόλογη παιδεία της, ήταν η πνευματική δίψα που δεν γνώριζε σύνορα, η επιθυμία και η χαρά τής επικοινωνίας των συγγενών ψυχών. Αυτό το στίγμα είναι αδρά αποτυπωμένο στο τελευταίο βιβλίο της Κατερειπωμένα αρχοντικά (1977). Θυμάμαι μια ωραία κριτική για το βιβλίο αυτό του Μ. Μερακλή. Αλλά, όπως διαπίστωσα και στο συνέδριο, ακόμη και οι ειδικοί δεν το γνωρίζουν. Καμιά φορά το έργο που καθιερώνει έναν συγγραφέα καταδυναστεύει την εικόνα του. Φοβάμαι ότι για πολλούς την Ελλη Αλεξίου αντιπροσωπεύει σχεδόν αποκλειστικά το φημισμένο πρώτο βιβλίο της Γ’ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον. Ας ρίξουμε όμως μια ματιά και στο τελευταίο βιβλίο της. Ας την πλησιάσουμε χωρίς τα κλισέ όποιων προγενέστερων προσεγγίσεων. ***


Κατερειπωμένα αρχοντικά. Η έννοια της αναπότρεπτης φθοράς που δηλώνεται στον τίτλο διαπερνά και τα έξι διηγήματα της συλλογής. Ο απαρέγκλιτος νόμος ­ τα πάντα γερνούν και πεθαίνουν. Ο αφηγηματικός προβολέας συλλαμβάνει τις απώλειες, όχι μόνο τις ορατές, βιολογικές, μα και άλλες, αόρατες, τις πολλαπλές εκδοχές της αιώνιας διάστασης ανάμεσα στις προσδοκίες και το τελικό αποτέλεσμα. Τα κοριτσίστικα όνειρα, λ.χ., για έναν ευτυχισμένο γάμο, αλλά και τα κοινωνικά οράματα.


Το οντολογικό αυτό πλαίσιο εμφανίζεται από την οπτική γωνία μιας ηλικιωμένης γυναίκας βυθισμένης στις αναμνήσεις για τους ανθρώπους που ήδη έφυγαν και εν όψει της δικής της αναμενόμενης αναχώρησης για το τελευταίο ταξίδι. Ανασυνθέτει τις βιογραφίες που παρακολούθησε «κατά την πορεία του βίου τους», προβληματίζεται για τα «αποσιωπητικά» στα «κρίσιμα σημεία». Και ο προβληματισμός και η καλλιτεχνική του ενσάρκωση, τα ερωτηματικά που προβάλλουν και η συνειδητή απόρριψη του ρόλου ενός παντογνώστη αφηγητή, η έντεχνη διείσδυση στα αποσιωπούμενα και τα άρρητα εμφανίζουν στοιχεία μιας εκσυγχρονισμένης θέασης και γραφής.


Εντυπωσιακή η παρουσία στις λιγοστές σελίδες της συλλογής πολλών ονομάτων ρώσων πεζογράφων ­ Αντρέεφ, Γκόρκι, Τσέχοφ, Τολστόι, Ντοστογέφσκι, Τουργκένιεφ. Και από άλλα γραπτά της Ελλης Αλεξίου γνωρίζουμε την ιδιαίτερη αδυναμία της στον Τσέχοφ, έναν από τους βασικούς ευρωπαίους εισηγητές της αφηγηματικής αποστασιοποίησης. Οι δικές του τεχνικές δεν εφαρμόζονται εδώ κατά γράμμα, αλλά λειτουργούν ως γενικές κατευθυντήριες γραμμές κατάθεσης και φωτισμού. Η αφηγήτρια δεν αποφαίνεται. Παρατηρεί και καταγράφει ­ τους άλλους και τον εαυτό της. Και εμείς παρακολουθούμε τη ροή των συλλογισμών της, καθώς και τους μηχανισμούς εξωτερίκευσης σε λόγο της καταγραφόμενης εσωτερικής αναλυτικής διαδικασίας.


Πρόκειται για πράξεις απολογισμού, ένα είδος διαθήκης που διαχειρίζεται τα συμπεράσματα μιας μακράς πορείας με επίκεντρο το αξονικό τσεχοφικό πρόβλημα ­ επιλογή στάσης ζωής που διασφαλίζει την ανθρωπιά των ανθρώπων. Οι αρχικές θέσεις των ηρώων βρίσκονται σε αυτό το μήκος κύματος, αλλά η πραγματικότητα ασκεί μια ανατρεπτική πίεση και αρκετές φορές συνθλίβει (μερικώς ή εξ ολοκλήρου). Το πρώτο διήγημα που χάρισε τον τίτλο του σε όλη τη συλλογή εικονογραφεί τη σύγκρουση με δύο χαρισματικές περιπτώσεις δημιουργών που επιζούν «στις σελίδες των βιβλίων».


Προσέχουμε την πρώτη φράση που αποτελείται από δύο μόνο λέξεις: «Ψυχικά θησαυροφυλάκια». Αυτά είναι τα αρχοντικά που ενδιαφέρουν τη συγγραφέα, τα αναζητεί και τα βρίσκει, παρακολουθεί τη μοίρα τους, την αναπόφευκτη φθορά τους από τον χρόνο, αλλά και την αποφευκτέα λεηλασία από την πίεση των περιστάσεων. Αναμφισβήτητα βρισκόμαστε στο κλίμα ενός ιδιόμορφου ηρωικού στωικισμού που έχει σφραγίσει ένα πολύ ισχυρό λογοτεχνικό ρεύμα της εποχής μας.


Στα διηγήματα που ακολουθούν πραγματοποιείται η μετάβαση από το εξαιρετικό στο καθημερινό, εκεί που η ανθρώπινη ποιότητα δοκιμάζεται συνεχώς και ανελέητα, καθώς τα χρόνια «κυλάνε μέσα στις έγνοιες και στις αποκαρδιώσεις. Και σα να μη φτάνουν και αυτά, κυριάρχησαν μέσα σου και κοσμοθεωρίες που λατρεύεις και κοινωνικά ιδανικά που έντονα επιθυμείς, μα που και αυτά «ικανοποιούνται με χρεωστικά γραμμάτια»». Αυτά είναι τα αμείλικτα δεδομένα της καθημερινότητας και οι αντι-θέσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας δεν αντιπροβάλλονται μετωπικά, προκύπτουν μέσα από αθέατες σχεδόν χειρονομίες που συνθέτουν τη στάση σταθερής αξιοπρέπειας.


Πρόκειται για απόρριψη όποιων κοινωνικών συμβάσεων που υποβαθμίζουν την ανθρωπιά. Η δοκιμασία ισχύει ακόμη και στο τελευταίο σύνορο του αποχαιρετισμού, της «απογύμνωσης» (έτσι τιτλοφορείται ένα διήγημα) όταν τα υλικά αγαθά χάνουν κάθε αξία και η ηλικιωμένη αφηγήτρια τα αποχωρίζεται χωρίς κανέναν δισταγμό. Τη δεσμεύουν αποκλειστικά αυτά που ο κηπουρός της τα έλεγε «ζωντανά πράγματα». Οσα υπήρξαν συνομιλητές της και της στάθηκαν στις δύσκολες ώρες. Στο διήγημα Αντιπαροχές είναι τα δέντρα του παλιού κήπου, τα πεύκα που στήριζαν την κούνια («διχτυωτό φορείο», «Σταθμός Πρώτων Βοηθειών»), το μυρωδάτο γιασεμί, η τρελή λεμονιά που πλημμύριζε ανθούς, αλλά δεν έδινε καρπούς και τους χάρισε ξαφνικά σπάνιο, εκλεκτό είδος («Το καημένο το αγαθό πλάσμα, έβαλε τα δυνατά του να με καλοπιάσει, για να μην το θυσιάσω…»).


Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα διατηρητέα και μη περνάει επομένως στο επίπεδο της επικοινωνίας. Η λυδία λίθος ­ η κατανόηση και η αλληλεγγύη. Εκτός από τα δέντρα του κήπου εξανθρωπισμένη συμπαράσταση προσφέρουν τα βιβλία ­ «διοχέτευαν μέσα σου κείνο το μαγικό ρευστό της ενδυνάμωσης». Και τα δέντρα του κήπου και τα βιβλία, ενώ αποτελούν μια αυθύπαρκτη παρουσία, λειτουργούν επί της ουσίας ως θύρα εισόδου στον εσωτερικό κόσμο της αφηγήτριας. ***


Υπάρχει στη συλλογή ένα προφητικό διήγημα Προοπτικές που καταλήγει στην ομολογία συμπάθειας προς «ένα εγκαταλειμμένο μονοπάτι, που αντικαταστάθηκε δίπλα του με αυτοκινητόδρομο… Και πολύς αγαθός κόσμος, απρόβλεπτα πολύς κι απρόβλεπτα αγαθός, τιμάει, προτιμάει το μονοπάτι μου, κι ας έχει αρχίσει εδώ κι εκεί να χάνεται κάτω από την αδέσποτη κι ανεμπόδιστη φυσική βλάστηση». Δεν νομίζω ότι η συγγραφέας μάς θέτει μπροστά σε δίλημμα. Δεν είναι ανάγκη να απαρνηθούμε την «ανεμπόδιστη φυσική βλάστηση» του χρόνου που συνεχίζει να τρέχει, προκειμένου να τιμήσουμε το μονοπάτι που ήταν άλλωστε κάθε άλλο παρά απομονωμένο, συμβάδιζε με την εποχή του και μας αποκαλύπτει και τώρα όψεις καθόλου παρωχημένες.


Τα Κατερειπωμένα αρχοντικά, που έθεσαν την τελεία στη μακρά συγγραφική πορεία της Αλεξίου, εκπέμπουν, ως γραφή, μια ανεπάντεχη γεύση φρεσκάδας, μια ισχυρή αίσθηση δημιουργικής ακμής. Πράγματι, πολύ ευτυχισμένη κατακλείδα.


Η κυρία Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.