Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δεν κρυβόντουσαν πίσω από το δάχτυλό τους με τη θρησκεία. Είχαν επίγνωση της ανάγκης ενός μεταφυσικού τελικού καταφυγίου αλλά δεν μασούσαν τα λόγια τους σχετικά με το ποιόν του. Οι θεοί τους ήταν φτιαγμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση των ανθρώπων. Δηλαδή ήταν ωραίοι και άσχημοι, ψηλοί και κοντοί, γοργοπερπάτητοι αλλά και χωλοί. Ακόμα περισσότερο ίσχυε το «καθ’ ομοίωση»: όπως οι άνθρωποι, οι θεοί ήταν πότε γενναιόδωροι και πότε μοχθηροί ευέξαπτοι ή γαλήνιοι, εκδικητικοί ή μεγαλόψυχοι, ποταποί, ψεύτες, κλέφτες, ερωτύλοι, αλλά και πονόψυχοι, σοφοί, φιλάνθρωποι.


Ετσι κι αλλιώς με μια δράκα ανθρώπων είχαν να ασχοληθούν ­ ούτε με τα 16.000 είδη εντόμων της γης ούτε με τα τρισεκατομμύρια του σύμπαντος. Φυσικά με τέτοιους θεούς το καθημερινό πάρε – δώσε ήταν κάτι εντελώς συνηθισμένο που δεν χρειαζόταν πολλές διατυπώσεις για να πραγματοποιηθεί. Πάντοτε κάποιο πρόβλημα υπήρχε προς επίλυση και τα αιτήματα ανεμέλποντο πληθωρικά και χωρίς αιδημοσύνες ή αναστολές. Οπως άλλωστε και οι αιτιάσεις. Οι θνητοί δεν είχαν κανένα πρόβλημα να αγανακτούν με αυτόν ή εκείνον τον θεό και, εκφράζοντας με γλαφυρό τρόπο την αγανάκτησή τους όταν αισθάνονταν παραμελημένοι, να απευθύνονται σε άλλον.


Παλιές αμαρτίες


Τα πράγματα άλλαξαν άρδην σε επίπεδο δογματικής πρακτικής και επικοινωνιακών στρατηγικών με τον χριστιανισμό. Ο Παύλος υπήρξε ο ασύγκριτος επιτελικός που συγκέντρωνε τις επίζηλες ιδιότητες του οργανωτή, του spokesman αλλά και του αφεντικού που έχει για όλα έγκυρες λύσεις και απαντήσεις. Βεβαίως η ιστορική εξέλιξη του χριστιανισμού δεν μπορούσε παρά να σημαδευτεί από διασπάσεις, μεταρρυθμίσεις, αντιμεταρρυθμίσεις κ.ο.κ. Αν δούμε γύρω μας όμως σήμερα θα αναγνωρίσουμε χωρίς ιδιαίτερο κόπο ότι οι παλιές αμαρτίες ρίχνουν μακριές σκιές. Οσο και αν αποκαλούμαστε ορθόδοξοι, νομίζω πως η νοοτροπία των προγόνων μας, του Δωδεκαθέου, δεν έχει ακόμη εξαλειφθεί σε αρκετά βασικά σημεία της. Σκεφθήκαμε άραγε ποτέ ότι είμαστε ο μόνος λαός που έχει στο ρεπερτόριο των γενετήσιων βρωμόλογών του τόσο μεγάλη εμμονή με τα θεία; και μάλιστα, ω, του άκρατου παγανισμού, με τα θεία του άλλου (πάντοτε ακούμε τον Τάδε ΣΟΥ και τη Δείνα ΣΟΥ ή ΤΟΥ) σαν να είναι άλλοι οι δικοί μας και άλλοι οι των άλλων; Δέκα λεπτά καθυστέρηση να έχει το αεροπλάνο τα γαμωσταυρίδια είναι στα χείλη πολλών και στο μυαλό όλων. Μπαίνουμε μέσα και με τις πρώτες δύο αναταράξεις αρχίζουμε τα «Θεούλη» μου και τα «Παναγίτσα» μου αδίστακτα και ανενδοίαστα. Αυτή η σχέση του καθενός μας με τα θεία είναι πραγματικά μοναδική στον χριστιανικό κόσμο.


Το γλέντι της προσευχής


Η γιαγιά μου ήταν πολύ θρησκευόμενο άτομο. Κάθε βράδυ έσβηνε το φως και έκανε μπροστά στο καντήλι την προσευχή της. Εγώ ήμουν 8-10 ετών και άκουγα μαγεμένος κάθε βράδυ την ίδια προσευχητική δομή. Είχε τέσσερα μέρη, όλα μαζί διαρκούσαν περίπου μισή ώρα: πρώτα το «Αγιος ο Θεός», κατόπιν το «Πάτερ Ημών» ολόκληρο και η κατάληξη με το «Πιστεύω» δραστικά συντομευμένο μέχρι το «ομοούσιον» στο οποίο αφού πρόσθετε ένα δικής της εμπνεύσεως «και αχώριστον» έβαζε τελεία και πήγαινε στο «Δι’ ευχών».


Ανάμεσα όμως στο ακέραιο «Πάτερ Ημών» και το κολοβωμένο «Πιστεύω» μεσολαβούσε το μακρύτερο κομμάτι της προσευχής και το μεγάλο γλέντι για μένα: το τμήμα αυτό άρχιζε εκεί όπου το αντίστοιχο είχε σταματήσει την προηγουμένη. Οχι μόνο έδινε λεπτομερή αναφορά περί των προβλημάτων της ημέρας, της εβδομάδας και του βίου της εν γένει, αλλά στανικώς επιφόρτιζε με διάφορα καθήκοντα τον Θεό, τον αρχάγγελο Μιχαήλ και τον Αγιο Γεώργιο της Κρώμνης («Λέρημ Κρωμέτεμ, Σαμαναντέτεμ» τον προσφωνούσε). Τους ήθελε όλους συμπαραστάτες στις μικρές μηχανορραφίες της και βυσσοδομούσε με τη μεγαλύτερη άνεση μαζί τους ώστε να τιμωρηθούν όλοι όσοι την είχαν πειράξει. Το gran finale ήταν υπομνηστικού χαρακτήρος και το ίδιο στερεότυπο με τις προσευχές: «να βοηθάς τα παιδία μ’ κι εμέν τη μάναν την κάεναν και την παραπονεμέντζαν πα να μη ανασπάλτς» («… την καημένη και παραπονεμένη να μην ξεχνάς»). Υποθέτω ότι ένας καθολικός ή ένας διαμαρτυρόμενος θα ανατρίχιαζε με αυτή την ανήκουστη οικειότητα. Αν όμως άνοιγε την Οδύσσεια ή την Ιλιάδα θα έβλεπε τέτοιας λογής καταστάσεις.


Πρωτόγονοι θεοί


Βεβαίως όλα αυτά δεν σημαίνουν παρά ότι ο άνθρωπος σε αυτόν τον τόπο χρειάστηκε διαχρονικά να μικρύνει και να στενέψει την έννοια του θεού για να μπορεί να την καταλάβει, κάτι που αποτελεί και τη βασική προϋπόθεση για να την αξιοποιήσει. Γιατί πώς να μη νιώσεις αμηχανία μπροστά στην προοπτική ο θεός να μην είναι ο εκδικητής σου, αυτός που θα ανταμείψει εσένα και θα τιμωρήσει τους εχθρούς σου; Πώς να αντιληφθείς έναν θεό που δεν είναι έτοιμος να «ξεράνει το χέρι εκείνου που θα το σηκώσει κατά της εκκλησίας»;


Εναν θεό στην εύνοια του οποίου τον προνομιακό χώρο κατέχουν οι ορθόδοξοι χριστιανοί, έναν θεό που έχει έναν πολύ άβολο χώρο βασανιστηρίων στον οποίο θα υποφέρουν επ’ άπειρον, ατελεύτητα, όλοι οι κακοί μιας ελάχιστης και παροδικής φάσης του ατελεύτητου, που είναι ο ανθρώπινος βίος, ανάμεσά τους σίγουρα όσοι κάνουν πολιτικό γάμο και όσοι αποφασίζουν την απάλειψη του Χ.Ο. από τα αστυνομικά δελτία ταυτότητος; Με έναν τέτοιο θεό συνομιλούσε η γιαγιά, αυτόν μπορούσε να συλλάβει, αυτόν λάτρευε. Αλλά είναι δυνατόν και οι σπουδαγμένοι, δήθεν εκπρόσωποί του, αρχιερείς μας, αυτοί που γνωρίζουν απείρως περισσότερα από εκείνη για την έννοια της βλασφημίας, να προβάλλουν μια τόσο πρωτόγονη ιδέα του θεού, μια ιδέα του θεού σε τόσο απελπιστική σμίκρυνση;


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.