Από τις 18 Μαΐου ως πρόσφατα λειτούργησε στο κτίριο της Σχολής Καλών Τεχνών επί της οδού Πειραιώς η έκθεση «Η αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα στην Ελλάδα», που οργανώθηκε από το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής και το γερμανικό Μουσείο Αρχιτεκτονικής της Φραγκφούρτης.


Πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική και πολυταξιδεμένη έκθεση που επέστρεψε «οίκαδε». Τώρα λοιπόν που υπάρχει πλέον ευρεία αντίληψη και γνώση για αυτήν είναι ίσως χρήσιμο να διατυπωθούν σκέψεις και προβληματισμοί που αφορούν την ίδια, αλλά και γενικότερα θέματα που έχουν να κάνουν με αυτή καθαυτή τη φύση της αρχιτεκτονικής.


Κατ’ αρχήν πρέπει να πει κανείς ότι δεν πρόκειται για μια έκθεση τρεχούσης φύσεως. Τόσο ο χρόνος πραγματοποίησής της (το κλείσιμο του 20ού αιώνα) όσο και οι δηλωμένοι στόχοι των οργανωτών της τής προσέδωσαν εξαρχής χαρακτήρα «τελικής συνολικής καταγραφής και αποτίμησης» των αρχιτεκτονικών πεπραγμένων του αιώνα αυτού, όπως διαμορφώθηκαν στον τόπο μας.


Εν τούτοις, παρά την επικαιρότητά της σε σχέση με την παρούσα ιστορική συγκυρία, η έκθεση στηρίζεται σε ένα δοκιμασμένο υλικό που μαζεύτηκε μεθοδικά, κομμάτι κομμάτι, τα τελευταία 35 χρόνια. Είναι μάλιστα δίκαιο να αναφερθεί εδώ ότι, πέραν του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, βοήθησαν πολύ για αυτή την προετοιμασία τα γνωστά περιοδικά «Αρχιτεκτονικά Θέματα» και «Θέματα Χώρου και Τεχνών» του Ορέστη Δουμάνη. Και τούτο γιατί λειτούργησαν όλο αυτό το διάστημα, βεβαίως και με τα άλλα αντίστοιχα ειδικά έντυπα του χώρου, ως συλλεκτήρες αυτού του υλικού.


Δύο βασικές δυσκολίες


Κάθε έκθεση αρχιτεκτονικού έργου καλείται να αντιμετωπίσει δύο βασικές δυσκολίες ­ σύμφυτες και οι δύο με την ίδια την πολυδιάστατη υπόσταση της αρχιτεκτονικής. Πολύ περισσότερο όταν ο κύριος στόχος της, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι να εντοπίσει και να εκφράσει με πληρότητα, μέσα από την πολυμορφία των ατομικών έργων, και το συλλογικό «σημάδι» μιας μακράς αλλά και ταραχώδους ιστορικής περιόδου.


* Η πρώτη δυσκολία είναι ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι μόνο οι ιδέες που μπόρεσαν να υλοποιηθούν, αλλά και εκείνες που για διάφορους λόγους, αν και δημοσιοποιήθηκαν, παρέμειναν ανεφάρμοστες, όπως συχνότατα συμβαίνει ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Αν και οι ιδέες αυτές είναι η «αθέατη πλευρά του φεγγαριού» μας, σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν ανεκτίμητη ­ αλλά και σπανίως κατονομαζόμενη ­ πηγή διδασκαλίας, ενδεχομένως περισσότερο ακόμη και από εκείνες που εφαρμόστηκαν.


* Η δεύτερη δυσκολία είναι ότι η αρχιτεκτονική δεν ­ ή, τουλάχιστον, πολύ λίγο ­ αναπαριστά ή αναπαρίσταται. Κυρίως η αρχιτεκτονική είναι. Και το «είναι» της αρχιτεκτονικής δεν μπορεί να αποστερηθεί του ζωντανού του περιεχομένου, να αποσπασθεί βίαια από το περιβάλλον που το γέννησε και με το οποίο συμβιώνει, και να παρουσιασθεί «εν σμικρύνσει» μέσω των υποκατάστατων και των ειδώλων του (του σχεδίου και του προπλάσματος) στον εκθεσιακό χώρο. Σχεδόν όλες οι άλλες μορφές τέχνης εκθέτουν εκεί αυτούσια τα ίδια τα έργα τους, όχι την εικόνα τους, ώστε να τα αισθανθούμε και να τα κατανοήσουμε. Αντίθετα, η ανάλογη βαθιά αντίληψη ­ η εναίσθηση ­ της αρχιτεκτονικής δεν μπορεί παρά να συντελεσθεί «εν δυνάμει» και «επί τόπου του έργου», εκεί όπου, ως δοχείο ζωής ή κρύπτη φαντασμάτων, υπάρχει πραγματικά το αρχιτεκτόνημα ή τα απομεινάρια του.


Μια σημαντική απουσία



Το πιο κατάλληλο μέσο για την αποκάλυψη των αφανέστερων πλευρών του αρχιτεκτονικού φαινομένου που επισημάνθηκαν προηγουμένως αποτελεί η θεωρητική κειμενογραφία που συνοδεύει την έκθεση και καταγράφεται στον «οδηγό» της. Αυτή κυρίως βοηθά ώστε να γίνει η πληρέστερη δυνατή αξιοποίηση των εικόνων, αλλά και η υπέρβασή τους, να ενεργοποιηθεί στο έπακρον η νόηση του παρατηρητή και να οδηγηθεί μέσω αυτών η σκέψη του αλλά και η συναίσθησή του ακόμη και στις βαθύτερες πτυχές του αρχιτεκτονικού φαινομένου.


Τούτο ακριβώς έχει αναλάβει με υπευθυνότητα μια επιλεγμένη ομάδα από εκλεκτούς ειδικούς συνεργάτες. Και γι’ αυτό η συμβολή τους υπογραμμίζεται με τόνους ανάλογους εκείνων που χρησιμοποιούνται για τους πιο διακεκριμένους από τους δημιουργούς των έργων που εκτίθενται.


Παρ’ όλα αυτά αισθάνομαι ότι υπάρχει μια «Μεγάλη Απούσα» από όλη ετούτη την εκτενή και λεπτομερή θεωρητική καταγραφή.


Είναι φυσικά η πανεπιστημιακή αρχιτεκτονική εκπαίδευση που πραγματοποιήθηκε μέσα στον αιώνα που πέρασε στις Σχολές Αρχιτεκτόνων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθώς ­ η πρώτη για πολύ μεγαλύτερο χρόνο και η δεύτερη για μικρότερο ­ παρακολούθησαν κατά πόδας το αρχιτεκτονικό γίγνεσθαι του τόπου όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή πλαισίωσε ιδεολογικά, κοινωνικά, αισθητικά και τεχνολογικά τη νεοελληνική αρχιτεκτονική, αλλά και πολύ συχνά κατηύθυνε την πορεία της δημιουργώντας, αυτή η ίδια, αρχιτεκτονική.


Για παράδειγμα, το φαινόμενο του ιδιότυπου ελληνοκεντρικού Μοντερνισμού του ’30 και του Υστερομοντερνισμού του ’50 και του ’60 που τον ακολούθησε, το οποίο ορθώς παρουσιάζεται εν εκτάσει στην έκθεση, δεν εμφανίστηκε μόνο ως αρχιτεκτονική εφαρμογή. Είχε ισχυρές ρίζες μέσα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων της Αθήνας και στους καθηγητές της.


Τέτοια ρίζα ήταν ο εξωστρεφής προς τον κόσμο διδακτικός λόγος του Ιωάννη Δεσποτόπουλου. Ενώ μια άλλη ­ η παραπληρωματική του έκφραση ­ ήταν ο πιο εσωστρεφής και αινιγματικός λόγος του Δημήτρη Πικιώνη. Αυτές οι δύο εκφάνσεις μιας διδασκαλίας για την αρχιτεκτονική του «Κόσμου» και του «Τόπου», σε αντιπαράθεση με την κοσμοπολίτικη (αλλά ταλαντούχα) του Κώστα Κιτσίκη, περιγράφουν σχηματικά όλη την «αλήθεια» της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, στην αποκάλυψη της οποίας βοήθησε ακόμη η θεωρητική κριτική σκέψη του Παναγιώτη Μιχελή, η καλλιτεχνική δύναμη του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Νίκου Εγγονόπουλου, η ανάλογη προσφορά τόσων άλλων δασκάλων.


Εκσυγχρονιστική προσπάθεια


Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα της ολοκληρωτικής μη αναφοράς του ρόλου της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής παρουσιάζεται στο ειδικό κείμενο που αφορά την «Τεχνική των κατασκευών», δηλαδή τους τρόπους και τις μεθόδους της σύγχρονης οικοδομικής. Είναι ο πιο επιστημονικός χώρος της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης ­ άρα και ο περισσότερο επιδεχόμενος συστηματικής θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας.


Διαβάζοντας κανείς το κείμενο μένει σχεδόν με την εντύπωση ότι οι καινούργιες «τεχνικές τού οικοδομείν», μάλιστα ακόμη και μετά το ’50, δεν ήταν αποτέλεσμα μεθοδευμένης γνώσης πανεπιστημιακού επιπέδου, αλλά μεταδόθηκαν περίπου από στόμα σε στόμα, όπως στο κρυφό σχολειό, ή από πατέρα σε γιο, όπως συνέβη με τους εμπειροτέχνες λαϊκούς μας τεχνίτες, ενώ αργότερα συμπληρώθηκαν με τη «μεταφορά ξένης τεχνογνωσίας» από τις κατασκευαστικές εταιρείες(!). Πώς αλλιώς να ερμηνευθεί η ούτε κατ’ ελάχιστον αναφορά στη μεγάλη εκσυγχρονιστική προσπάθεια που έγινε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων της Αθήνας από την Εδρα Οικοδομικής της περιόδου 1953-73; Θυμίζω ότι τότε διδάχθηκε για πρώτη φορά συστηματικά και με επιστημονική μεθοδολογία στους έλληνες αρχιτέκτονες και πολιτικούς μηχανικούς η τεχνογνωσία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, και μάλιστα όχι ως απλή μεταφορά ξένων προτύπων, αλλά ως γόνιμος συνδυασμός της ξένης και της ελληνικής εμπειρίας.


Αναλόγως απουσιάζει, ολοκληρωτικά, όχι μόνο από το άρθρο αλλά και από όλη την έκθεση, το όνομα και το έργο του καθηγητή Κυπριανού Μπίρη, πρωτεργάτη της σύγχρονης αντίληψης για τη διδασκαλία της Μοντέρνας Οικοδομικής και ταυτοχρόνως αρχιτέκτονα εφαρμογής, με γνωστά ιστορικά κτίρια στο ενεργητικό του.


Νομίζω λοιπόν ότι η πανεπιστημιακή αρχιτεκτονική εκπαίδευση έπρεπε, και άξιζε, να έχει το δικό της αυτόνομο κεφάλαιο στη σειρά των κειμένων που πλαισιώνουν μιας τέτοιας σημασίας και εμβέλειας έκθεση.


Αλλά οι δυσκολίες, και αναλόγως οι μικρές παραλείψεις, δεν μειώνουν ούτε κατ’ ελάχιστον την αξία της. Μου ξανάρχεται στον νου η πρόσφατη επίσκεψή μου εκεί με τους σπουδαστές και τις σπουδάστριες του πρώτου έτους του νεοσύστατου Τμήματος Αρχιτεκτόνων της Ξάνθης.


Η διδακτική επίδραση ετούτης της πρώτης αυτοσυνειδητοποίησής τους ήταν ισχυρότατη. Ο χώρος της έκθεσης γέμισε ξαφνικά με δέσμες από φωτεινά, διεισδυτικά νεανικά βλέμματα που εστίαζαν σαν λέιζερ σε κάθε σημείο, σε κάθε λεπτομέρεια, σε κάθε λέξη των σχεδίων και των κειμένων. Αν επιτρεπόταν, και τα χέρια ακόμη ­ όπως και τα μάτια ­ θα ψηλαφούσαν ό,τι μπορούσε να αγγιχθεί, σ’ αυτό το μαγικό πρώτο πλησίασμα.


Το αινιγματικό κουβάρι ­ το «κρυφό αντικείμενο του πόθου» ­ είχε ήδη αρχίσει να ξετυλίγεται για τα καλά μέσα τους.


Ο κ. Τάσος Κ. Μπίρης είναι αρχιτέκτων, καθηγητής Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ.