Στις προβιομηχανικές κοινωνίες ο δημόσιος και ο ιδιωτικός βίος καθορίζονταν σε έναν μεγάλο βαθμό από την παράδοση ­ θρησκευτική και κοσμική. Από τον τρόπο της καθημερινής συμπεριφοράς ως τον τρόπο νοηματοδότησης υπαρξιακών προβλημάτων πάνω στο νόημα της ζωής και του θανάτου, ένας μεγάλος αριθμός «αδιαμφισβήτητων» κανόνων ρύθμιζαν κατά μη προβληματικό τρόπο τις ανθρώπινες υπάρξεις. Με άλλα λόγια στα πλαίσια της παραδοσιακής κοινωνίας τα άτομα δεν είχαν πολλές επιλογές. Ο χώρος για ορθολογικού / αναστοχαστικού τύπου αποφάσεις ήταν πολύ περιορισμένος.


Στην πρώιμη νεωτερικότητα η παράδοση αδυνατίζει, ενώ ο ρυθμιστικός της ρόλος περνάει σταδιακά στις διάφορες ιδεολογίες του Διαφωτισμού. Αυτές αντικαθιστούν τους παραδοσιακούς κανόνες με κανόνες βασισμένους στην ορθολογική ανάλυση και στην προμηθεϊκή πίστη στην αέναη ανθρώπινη πρόοδο μέσω της επιστημονικής έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης.


Στην ύστερη νεωτερικότητα όμως η ραγδαία παγκοσμιοποίηση καθώς και η μετάβαση από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία δημιουργούν μια νέα κατάσταση, όπου ούτε η παράδοση ούτε οι ρασιοναλιστικές δοξασίες του Διαφωτισμού κατορθώνουν να ρυθμίσουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Βέβαια οι παραδοσιακοί κανόνες δεν εξαφανίζονται τελείως· παύουν όμως να γίνονται αυτόματα και μηχανιστικά αποδεκτοί. Είτε οι κανόνες αυτοί βασίζονται σε «ιερά κείμενα» είτε σε καντιανού τύπου φιλοσοφικές αναλύσεις, δεν έχουν πια τη βαρύτητα του αδιαμφισβήτητου, του προφανούς. Ολοι οι κανόνες ανεξαιρέτως αντιμετωπίζονται αναστοχαστικά και κριτικά. Υποβάλλονται στο ειρωνικό και συγχρόνως σκεπτικιστικό βλέμμα του μεταμοντέρνου στοχασμού.


Αυτή η νέα κατάσταση δημιουργεί ένα κενό, έναν χώρο μέσα στον οποίο τα άτομα καλούνται να πάρουν μια σειρά από αποφάσεις χωρίς τη βοήθεια της παράδοσης ή της συλλογικής ιδεολογίας. Με άλλα λόγια στην ύστερη νεωτερικότητα το άτομο καλείται, όπως το θέτει ο Anthony Giddens, «να κατασκευάσει τη δική του βιογραφία» ­ να αποφασίσει σχεδόν εκ του μηδενός ή μάλλον με βάση τη δική του ιδιοσυγκρασία για τον τρόπο της ζωής του: για το αν θα παντρευτεί ή όχι, για το αν και πόσα παιδιά θα κάνει, για το αν και σε ποια εκκλησία θα πάει, ποιο κόμμα θα ψηφίσει, ποιο «image» θα προβάλει στους άλλους μέσω της ενδυμασίας, της δίαιτας, της γυμναστικής, της πλαστικής εγχείρησης κτλ. Ξαφνικά δηλαδή το μεταμοντέρνο άτομο καλείται επί μονίμου βάσεως να καλύψει με τις δικές του δυνάμεις το κενό που η έκλειψη πρώτα της παράδοσης και μετά των συλλογικών ιδεολογιών δημιούργησε.


Αυτό βέβαια δημιουργεί ένα έντονο άγχος, μια υπαρξιακή αβεβαιότητα που, ιδεοτυπικώς, μπορεί να αντιμετωπιστεί με τέσσερις βασικούς τρόπους.


Η προσφυγή στον καταναλωτισμό


Μια ευρέως διαδεδομένη αντίδραση στην υπαρξιακή πρόκληση που η παγκοσμιοποίηση και η δομή της μεταβιομηχανικής κοινωνίας δημιουργούν είναι η προσφυγή στη συσσώρευση και κατανάλωση αγαθών, μια συσσώρευση / κατανάλωση που μετατρέπεται από μέσο σε αυτοσκοπό. Οπως η διαφήμιση και οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν αδιάκοπα νέες ανάγκες και επιθυμίες, ο αγώνας για την ικανοποίησή τους μετατρέπεται σε μια ατέλειωτη κούρσα για την απόκτηση και κατανάλωση της νέας γκάμας των αγαθών που η καπιταλιστική οικονομία αδιάκοπα προσφέρει.


Ο καταναλωτισμός, ως κυρίαρχος τρόπος ζωής, αποφεύγει τον αυταρχισμό / φανατισμό της φονταμενταλιστικής αντίδρασης (που θα εξετάσουμε πιο κάτω) ­ αλλά τον αντικαθιστά με έναν ανεγκέφαλο ευδαιμονισμό. Στην ακραία του μορφή αυτός ο ευδαιμονισμός οδηγεί στα ναρκωτικά, στη δημιουργία δηλαδή τεχνητών παραδείσων που αποκόπτουν τον χρήστη και από τον πραγματικό εαυτό του και από το κοινωνικό σύνολο.


Τέλος, ο άκρατος καταναλωτισμός οδηγεί σε αυτό που ο Heidegger αποκάλεσε μη αυθεντικό τρόπο ζωής ­ τρόπος ζωής δηλαδή που βασίζεται σε μια διαρκή φυγή· ή μάλλον μια διαρκή προσπάθεια αποφυγής του υπαρξιακού άγχους για τη ζωή και τον θάνατο που το σημερινό μεταπαραδοσιακό πλαίσιο δημιουργεί.


Η ζωή ως αυτοδημιουργία


Μια λιγότερο αρνητική / αμυντική αντίδραση στο υπαρξιακό άγχος που οι συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας δημιουργούν είναι η προσπάθεια του ατόμου να κατασκευάσει την ίδια του τη βιογραφία: να δημιουργήσει για παράδειγμα στόχους ζωής και να επιλέξει τα κατάλληλα μέσα επίτευξής τους, χωρίς να στηριχθεί στην παράδοση ή στις διάφορες συλλογικές ιδεολογίες (μαρξισμός, επιστημονισμός κτλ.). Σε αυτή την περίπτωση, όπως σωστά υποστηρίζει ο Giddens, το άτομο κυριολεκτικά σχεδιάζει, κατασκευάζει τον τρόπο της ζωής του. Επιλέγει τους στόχους του και προσπαθεί να τους πραγματοποιήσει βασισμένος στις δικές του αξίες και προδιαγραφές ­ αξίες και προδιαγραφές που είναι σε συνεχή εξέλιξη, αφού και αυτές αντιμετωπίζονται κριτικά και αναστοχαστικά επί συνεχούς βάσεως. Και είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία εύρεσης και ανανέωσης των στόχων (οικονομικών, καλλιτεχνικών, κοινωνικών κτλ.) που δίνει νόημα στην ύπαρξη του «αυτοκατασκευαζομένου» ατόμου. Σαν ένας νέος Προμηθέας το μετασύγχρονο άτομο αντιμετωπίζει δημιουργικά, δυναμικά, το «κενό» που η μεταπαραδοσιακή, παγκοσμιοποιημένη κοινωνική οργάνωση δημιουργεί.


Φονταμενταλισμός


Στην περίπτωση του φονταμενταλισμού η αντίδραση στην αβεβαιότητα που η ύστερη νεωτερικότητα δημιουργεί παίρνει τη μορφή μιας «επιστροφής στην παράδοση», μιας ριζικής αναζωογόνησης των παλαιών αξιών που η ραγδαία παγκοσμιοποίηση υποσκάπτει. Επειδή όμως το ρολόι της ιστορίας δεν γυρίζει προς τα πίσω, η παράδοση ανακατασκευάζεται, επαναδημιουργείται και γίνεται το κύριο μέσο άμυνας ενάντια στο σύγχρονο, στο άλλο, στο διαφορετικό, στο παγκόσμιο. Ετσι, για παράδειγμα, ο παραδοσιακός πατριωτισμός μεταβάλλεται σε φανατικό εθνικισμό που, κατά παρανοϊκό τρόπο, βλέπει εχθρούς και συνωμοσίες εναντίον ενός «περιούσιου λαού» που είναι ηθικά και πολιτισμικά ανώτερος.


Οσο για τη θρησκευτικότητα, αυτή δίνει όλη της την έμφαση στον δογματικό πόλο της πίστης ­ περιθωριοποιώντας τον μυστικό / υπαρξιακό και τον θεολογικό / φιλοσοφικό της πόλο. Ετσι τα «ιερά κείμενα» ερμηνεύονται στην κυριολεξία και όχι μεταφορικά, ενώ η επιβολή ενός παραδοσιακού τρόπου ζωής που δεν έχει πια νόημα ή που δεν ταιριάζει στις σημερινές πραγματικότητες επιτυγχάνεται με αυταρχικά / βίαια μέτρα. Στην ακραία του μορφή ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός οδηγεί στον δρόμο των Αγιατολάχ, στον δρόμο του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και ξενοφοβίας.


Η νέα θρησκευτικότητα


Τέλος, στον χώρο της θρησκείας, αν ο φονταμενταλισμός δίνει απόλυτη προτεραιότητα στις αιώνιες αλήθειες που η θεία αποκάλυψη και τα ιερά κείμενα μάς έχουν δώσει μια για πάντα, η νέα θρησκευτικότητα δίνει λιγότερη σημασία στο δογματικό και περισσότερη στη μυστική / υπαρξιακή διάσταση της θρησκείας, καθώς και στη θεολογική / φιλοσοφική. Οπως η παγκοσμιοποίηση και η επακόλουθη πολυπολιτισμικότητα φέρνουν πιο κοντά τις διάφορες θρησκείες, γίνεται προφανές πως κανένα ιερό κείμενο, καμία θεία αποκάλυψη δεν μπορεί να μονοπωλήσει όλη την αλήθεια. Γίνεται προφανές πως υπάρχουν πολλοί δρόμοι προς το θείο και πως αυτό που όλες οι μεγάλες θρησκείες (χριστιανισμός, ιουδαϊσμός, ισλαμισμός, ινδουισμός κτλ.) έχουν κοινό παρονομαστή είναι η υπαρξιακή / μυστική διάσταση: δηλαδή η αδιαμεσολάβητη εμπειρία του θείου που οδηγεί τους μύστες διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων σε ένα κοινό κήρυγμα γύρω από τον αλτρουισμό, τη συμπόνια και την αγάπη. Με αυτόν τον τρόπο ο φανατισμός, η κομπορρημοσύνη και ο αυταρχισμός που βλέπουμε στους διάφορους θρησκευτικούς φονταμενταλισμούς δίνουν τη θέση τους σε μια γνήσια πνευματικότητα που ξεπερνάει τις επιμεριστικές εθνικές, φυλετικές και κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές, οδηγώντας τους ανθρώπους σε έναν οικουμενικό ηθικό κώδικα.


Οσο για τον θεολογικό / φιλοσοφικό πόλο, αυτός αποκτά επίσης μεγάλη βαρύτητα στην ύστερη νεωτερικότητα, γιατί υπάρχει ανάγκη συμφιλίωσης των διαφόρων θρησκευτικών δοξασιών με τις ραγδαίες επιστημονικές εξελίξεις. Σε αυτόν τον χώρο ο σύγχρονος θεολογικός και φιλοσοφικός λόγος απορρίπτει κατηγορηματικά τον επιστημονισμό (δηλαδή την «ιμπεριαλιστική» προσπάθεια της επιστήμης να αναπληρώσει τη θρησκεία) και κηρύσσει την εγγενή συμπληρωματικότητα θρησκείας και επιστήμης. Και είναι ακριβώς αυτή η θέση που κάνει τη μεταμοντέρνα θρησκευτικότητα βαθιά αντισκοταδιστική και αντιδογματική.


Δεν είναι βέβαια ανάγκη να τονίσω πως οι τέσσερις παραπάνω αντιδράσεις στα υπαρξιακά και ηθικά προβλήματα που η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί αποτελούν ιδεώδεις τύπους. Στην πραγματικότητα ο τρόπος ζωής συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων εμπεριέχει και τα τέσσερα παραπάνω στοιχεία σε διαφορετικούς συνδυασμούς ­ συνδυασμούς μέσα στους οποίους ένα στοιχείο κυριαρχεί.


Στη χώρα μας, στα κοινωνικά στρώματα που βιώνουν πιο άμεσα τις αρνητικές / αποδιοργανωτικές πλευρές της παγκοσμιοποίησης παρατηρούμε σαφώς αντιδράσεις φονταμενταλιστικού τύπου. Από το Σκοπιανό ως το πρόσφατο θέμα των ταυτοτήτων, οι λαϊκές κινητοποιήσεις έχουν έναν έντονα ξενοφοβικό, παρανοϊκό χαρακτήρα.


Βέβαια σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που είναι σχετικά ανεπτυγμένη και έχει μακρά κοινοβουλευτική παράδοση, ο εθνικός και θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι και διαφορετικός και πολύ πιο ήπιος από αυτόν που παρατηρούμε στο Ιράν και σε διάφορες άλλες φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν τόσες ομοιότητες που πρέπει κανείς να παραδεχθεί πως πρόκειται για το ίδιο φαινόμενο. Πρόκειται για μια κατάσταση όπου διάφορες δημαγωγικά, λαϊκιστικά προσανατολισμένες ελίτ (θρησκευτικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές, επικοινωνιακές), σε ένα πλαίσιο όπου η κοινωνία πολιτών είναι εξαιρετικά καχεκτική, κατορθώνουν να κινητοποιήσουν τα λαϊκά στρώματα και να δημιουργήσουν μια κατάσταση ομαδικής υστερίας: κατάσταση μέσα στην οποία ο ορθός λόγος εξαφανίζεται και η διαμόρφωση μιας εθνικά συμφέρουσας πολιτικής γίνεται δύσκολη, αν όχι αδύνατη.


Νομίζω πως τα παραπάνω μπορεί να ρίξουν κάποιο φως στις πρόσφατες κινητοποιήσεις σχετικά με το θέμα των ταυτοτήτων. Εχω ήδη ασχοληθεί με το θέμα σχέσης Κράτους – Εκκλησίας (βλ. «Το Βήμα», 10.5.1998, 30.8.1998) τονίζοντας πως ο διαχωρισμός των δύο θεσμών όχι μόνο δεν θα αλλάξει την πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων αλλά θα είναι η βασική προϋπόθεση για να μπορέσει η Εκκλησία να αποκτήσει έναν λιγότερο γραφειοκρατικό / πελατειακό χαρακτήρα και να αναπτύξει τις οικουμενικές αξίες και την αποφατική πνευματικότητα της Ορθοδοξίας ­ αξίες και πνευματικότητα που τώρα, τουλάχιστον στο επίπεδο της ιεραρχίας, στερείται παντελώς.


Οσο για τη διαμάχη γύρω από τις αστυνομικές ταυτότητες, δεν έχω τον χώρο να ασχοληθώ με το θέμα. Νομίζω όμως πως η τυπολογία των τεσσάρων αντιδράσεων που ανέπτυξα πιο πάνω μας δίνει τα εννοιολογικά εργαλεία για να ερευνήσουμε το θέμα από μια λιγότερο εθνοκεντρική, πιο συγκριτική, σκοπιά.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.