Η κοινωνική συνοχή ­ το διαπιστώσαμε πάλι στην τελευταία δημόσια διαμάχη γύρω από την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ­ είναι ένα θέμα για το οποίο πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας. Αποφάσεις και πράξεις που εικάζεται ότι θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή θεωρούνται ότι πρέπει να αποφεύγονται πάση θυσία και, αν παρ’ ελπίδα έχουν ήδη συντελεστεί, να ανακαλούνται πάραυτα, ενώ αντίθετα η υφιστάμενη κοινωνική συνοχή και οι παράγοντες στους οποίους εικάζουμε ότι στηρίζεται θεωρούνται ότι πρέπει να προστατεύονται με κάθε τρόπο και να τοποθετούνται στην υψηλότερη βαθμίδα της ιεραρχίας των πολιτικών μας στόχων. Ενώ όμως το επιχειρηματολογικό βάρος που αποδίδουμε στην επίκληση της κοινωνικής συνοχής είναι τόσο μεγάλο, από την άλλη πλευρά, εξίσου μεγάλη, αν όχι μεγαλύτερη, είναι η ασάφεια και η σύγχυση που επικρατεί ως προς το περιεχόμενό της, ως προς τους παράγοντες που την προκαλούν ή τη θέτουν σε κίνδυνο, ως προς τη δικαιολόγηση της αξίας της και ως προς τη σχέση της με άλλους κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους που αξίζει να επιδιώκουμε.



Η κοινωνική συνοχή είναι ένα είδος συνδέσμου μεταξύ των πολιτών που τους κάνει ώστε, στην καλύτερη περίπτωση, να αισθάνονται ότι συναποτελούν μια ενιαία πολιτική και κοινωνική οντότητα, από την οποία ο καθένας να αντλεί την εξατομίκευση και την ταυτότητά του· ή έστω, στη χειρότερη περίπτωση, να αισθάνονται ότι υπάρχει μια δύναμη που τους αποτρέπει από το να έλθουν μεταξύ τους σε μια τόσο σοβαρή σύγκρουση ώστε να κινδυνεύει η συνέχιση της κοινής συμβίωσης υπό την ισχύ κοινών θεσμών. Και οι δύο εκδοχές είχαν σπουδαίους υποστηρικτές στην ιστορία της πολιτικής φιλοσοφίας. Την πρώτη υποστήριξε έντονα ο Αριστοτέλης, ζητώντας να επικρατεί μεταξύ των συμπολιτών ένας ψυχικός σύνδεσμος τον οποίο δεν δίστασε να αποκαλέσει φιλία. Τη δεύτερη προέταξε ο Hobbes, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι πρέπει να αρκούμαστε να ζητάμε από την οργάνωση της συμβίωσής μας την επίτευξη κοινωνικής ειρήνης γιατί, αν ζητήσουμε περισσότερα, οι διαφωνίες που θα προκύψουν μεταξύ μας κινδυνεύουν να μας κάνουν να χάσουμε και αυτό το στοιχειώδες. Οποιος ζητάει τα πολλά χάνει και τα λίγα.


Φιλοσοφικά διλήμματα


Από την αφετηρία λοιπόν του προβληματισμού γύρω από την κοινωνική συνοχή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με πολύ θεμελιώδη ερωτήματα και διλήμματα και ήδη αυτό δείχνει ότι η κοινωνική συνοχή δεν είναι κάτι που μπορούμε να επικαλούμαστε αφελώς στον καθημερινό πολιτικό μας λόγο. Γιατί ευθύς εξαρχής τίθεται το ερώτημα: Η κοινωνική συνοχή, που πρέπει να επιδιώκουμε και να προστατεύουμε ως κόρη οφθαλμού, πρέπει να είναι μια συνοχή αριστοτελικού τύπου, μια συνοχή που να βασίζεται στο ότι όλοι εμείς οι συμπολίτες μοιραζόμαστε κοινές παραδόσεις, κοινούς μύθους, κοινά ιερά και όσια, κοινές μορφές ζωής, κοινές αντιλήψεις για τον άνθρωπο, για τον κόσμο και για το αγαθό και, έχοντας συνείδηση όλων αυτών των κοινών στοιχείων, τρέφουμε ο ένας για τον άλλον συναισθήματα ανάλογα με αυτά που τρέφουμε για τα μέλη της οικογένειάς μας; ή μήπως πρέπει να είναι μια συνοχή χομπσιανού τύπου, όπου αυτό που προέχει είναι η ειρηνική και χωρίς τριβές συνεργασία μας για την από κοινού εξασφάλιση των μέσων που ικανοποιούν τις βασικές ανάγκες μας, ενώ όλα τα υπόλοιπα, και ιδίως οι αντιλήψεις μας για το πώς πρέπει να ζούμε και πώς να βλέπουμε τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου ή τον σκοπό του κόσμου, επειδή ως προς αυτά είναι πολύ πιθανόν να διαφωνήσουμε και να συγκρουστούμε, πρέπει να μείνουν έξω από τα ουσιώδη συστατικά της πολιτικής οργάνωσης της συμβίωσής μας;


Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι εύκολη και δεν πρέπει να βιαστούμε να επιλέξουμε μία από τις δύο παραπάνω λύσεις ή μια τρίτη ενδιάμεση. Εχει μάλιστα νομίζω ήδη γίνει φανερό ότι για την κοινωνική συνοχή δεν μπορεί κανείς να συζητάει σαν αυτή να αποτελούσε μια αυταξία που δεν εξαρτάται από τίποτε άλλο. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Μιλώντας κανείς γι’ αυτήν μιλάει αναγκαία και για κάτι που υπάρχει πέρα από αυτήν: μιλάει για τις επιδιώξεις και για τις αξίες πάνω στις οποίες πρέπει να στηρίξουμε τη θεσμική οργάνωση της κοινωνικής μας συμβίωσης. Η κοινωνική συνοχή έχει τελικά μια σημασία παρακολουθηματική ως προς αυτές. Και ο λόγος είναι απλός. Μια πολιτικά οργανωμένη κοινωνία συνεχίζει να υπάρχει, χωρίς εσωτερικές τριβές και συγκρούσεις που να θέτουν σε κίνδυνο την υπόστασή της, για τόσο χρονικό διάστημα όσο τα μέλη της είναι πεισμένα ότι αξίζει να συνεχίσει να υπάρχει. Δεν πρόκειται να πεισθούν να συμβάλουν υπέρ της κοινωνικής συνοχής, όχι μόνο θετικά, θυσιάζοντας κάτι δικό τους υπέρ του συνόλου, αλλά ακόμη και αρνητικά, αποφεύγοντας εριστικές αντιδράσεις και διχαστικές διεκδικήσεις, αν προηγουμένως δεν έχουν πεισθεί ότι η κοινωνική συμβίωση τους προσφέρει κάτι υπέρτερο από αυτό που τυχαίνει κάποια στιγμή οι ίδιοι να θυσιάζουν ή να διεκδικούν.


Εμείς και οι άλλοι


Για τον αριστοτελισμό αυτό το υπέρτερο είναι το ευ ζην, η εκπλήρωση του σκοπού της ζωής μας. Αυτήν μας εξασφαλίζει η σύνδεση της τύχης μας με την τύχη όλων των άλλων κάτω από κοινούς θεσμούς, γιατί σε πλήρη ανάπτυξη των δυνάμεών μας και στην κατάκτηση της αρετής μπορούμε να φθάσουμε μόνο μέσα από την ανάπτυξη και την προκοπή του συνολικού πολιτικού σώματος στο οποίο ανήκουμε. Αντίθετα, για τον χομπσιανισμό αυτό το υπέρτερο είναι απλώς η επιβίωσή μας. Χωρίς τη συνεργασία με τους άλλους δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε τα μέσα για την ικανοποίηση και των πιο στοιχειωδών αναγκών μας. Οι άλλοι, ωστόσο, εκτός από αρωγοί στην επιβίωσή μας, είναι και πηγή κινδύνων για μας, γιατί μπορούν να μας θεωρήσουν ανταγωνιστές και εμπόδιο στην ικανοποίηση των δικών τους αναγκών και επιθυμιών. Χρειαζόμαστε λοιπόν όλοι μαζί το κράτος, τους νόμους και τον εξαναγκασμό ώστε να μεριμνούν για την κοινωνική ειρήνη. Ολα τα άλλα μπορεί ο καθένας να τα πετύχει μόνος του.


Σε πολλούς η αριστοτελική εκδοχή των σκοπών της θεσμικά οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης φαίνεται πιο ελκυστική. Το ηθικό στοιχείο της προώθησης της αρετής και μαζί του η πρόταξη της προκοπής της συλλογικότητας σε σχέση με τις προσωπικές επιδιώξεις και επιθυμίες έχουν και σήμερα ισχυρή απήχηση. Απέναντί τους η χομπσιανή προσέγγιση, όσο και αν δείχνει ρεαλιστικότερη, μπορεί να θεωρηθεί λιγότερο άξια επικρότησης. Η οργάνωση της συλλογικότητας απογυμνώνεται από ηθικά στοιχεία και περιορίζεται στην εργαλειακή λειτουργία της υπηρέτησης αναγκών. Επιπλέον μπορεί να κατακριθεί ως ατομιστική γιατί δίνει μεγαλύτερο βάρος στην ατομική επιβίωση και στην ικανοποίηση προσωπικών αναγκών και επιθυμιών παρά στην προώθηση του κοινού καλού.


Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Και άδικο να έχει ο χομπσιανισμός, αυτό δεν δίνει αυτόματα δίκιο στον αριστοτελισμό. Είναι αναγκαίο και αυτοτελώς να εξετάσουμε το ποιόν της συλλογικότητας που δημιουργείται ­ και της αξίας της κοινωνικής συνοχής που προκύπτει ­ αν της εναποθέσουμε το ηθικό βάρος του ευ ζην. Και το ποιόν αυτό δεν είναι τόσο ελκυστικό όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Γιατί, αν αληθεύει ότι ο άνθρωπος φθάνει στην ηθική τελείωση μόνο μέσα στην κοινότητα και ότι οι αξίες της κοινότητας υπερέχουν πλήρως από τις ατομικές, τότε η αριστοτελικού τύπου κοινωνική συνοχή φαίνεται να οδηγεί σε ένα είδος ηθικού ολοκληρωτισμού.


Ας προσέξουμε την έννοια της αρετής, στην οποία ο αριστοτελισμός αναγνωρίζει περίοπτη θέση. Στην αρετή αποδίδουμε σήμερα τη σημασία της κατάκτησης μιας βαθιά προσωπικής ηθικής στάσης ως γνήσιας έκφρασης του εαυτού μας. Αντίθετα, αν ισχύουν όλα όσα ζητάει ο αριστοτελισμός, η αρετή έχει λιγότερο προσωπικό και εντονότερα κοινωνικό χαρακτήρα: στην αρετή αυτό που προέχει είναι μάλλον η αναγνώριση και η επικρότηση του τρόπου ζωής μας από τους άλλους, άρα σημαντικό ηθικό βάρος έχει η προσαρμογή ή και υποταγή μας σ’ αυτά που η κοινότητα ζητεί από εμάς. Ο αριστοτελισμός προτάσσει τη συλλογικότητα με τόσο απόλυτο αλλά και τόσο ηθικά φορτισμένο τρόπο ώστε τελικά όχι απλώς καταπιέζει πολιτικά αλλά και συνθλίβει ηθικά όποιον δεν προσαρμόζεται και δεν συμπλέει με τις επικρατούσες αντιλήψεις. Η κοινωνική συνοχή στην περίπτωση αυτή εξασφαλίζεται με την άσκηση πίεσης ή και βίας εναντίον εκείνων που δεν υποτάσσονται (ο ίδιος ο Αριστοτέλης βέβαια δεν το λέει πουθενά), γιατί αυτοί εξ ορισμού θεωρούνται ηθικά υποδεέστεροι, αμέτοχοι της αρετής. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι, τουλάχιστον σ’ αυτό το σημείο, ο Hobbes είχε δίκιο. Σε μια κοινότητα όπου ο σύνδεσμος των μελών της βασίζεται στην παραδοχή ενός κοινού αξιακού σύμπαντος αυτοί που διαφωνούν, στιγματιζόμενοι ως αμέτοχοι της αρετής, θεωρούνται αυτόματα και εχθροί της αρετής των άλλων, των πολλών, και την κοινότητα σώζει μόνο η κάθαρσή της από αυτούς. Η σύγκρουση είναι έτσι αναπόφευκτη.


Προβλήματα ετερότητας


Από την άλλη πλευρά όμως δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε σε όλη του την έκταση τον χομπσιανισμό. Μπορούμε να διαφωνήσουμε μαζί του ως προς το αν η απλή επιβίωση και η ικανοποίηση βασικών βιοτικών αναγκών αποτελούν τον μοναδικό σκοπό της οργάνωσης της κοινωνικής μας συμβίωσης και να αναγνωρίσουμε ότι μας χρειάζεται μια συνθετότερη ηθική βάση. Αυτή η ηθική βάση δεν μπορεί πάντως να είναι ένα κοινό αξιακό σύμπαν αλλά οφείλει να ενσωματώνει και τη δυνατότητα προσωπικών διαφωνιών που να μην εκλαμβάνονται ως κίνδυνος για την κοινωνική συνοχή.


Στο ζήτημα της διαφωνίας πρέπει να σταθούμε λίγο περισσότερο. Είδαμε ότι ο αριστοτελισμός θεωρεί τη διαφωνία κίνδυνο που πρέπει να αποτραπεί. Ορισμένοι αντιτάσσουν ότι σήμερα πια οι κοινωνίες μας χαρακτηρίζονται από πολυφωνία και η καταπολέμηση της διαφωνίας είναι ένα εγχείρημα μάταιο. Δεν νομίζω ότι η απάντηση αυτή είναι ικανοποιητική. Δίνει τη δυνατότητα στον αριστοτελισμό να επιμείνει ότι πάντως υπάρχουν ακόμη και σήμερα κοινωνίες όπου οι διαφωνούντες αποτελούν αμελητέα ποσότητα και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα αν η οργάνωση της κοινωνικής συμβίωσης με βάση το αξιακό σύστημα της πλειοψηφίας τους αγνοήσει (π.χ. στη χώρα μας, όπου το ποσοστό εκείνων που δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι εκτιμάται από ορισμένους ως ασήμαντο). Θεωρώ ότι αυτή η άποψη ενέχει ένα κεφαλαιώδες λάθος και είναι επιτακτικό να βρεθεί η ρίζα του.


Κάποιοι άλλοι προβάλλουν στο σημείο αυτό ότι η διαφωνία, ακόμη και των ελαχίστων, είναι κάτι το θετικό γιατί βοηθάει στην αναζήτηση της αλήθειας και γίνεται μοχλός κοινωνικής προόδου. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς φθάνουν στο σημείο να ισχυριστούν ότι η διαφωνία διαθέτει εγγενή αξία και κάθε μειονότητα και μειοψηφία πρέπει να προστατεύεται αυτοδίκαια.


Ενώ συμφωνώ με το αποτέλεσμα, δεν θεωρώ ούτε τη θεμελίωση αυτή ικανοποιητική. Φρονώ ότι η προστασία των μειονοτήτων και μειοψηφιών είναι κάτι το επιτακτικό, όχι όμως επειδή είναι προστασία μειονοτήτων και μειοψηφιών. Αλλά επειδή είναι προστασία όλων μας, προστασία της βασικής ηθικής και πολιτικής αξίωσής μας απέναντι στην οργανωμένη κοινωνική συμβίωση να εξασφαλίζει στον καθένα από εμάς τη δυνατότητα να είναι ο εαυτός του. Οταν η πολιτεία αναλαμβάνει να μας υποδείξει τι αξίες ή τι αντιλήψεις για τον άνθρωπο και τον κόσμο πρέπει να ακολουθούμε στη ζωή μας, μας μεταχειρίζεται ως υπεξούσιους και μας μειώνει όλους, ακόμη και όσους από εμάς τυχαίνει να θεωρούμε το αξιακό αυτό σύστημα ορθό. Γιατί έτσι προσβάλλει τη βαθύτερη ηθική ρίζα της θεσμικής μας οργάνωσης, που δεν είναι άλλη από τον αμοιβαίο σεβασμό όλων μας ως προσώπων αυτόνομων και ίσων στις δυνατότητές μας να ζήσουμε μια ζωή που να μας εκφράζει. Και μια κοινωνική συνοχή που παραβιάζει αυτή την αρχή δεν αποτελεί θετική πολιτική αξία αλλά το ακριβώς αντίθετό της.


Ο κ. Παύλος Κ. Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης.