Η βαυαρική ταυτότητα της νέας Ελλάδας



Ενας ιστορικός του 19ου αιώνα, θέλοντας να εξηγήσει «τι είναι έθνος», προτίμησε να καταφύγει με αρκετή δόση χιούμορ σε μερικές σκέψεις του Αγίου Αυγουστίνου σχετικά με τον Χρόνο: «Ολοι περίπου γνωρίζουμε περί τίνος πρόκειται αρκεί να μη μας ζητήσει κανείς εξηγήσεις· αλλά, αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε είναι πολύ δύσκολο να δώσουμε γρήγορα μια απάντηση ή έναν οποιονδήποτε ορισμό» (βλ. Eric Hobsbawn, εισαγωγή στο Nation and Nationalism since 1780, Cambridge University Press, 1990). Η δυσκολία στην οποία αναφέρεται ο ιστορικός δεν απορρέει μόνο από τις ιδεολογικές διαφορές (και τις ενδογενείς αντιφάσεις) που χαρακτήρισαν τα επικρατέστερα «μοντέλα κατασκευής» των κρατών – εθνών της μοντέρνας Ευρώπης. Απορρέει και από έναν άλλο, εξίσου σημαντικό, παράγοντα, ο οποίος συμβαίνει να μην εκτιμάται πάντοτε και με την ίδια προσοχή από τους ιστορικούς: πρόκειται για τους μύθους και τη σαφή, αλλά δύσκολα καθοριζόμενη συμβολή τους στη συγκρότηση (ενίοτε και στον ανελέητο σπαραγμό) των ευρωπαϊκών εθνών από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά. Αν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε αυτή την αξεδιάλυτη εμπλοκή του μύθου και της συλλογικής φαντασίωσης με αυτό που συνήθως ονομάζουμε «ιστορική πραγματικότητα», πολλά από τα πάθη ή τα «ιστορικά παράδοξα» του εθνικού βίου μας θα μπορούσαν αν όχι να εξηγηθούν, τουλάχιστον να ιδωθούν κάτω από νέο φως.


Το «ιστορικό παράδοξο»


Στην ιστορία της ανασυγκρότησης της πολιτισμικής ταυτότητας της νέας Ελλάδας ποια είναι άραγε η αναλογία του μύθου και ποια της πραγματικότητας; Τι συνέτεινε σ’ αυτή την έστω και παροδική πολιτειακή και θεσμική συνάφεια ανάμεσα σε μια πρώην υπόδουλη νοτιοανατολική επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σε ένα πρώην δουκάτο της Κεντρικής Ευρώπης που ανακηρύχθηκε σε βασίλειο τη χρονιά (1806) που οι Πρώσοι υπέστησαν ταπεινωτική ήττα από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα στην Ιένα; Το «ιστορικό παράδοξο» αυτής της συνάφειας (όπως τη χαρακτηρίζει στη θαρραλέα και οξυδερκή μελέτη του ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης) εικονογραφείται με αξιέπαινη επάρκεια στην έκθεση «Αθήνα – Μόναχο. Τέχνη και Πολιτισμός στη νέα Ελλάδα» της Εθνικής Πινακοθήκης με την επιμέλεια της ιστορικού της τέχνης κυρίας Μαριλένας Κασιμάτη.


Πρόκειται ωστόσο για ένα «ιστορικό παράδοξο» ­ από τα πολλά που διαμόρφωσε η εκρηκτική περίοδος της «άνοιξης των εθνών» ­ το οποίο παραμένει «παράδοξο» κυρίως ως προς τις ελάχιστες ή και ανύπαρκτες κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές συγκλίσεις ανάμεσα στα δύο νεοσύστατα βασίλεια. Εκεί που ωστόσο μοιάζει να υποχωρεί ή να αναιρείται και τη θέση του να υποκαθιστά η λέξη «συγκυρία» είναι στον τομέα της τέχνης και του πολιτισμού. Η αισθητική ιδεολογία του νεοκλασικισμού ­ η οποία λειτούργησε ως υπόβαθρο του πολιτισμικού βίου και των δύο κρατών ­ άφησε βαθιές ρίζες στη νέα Ελλάδα και αυτό είναι κάτι που δεν θα πρέπει να θεωρηθεί συνέπεια αναπότρεπτου καταναγκασμού ή απλή σύμπτωση. Είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι, η βαυαρική εκδοχή του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού ­ στη διαμόρφωση της οποίας συνέβαλε καθοριστικά η ιδεοληπτική προσήλωση του Λουδοβίκου Α’ (πατέρα του Οθωνα) στον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας ­ υπήρξε η «γέφυρα» που συνέδεσε νοητά τους Νεοέλληνες με τα αποχρωματισμένα ερείπια του παρελθόντος. Αν αυτή η σύνδεση λειτούργησε ράθυμα ή αν από πολλές απόψεις παρέμεινε στο επίπεδο της εσωστρεφούς και παθητικής προγονοπληξίας, γι’ αυτό δεν έχουν σίγουρα ευθύνη οι Βαυαροί.


Σημασία έχει ότι ο νεοκλασικισμός, ως αισθητικό και πολιτικό ρεύμα που καλλιέργησε μια ηρωική και διδακτική αντίληψη της ιστορίας, «ρίζωσε» στη συνείδηση των Νεοελλήνων ­ πολύ περισσότερο απ’ όσο των Βαυαρών ­ συντείνοντας έτσι στη συγκρότηση μιας νέας και συλλογικά αποδεκτής πολιτισμικής ταυτότητας.


Η σύνδεση με το παρελθόν



Η επανασύνδεση με τη «μυθική Ελλάδα» δεν ήταν εξάλλου ο ποθητός στόχος μόνο του Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας και του απολυταρχικού καθεστώτος του. Ηταν το όραμα και των μετεπαναστατικών χρόνων στη Γαλλία, όπου ο νεοκλασικισμός, συμβιώνοντας με το κίνημα του ρομαντισμού, έστρεφε τη σκέψη ενός μεγάλου αριθμού διανοουμένων, πολιτικών και καλλιτεχνών στο δημοκρατικό πρότυπο της αρχαίας Αθήνας αλλά και στους σκληρούς απελευθερωτικούς αγώνες της υπόδουλης Ελλάδας. Δεν είναι τυχαίο ότι στο καλλιτεχνικό Salon του 1789 (την ίδια χρονιά που ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση) τα θέματα που υπερτερούσαν ήταν εμπνευσμένα από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Οπως δεν είναι επίσης τυχαία η στροφή, την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, ολόκληρης της Ευρώπης στην αρχαία ελληνική σκέψη και προπάντων στη φιλοσοφία του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνικών. Το ελπιδοφόρο ­ τουλάχιστον αρχικά ­ «φως» της Γαλλικής Επανάστασης, που έδειχνε τον δρόμο για την «απελευθέρωση των εθνών», έμοιαζε να δίνει περισσότερες εγγυήσεις ορθής διακυβέρνησης και δικαιοσύνης μέσα από τη νοητή ταύτισή του με το πνεύμα των αρχαίων ελλήνων σοφών.


Ο Jean Starobinski, στην κλασική πλέον μελέτη του για τη Γαλλική Επανάσταση με τίτλο Les Emblèmes de la Raison (Flammarion, Paris 1979), τόνιζε ότι «σήμερα ο ειδικός στην ιστορία των ιδεών έχει μπροστά του ένα ευρύ πεδίο έρευνας για το φαινόμενο της αναβίωσης του Πλάτωνα και του Νεοπλατωνισμού που εκδηλώθηκε γύρω στο 1789 σε ολόκληρη την Ευρώπη: το βλέπουμε στην Αγγλία (όπου τα γραπτά και οι μεταφράσεις των «Ορφικών» του J. Taylor θα επηρεάσουν το καλλιτεχνικό έργο του Blake), στην Ολλανδία (όπου ο Hmesterhuis γράφει διαλόγους με τον τρόπο του Πλάτωνα), στη Γαλλία (όπου το 1790 ο Joubert διαμορφώνει το σχέδιο ενός ταξιδιού σε χώρους ανοιχτούς γεμάτους με φως…) αλλά και στη Γερμανία όπου τρεις υπότροφοι των σεμιναρίων του Πανεπιστημίου του Τübingen, ο Hegel, ο Ηölderlin και ο Schelling, διάβαζαν, ενθουσιωδώς συνεπαρμένοι από τη Γαλλική Επανάσταση, Ιάμβλιχο, Πλάτωνα και Πρόκλο… Ετσι λοιπόν ο μύθος της Ψυχής θα γνωρίσει τα επόμενα χρόνια μια εντυπωσιακή διάδοση. Και αυτό όχι μόνο γιατί δημιουργήθηκε η ανάγκη μιας ευαισθησίας πιο βαθιάς απέναντι στον Ερωτα, αλλά κυρίως γιατί η τέχνη, που επιζητούσε την επικοινωνία με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, αισθάνθηκε την ανάγκη της αυτοαπεικόνισης μέσα από την αλληγορία και το έμβλημα».


Στην παρενθετική αυτή αναφορά μου στις σκέψεις του Starobinski για τον νεοκλασικισμό θα ήθελα να προσθέσω και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο: τον θαυμασμό που έτρεφε ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας για τον γλύπτη Antonio Canova (1757-1822), του οποίου το γνωστό σύμπλεγμα με τον τίτλο «Ερως και Ψυχή» θα μπορούσε να θεωρηθεί το μελαγχολικό απόγειο μιας ανεκπλήρωτης ταύτισης με το πνεύμα της αρχαιότητας.


Η πολιτισμική πορεία του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου ενισχύει την ουσία μερικών τολμηρών ­ και όχι λιγότερο αισθαντικών ­ σκέψεων που είχε διατυπώσει ο Thomas Mann σε διάλεξη που έδωσε με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ογδόντα χρόνων από τη γέννηση του Sigmund Freud. Στο κείμενό του αυτό ο γερμανός συγγραφέας τόνισε τη σημασία της κίνησης «προς τα πίσω» που επιχειρεί το άτομο ή μια ηγετική προσωπικότητα (ή ένας λαός) όταν βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της εξελικτικής του πορείας. Τώρα το αν αυτή η κίνηση «προς τα πίσω» ­ η νοητή δηλαδή σύνδεση με το παρελθόν ­ αποβεί ευεργετική, ολέθρια ή καθηλωτική αυτό είναι κάτι που μοιραία κρίνεται από πολλούς και συχνά απρόβλεπτους παράγοντες. Ο ίδιος εξάλλου ο Thomas Mann υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του τι ακριβώς σήμαινε η αναζήτηση της «μυθικής γερμανικότητας» από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα των ναζί στη Γερμανία του όψιμου Μεσοπολέμου.


Πολιτισμός και εξέλιξη


Από τα σημαντικά και εύστοχα επιλεγμένα εκθέματα της Εθνικής Πινακοθήκης ­ τα οποία σχετίζονται με την προβαλλόμενη ή προσδοκώμενη πολιτισμική οντότητα των δύο νεοκλασικών βασιλείων ­ στη μνήμη μου έρχονται δύο κυρίως έργα, εντυπωσιακά ανόμοια μεταξύ τους. Το ένα, «Ο θάνατος του λόρδου Βύρωνα» (1826), είναι μια σύνθεση του όψιμου ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού η οποία φιλοτεχνήθηκε από έναν βέλγο μαθητή του Jacques – Louis David, τον J.-D. Odevaere. Το άλλο, ένα θαυμάσιο επιχρυσωμένο ακρόπρωρο που κοσμούσε το πλοίο Αρης του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη. Το ακρόπρωρο αναπαριστά μια ηρωική ανδρική μορφή ­ αρκετά συγγενική με εκείνη του Μ. Αλεξάνδρου ­ με περικεφαλαία που διακοσμείται με γρύπες και γοργόνειο στο γείσο και στο θώρακα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η «εξανθρωπισμένη» μορφή της φοβερής Γοργούς λειτουργεί εδώ ως προστατευτικό σύμβολο όχι μόνο του πλοίου (ή της ναυτιλίας) αλλά και της αφυπνισμένης εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Η μορφή της Γοργούς ­ η οποία σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθική παράδοση κοσμούσε την ασπίδα της θεάς Αθηνάς ­ ενσωματώνεται σε πολλές από τις λαϊκές εικονογραφήσεις όπως, π.χ., σε μια προπαγανδιστική αφίσα του απελευθερωτικού αγώνα όπου η Ελλάδα «ορθώνεται» μέσα από τα αρχαία ερείπια συγκρατούμενη από τον Ρήγα Βελεστινλή και τον Αδ. Κοραή.


Για τους λόγιους οπαδούς του Ελληνικού Διαφωτισμού η μορφή της θεάς Αθηνάς συμβόλιζε το φως της γνώσης και την άρση του σκότους της αμάθειας και της ταπεινωτικής δουλείας. Τελείως διαφορετική είναι η εικόνα της «Ιδανικής Αρχαιότητας» στη σύνθεση του Odevaere, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ενδεικτική του υφολογικού «λυκόφωτος» του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού και ιδιαίτερα της σχολής του J.-L. David. Ο Odevaere ­ ο οποίος υποστήριξε ένθερμα τους απελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων ­ μεταφέρει τη νεκρική κλίνη του λόρδου Βύρωνα από τις πραγματικές (άθλιες) συνθήκες του ελώδους Μεσολογγίου σε ένα σκηνικό διάκοσμο ρητορικά αρχαιοπρεπή, όπου τα πάντα ανταποκρίνονται στους κανόνες του «Υψηλού Κάλλους».


Εχει διατυπωθεί συχνά η άποψη ότι ο νεοκλασικισμός του Μονάχου ­ και γενικότερα η ενθουσιώδης αρχαιολατρία των ευρωπαίων φιλελλήνων ­ συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας «φασματικής» εθνοπολιτισμικής ταυτότητας, η οποία τελικά ζημίωσε την εξέλιξη του νεότερου ελληνισμού. Για ό,τι αφορά τον πολιτισμό και ειδικότερα την τέχνη η Σχολή του Μονάχου έχει δεχτεί πολλές επικρίσεις θεωρούμενη υπαίτια της «καθυστέρησης» της Ελλάδας ως προς τις αισθητικές αναζητήσεις του Μοντερνισμού. Κατά τη γνώμη μου, αν αντί του Μονάχου ήταν το Παρίσι η μητρόπολη της καλλιτεχνικής ζωής της Ελλάδας, τα πράγματα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικά. Θα είχαμε ενδεχομένως περισσότερους Ελληνες μυημένους στον γαλλικό ακαδημαϊσμό (ή σε ρεύματα του γαλλικού συμβολισμού), αλλά σίγουρα όχι μεγάλες τομές ως προς την αντίληψη της φόρμας. Εκτός και αν θέλουμε να βλέπουμε την τέχνη τελείως αποκομμένη από τις συνθήκες διαμόρφωσης και εξέλιξης ενός πολιτισμού.


Τώρα τελευταία έτυχε να ακούσω σε διάφορες τηλεοπτικές συζητήσεις «περί ταυτότητας» τη γνωστή και (ιδιαίτερα ταλαιπωρημένη) φράση: «Του Ελληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει». Προσωπική μου άποψη είναι ότι, αν ο τράχηλος του Ελληνα υπέφερε λίγο παραπάνω τους Βαυαρούς, ίσως να έμπαιναν καλύτερα τα θεμέλια θεσμών και βασικών μηχανισμών ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους. Και αυτό θα ήταν προς όφελός μας.


Η κυρία Νίκη Λοϊζίδη είναι καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.