Διαβάσαμε και ακούσαμε πολλά τις τελευταίες εβδομάδες με αφορμή την αναγραφή ή μη του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες και, δευτερευόντως, την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα. Χάρη στην εκτεταμένη δημοσιότητα, αποκαλύφθηκαν πολλές οδυνηρά γραφικές συγχύσεις όπως, π.χ., αν οι καθολικοί είναι και αυτοί χριστιανοί σαν τους ορθοδόξους ή αν οι μουσουλμάνοι ταυτίζονται αποκλειστικά με τους Τούρκους. Ολες οι αντιδράσεις πάντως συνωθούνται κάτω από την κοινή ομπρέλα της ελληνικής «ιδιαιτερότητας» σε ό,τι αφορά τη θέση της θρησκείας και της Εκκλησίας ειδικότερα στη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού έθνους. Η ορθόδοξη χριστιανική πίστη παρουσιάζεται, σύμφωνα με αυτή την επιχειρηματολογία, ως πρωταρχική συνιστώσα της ελληνικότητας, στοιχείο που διακρίνει άλλωστε τον ελληνικό λαό από τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς. Η ­ ηθελημένη ή μη ­ άγνοια του παρελθόντος διευκολύνει βεβαίως παρόμοιους αβίαστους αναγωγισμούς. Γι’αυτόν όμως ακριβώς τον λόγο ο πειρασμός της υπενθύμισης, και εν τέλει της γνώσης, είναι προκλητικός.



Πριν από έναν αιώνα ακριβώς, στη Γαλλία της Γ’ Δημοκρατίας ξέσπασε ένας σφοδρός «πόλεμος» ανάμεσα στους φιλελεύθερους εκπροσώπους της Δημοκρατικής Πολιτείας (Rιpublique) ­ δηλαδή της κρατικής εξουσίας ­ και στην Καθολική Εκκλησία γύρω από την καθιέρωση του λαϊκού, μη θρησκευτικού σχολείου. Οι δάσκαλοι, τα προγράμματα διδασκαλίας, τα σχολικά εγχειρίδια, τα θρησκευτικά σύμβολα στις σχολικές τάξεις απετέλεσαν τα αντικείμενα αυτής της διαμάχης, η οποία ωστόσο ξεπέρασε την αυλή του σχολείου και έθιξε ευρύτερα ζητήματα, όπως οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους, η θέση της Εκκλησίας στην κοινωνία πολιτών και το βάρος της καθολικής χριστιανικής θρησκείας στον αυτοπροσδιορισμό του γαλλικού έθνους.


Το πρόβλημα του μη θρησκευτικού χαρακτήρα του σχολείου είχε τεθεί ήδη από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης αλλά η μεγάλη τομή, που εκδηλώθηκε με βαθιά ρήξη Εκκλησίας και Κράτους, τοποθετείται στη δεκαετία του 1880 με μια σειρά νόμων που θεσπίζουν την υποχρεωτική, δωρεάν και μη θρησκευτική εκπαίδευση. Ετσι, το 1881 θεσμοθετείται η δωρεάν πρωτοβάθμια εκπαίδευση και το 1882 ψηφίζεται και ο υποχρεωτικός της χαρακτήρας ενώ καταργείται η διδασκαλία της κατήχησης. Την προσευχή και την κατήχηση αντικαθιστούν τώρα η ηθική και η πολιτική αγωγή. Εγκαθιδρύεται με αυτόν τον τρόπο η αρχή του «λαϊκού», μη θρησκευτικού σχολείου (laicitι). Την ίδια χρονιά, με ειδική εγκύκλιο, απομακρύνονται τα θρησκευτικά σύμβολα από τα σχολεία. Από το 1886 αρχίζει στα δημόσια σχολεία η αντικατάσταση των κληρικών δασκάλων από λαϊκούς, διαδικασία που ολοκληρώνεται το 1889. Επειτα από μια δεκαετή περίοδο αμοιβαίου συμβιβασμού, θα ξεσπάσει νέα κρίση. Το 1901 αφαιρείται από τις θρησκευτικές αδελφότητες το δικαίωμα να ασκούν εκπαιδευτικό έργο ενώ το 1905 θα γίνει ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους. Το 1909, η περίφημη «διακήρυξη των επισκόπων» καταδικάζει κατηγορηματικά το ουδέτερο λαϊκό σχολείο και καταρτίζει κατάλογο (index) απαγορευμένων σχολικών βιβλίων. Πολλά από αυτά τα βιβλία θα καούν δημόσια με συμβολικό τρόπο.


Η λαϊκή εκπαίδευση


Δεν είναι βεβαίως τυχαίο που η σύγκρουση αυτή τοποθετείται στον χώρο του σχολείου. Από τα τέλη του 18ου αιώνα, η Γαλλική Επανάσταση είχε εγκαινιάσει τον θεμελιώδη δεσμό ανάμεσα στην ιδέα της Δημοκρατικής Πολιτείας αφενός και στην εκπαίδευση αφετέρου. Με σημείο αναφοράς την ισότητα μεταξύ των πολιτών, υποστηρίχθηκε ότι η Δημοκρατική Πολιτεία διδάσκει μόνο ό,τι ενώνει τους πολίτες και όχι ό,τι τους χωρίζει και συνεπώς ότι δεν μπορεί να διδάσκει δόγματα ή εξ αποκαλύψεως αλήθειες ­ θρησκευτικού ή πολιτικού χαρακτήρα. Μια τέτοια διδασκαλία θα επανεισήγαγε εμμέσως την ανισότητα μεταξύ των πολιτών. Γι’ αυτό τα μαθήματα, και κυρίως η ηθική, θα έπρεπε να προτείνουν ορθολογικά δεδομένα ή τουλάχιστον που να υπόκεινται σε ορθολογική επαλήθευση. Στα τέλη του 19ου αιώνα, το καθεστώς της Γ’ Δημοκρατίας, που στήριξε την πολιτική του φιλοσοφία στις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, αναζήτησε στο σχολείο την πηγή της συλλογικής δύναμης και του εθνικού μεγαλείου. Η εκπαίδευση αναδείχθηκε σε μέσο χειραφέτησης του λαού και εμπέδωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το κράτος χρειαζόταν μια λαϊκή πολιτική αγωγή που θα ήταν ικανή να διαμορφώσει τόσο τους ψηφοφόρους που απαιτούσε η καθολική ψηφοφορία όσο και τους πολίτες που εννοούσε να κυβερνά η Δημοκρατική Πολιτεία. Η εκπαίδευση λοιπόν έπρεπε να γίνει ένα δημόσιο αγαθό που θα θεμελιωνόταν σε τρεις βασικές ιδέες: την ισότητα μεταξύ των παιδιών, το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση και, επομένως, το καθήκον εκ μέρους του Κράτους να ικανοποιήσει το δικαίωμα αυτό.


Η εκκοσμίκευση του σχολείου δεν σχεδιάστηκε με κατ’ ανάγκην εχθρικές διαθέσεις απέναντι στην Καθολική Εκκλησία. Οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι, οι οποίοι νομοθέτησαν τις αλλαγές στην εκπαίδευση, στόχευαν μάλλον σε μια διάκριση αρμοδιοτήτων και ευθυνών ­ «ο καθένας σπίτι του» ­ που θα προφύλασσε από τη σύγκρουση.


Το κράτος αντιδρά


Οπως έλεγε ο Jules Ferry, πρωταγωνιστής των αλλαγών αυτών, «για να αποφευχθεί ο πόλεμος χρειάζονται καλά σύνορα». Οι εκπρόσωποι της Γ’ Δημοκρατίας διέκριναν, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, σαφώς τον αντι-κληρικαλικό από τον αντι-θρησκευτικό αγώνα, απηχώντας έτσι τη θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στον δημόσιο τομέα, όπου κυριαρχεί ο νόμος, και τον ιδιωτικό τομέα των συνειδήσεων και των προσωπικών πεποιθήσεων, όπου ο νόμος δεν παρεμβαίνει. Εν τούτοις, η βίαιη αντίδραση της Καθολικής Εκκλησίας, που όχι μόνο καταδίκασε κατηγορηματικά το λαϊκό σχολείο αλλά προσπάθησε συστηματικά να το υπονομεύσει και να το μποϊκοτάρει, δεν άφησε πολλά περιθώρια στην Πολιτεία: η εκκοσμίκευση του σχολείου μπορούσε να γίνει είτε χωρίς την Εκκλησία είτε εναντίον της.


Υπήρχε εξάλλου και ένα βαθύτερο ρήγμα από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, δεδομένου ότι ο κλήρος στη Γαλλία υπήρξε φιλομοναρχικός, συντηρητικός και αντίθετος προς τις αρχές της Επανάστασης. Γι’ αυτό και ήταν δύσκολο να συμφιλιωθεί με τις πολιτικές αντιλήψεις της Γ’ Δημοκρατίας. Πρόκειται λοιπόν για μια πολύ βαθύτερη σύγκρουση δύο αλληλοαναιρούμενων αντιλήψεων για την εθνική ενότητα και δύο ανταγωνιστικών μοντέλων ανθρώπου και πολίτη: η πρώτη δίνει προτεραιότητα στο άτομο και στον οικουμενικό Ορθό Λόγο ενώ η δεύτερη υπενθυμίζει την αδυναμία του ανθρώπου και την εξάρτησή του από την κοινότητα μέσα στην οποία ζει. Η πρώτη στηρίζει την ιδιότητα του δημοκρατικού πολίτη στη χειραφέτησή του από τις ιδιαίτερες πολιτικές, θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις του που ευνοούν τους αποκλεισμούς και, επομένως, στην υιοθέτηση οικουμενικών αξιών και στην εκμάθηση της θρησκευτικής ανοχής. Η δεύτερη, αντίθετα, θεωρεί ότι μόνο η θρησκευτική εκπαίδευση ­ στη Γαλλία κατά προτεραιότητα η χριστιανική καθολική εκπαίδευση ­ μπορεί να διαμορφώσει πολίτες που να σέβονται την πολιτική και κοινωνική τάξη. Απόρροια αυτής της διάστασης απόψεων είναι ότι οι καθολικοί υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει ηθική ανεξάρτητη από τη θρησκεία και γι’ αυτό αντιτίθενται στην κατάργηση της κατήχησης στα σχολεία ενώ οι δημοκρατικοί προωθούν μια ηθική «χωρίς επίθετο», με την εισαγωγή του μαθήματος της αγωγής του πολίτη.


Περί εθνικής ταυτότητας


Οι αντιδράσεις της Καθολικής Εκκλησίας βρίσκουν ερείσματα στη γαλλική κοινωνία, η οποία παραμένει ακόμη σε σημαντικό βαθμό χριστιανική ­ δηλαδή καθολική. Η συζήτηση για τη θρησκεία και τον καθολικισμό εγγράφεται σε ευρύτερα ζητήματα που αφορούν στον χαρακτήρα και στην «επιβίωση» της γαλλικής εθνικής ταυτότητας, εν τέλει, τον αυτοπροσδιορισμό του γαλλικού έθνους. Στον αυτοπροσδιορισμό αυτό ο ρόλος του καθολικισμού είναι καθοριστικός. Η Γαλλία, ως «πρωτότοκη κόρη της Εκκλησίας», ταυτίζεται με τον καθολικισμό, σύμφωνα με τον λόγο όχι μόνο του κλήρου αλλά και των συντηρητικών διανοουμένων. Τα επιχειρήματα αυτά αναβαπτίζονται στην καμπή του 19ου αιώνα μέσα στη φασιστική εθνικιστική λογική του Μορίς Μπαρές. Ο Μπαρές ενσωματώνει τον καθολικισμό στον εθνικισμό του και υποστηρίζει τη διδασκαλία της χριστιανικής καθολικής ηθικής στα δημόσια σχολεία. Η Γαλλία θεωρείται ένα ουσιωδώς καθολικό έθνος και ο «αυθεντικός Γάλλος» δεν μπορεί παρά να είναι καθολικός. Η αντίληψη αυτή είναι συμπληρωματική με την εξιδανίκευση της παραδοσιακής, αγροτικής Γαλλίας, που θα πρέπει να είναι η βασική πηγή έμπνευσης της εκπαίδευσης και του δασκάλου. Η άρνηση του λαϊκού σχολείου ανταποκρίνεται λοιπόν σε μια γενικευμένη εχθρότητα προς τη σύγχρονη, βιομηχανική κοινωνία των αστικών κέντρων. Παράλληλα, το Κράτος αντιμετωπίζεται ως απειλή όχι μόνο για τις ατομικές ελευθερίες αλλά και για τη «βαθιά ταυτότητα» του γαλλικού έθνους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κείμενα της εποχής το Κράτος κατηγορείται ως «προτεσταντικό» ή ταυτίζεται με τους Εβραίους ή τους μασόνους. Ετσι, μόνο το καθολικό Κράτος θεωρείται πιστό στην ιστορία της Γαλλίας και μόνο ο καθολικισμός μπορεί να εγγυηθεί την εθνική συνοχή. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι οι εκπρόσωποι της Καθολικής Εκκλησίας κατηγόρησαν το δημόσιο λαϊκό σχολείο ως υπεύθυνο για την ηθική «παρακμή» της Γαλλίας, για την υποχώρηση του εθνικού αισθήματος και ότι προειδοποίησαν για τον κίνδυνο εξαφάνισης της γαλλικής «φυλής». Ο «πόλεμος των σχολείων» δεν ήταν λοιπόν ένας πόλεμος για το σχολείο ή, πάντως, όχι μόνο για το σχολείο. Ηταν μια πολιτική διαμάχη που άγγιζε την ίδια την ουσία της γαλλικής εθνικής ταυτότητας, την «ιδιαιτερότητά» της και την ικανότητά της να αποδεχθεί και να ενσωματώσει το «διαφορετικό».


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.