Σε προηγούμενα σημειώματά μου, επεσήμαινα μια σειρά από μακροπρόθεσμες κοινωνικές επιπτώσεις της καταιγιστικής ανάπτυξης της ιατρικής και της βιοτεχνολογίας. Και υπογράμμιζα την ανάγκη για άμεση προσαρμογή των θεσμών στις πρωτόφαντες εξελίξεις της γνώσης στους τομείς της βιοϊατρικής. Το ζήτημα όμως δεν είναι απλώς «μελλοντικό». Ηδη σήμερα η βιολογική «πρόγνωση» δημιουργεί τεράστια προβλήματα που απειλούν να μεταβάλουν διαμετρικά την καθημερινή μας ζωή. Ενα από αυτά, θεμελιώδες από πολιτική σκοπιά, αναφέρεται στους όρους ασφάλισης των εργαζομένων και των πολιτών εν γένει.


Ετσι, η δυνατότητα να προβλέπονται οι πιθανότητες ατομικών ασθενειών και αναπηριών μεταβάλλει αποφασιστικά τις αρχές που διέπουν το ασφαλιστικό καθεστώς. Πράγματι, ως σήμερα η λογική της ασφάλισης ευρέων πληθυσμών στηριζόταν στο αξίωμα της στατιστικής ισότητας όλων μπροστά στον κίνδυνο της ασθένειας και της αναπηρίας. Επειδή ακριβώς το μέλλον του καθένα ήταν απρόβλεπτο, ο υπολογισμός των κινδύνων αλλά και του μέσου «κατά κεφαλήν» κόστους της ασφάλειας μπορούσε να στηρίζεται στον νόμο των μεγάλων αριθμών.


Εφεξής όμως το αξίωμα καταρρέει. Πολύ σύντομα, οι άνθρωποι δεν θα μπορεί πια να ασφαλίζονται ως άτομα που εμφανίζονται να έχουν την ίδια πιθανότητα να αρρωστήσουν ή, στην περίπτωση των ασφαλειών ζωής, να πεθάνουν. Πέραν του προφανούς κριτηρίου της ηλικίας, πολλοί άλλοι προβλέψιμοι παράγοντες θα επηρεάζουν έναν ασφαλιστικό «προϋπολογισμό» που θα μπορεί να εξατομικεύεται. Από τη στιγμή που αποκωδικοποιούνται οι γενετικοί κώδικες, οι άνθρωποι εμφανίζονται ως εγγενώς διαφορετικοί ως προς την πιθανότητα και τον χρόνο επέλευσης των κινδύνων υγείας που τους απειλούν. Η προσδοκώμενη βιοϊατρική εξέλιξη του καθένα είναι αποτιμήσιμη εκ των προτέρων.



Το ζήτημα δεν είναι νέο. Ηδη εδώ και πολλά χρόνια το ύψος των ιδιωτικών ασφαλίστρων υπολογίζεται βάσει των συγκεκριμένων πληροφοριών για το «ιατρικό ιστορικό» του κάθε ασφαλιζομένου. Το σύστημα είναι σαφές και λογικά άτρωτο. Οπως οι νέοι πρέπει να πληρώνουν λιγότερα από τους ηλικιωμένους και οι ατζαμήδες οδηγοί περισσότερα από όσους δεν έχουν «παρελθόν ατυχήματος», έτσι και οι θεριακλήδες πληρώνουν περισσότερα από τους άκαπνους και οι ήδη άρρωστοι από τους θεαματικά υγιείς. Σε ακραίες μάλιστα περιπτώσεις οι εταιρείες αρνούνται να ασφαλίσουν. Οσοι υποφέρουν από προχωρημένο διαβήτη ή έχουν πάθει διαδοχικά εμφράγματα δύσκολα συνάπτουν ασφάλεια ζωής, εκτός αν πληρώσουν τεράστια ασφάλιστρα. Και έτσι, στην πραγματικότητα, στο μέτρο που οι πλούσιοι δεν χρειάζεται να «ασφαλίζονται», οι ήδη «μη απασχολήσιμοι» φτωχοί αρρωστιάρηδες εμφανίζονται επιπλέον και ως «μη ασφαλίσιμοι».


Η ασφαλιστική αυτή πρακτική εμφανίζεται απολύτως δικαιολογημένη: με αυτόν τον τρόπο υποτίθεται ότι εξασφαλίζεται η γενική μείωση του ασφαλιστικού κόστους προς όφελος του ευρέος γένους των πελατών. Πράγματι, από τη στιγμή που αποθαρρύνεται η ασφάλιση των κατηγοριών «υψηλού κινδύνου», και ασφαλίζονται μόνον οι κατά τεκμήριον υγιείς, το μέσο κόστος θα μειώνεται ανάλογα. Με αποτέλεσμα να μειώνονται τα κατά κεφαλήν ασφάλιστρα και να εξασφαλίζονται μεγαλύτερα κέρδη για τους ασφαλιστές.


Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο το γεγονός ότι ο κάθε επίδοξος ασφαλιζόμενος καλείται να συμπληρώσει λεπτομερείς ιατρικές βιογραφίες, που καμιά φορά επεκτείνονται και στους γονείς τους. Και όσοι είναι απολύτως υγιείς το κάνουν ευχαρίστως αφού πληρώνουν λιγότερα και ταυτοχρόνως επαίρονται για το σφρίγος τους. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Και γι’ αυτό ακριβώς οι εταιρείες μπορούν να είναι αμείλικτες: ο αμελής, ο επιπόλαιος και ο αθεράπευτα αισιόδοξος θα κληθούν να πληρώσουν τα επιχείρια της ενδεχόμενης ολιγωρίας τους, αφού η «απόκρυψη πληροφοριών» από την ασφαλιστική εταιρεία μπορεί να αποτελέσει λόγο ακύρωσης του συμβολαίου. Με αποτέλεσμα πολλοί από εκείνους οι οποίοι παρέμεναν αφελώς ήσυχοι να βρίσκονται εκ των υστέρων προ οδυνηρών εκπλήξεων που δεν θα είναι δυνατόν να ξεκαθαρίσουν παρά ενώπιον της δικαιοσύνης. Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα. Ακόμη και αν δεν γνώριζαν τη σοβαρότητα της κατάστασής τους, θα «ώφειλαν».


Ιατρικό και βιολογικό ιστορικό


Ηδη δηλαδή υπό το κράτος του υφισταμένου καθεστώτος δημιουργούνται προβλήματα. Τα προβλήματα όμως αυτά θα οξυνθούν απίστευτα, αν σκεφθούμε ότι η διάκριση ανάμεσα στο «ιατρικό ιστορικό» και στο «βιολογικό ιστορικό» δεν μπορεί ποτέ να είναι σαφής. Ολο και περισσότερο, το πρώτο θα περικλείει το δεύτερο. Και έτσι, από τη στιγμή που ο ασφαλιζόμενος γνωρίζει ή μπορεί να μάθει προκαταβολικά τις πιθανότητες που έχει να αρρωστήσει, είναι απολύτως εύλογο η ασφαλιστική εταιρεία να απαιτήσει με τη σειρά της να το πληροφορηθεί. Αν είσαι υποχρεωμένος να δηλώσεις ότι πάσχεις σήμερα από διαβήτη, μπορεί να θεωρηθείς εξίσου υποχρεωμένος να δηλώσεις ότι πρόκειται με βεβαιότητα να προσβληθείς από την ασθένεια σε λίγα χρόνια. Το νομικό πρόβλημα είναι βέβαια ακόμη επίμαχο και πολλές ευρωπαϊκές νομοθεσίες έχουν ήδη απαγορεύσει την ασφαλιστική χρησιμοποίηση των βιολογικών προδιαγραφών του ατόμου. Η προστασία είναι όμως ανεπαρκής. Αν σκεφθούμε τους άπειρους τρόπους με τους οποίους οι μεγάλες εταιρείες καταστρατηγούν τους νόμους, είναι βέβαιο ότι δεν μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Δεν γνωρίζω, π.χ., υπό ποίους όρους η «προαιρετική» εμφάνιση ενός «αγνού» βιολογικού ιστορικού που θα συνεπιφέρει αυτόματη μείωση των ασφαλίστρων μπορεί να θεωρείται ή όχι νόμιμη. Στο μέτρο όμως που θα κριθεί πως είναι νόμιμη ­ ή αν η κατά τα άλλα αξιόπιστη και αξιοπρεπής πολυεθνική ασφαλιστική εταιρεία εδρεύει στις Μπαχάμες ­ η μη προσκόμιση ενός τέτοιου λευκού πιστοποιητικού θα οδηγήσει μοιραία σε σοβαρότατες επιβαρύνσεις όλων εκείνων που δεν θα το προσκομίσουν. Και όταν ακόμη δεν προκύπτει, το βιοϊατρικό στίγμα θα μπορεί να τεκμαίρεται εκ παραλείψεως.


Τα παραπάνω βέβαια δεν ισχύουν στο πλαίσιο της δημόσιας ασφάλισης. Ως σήμερα, η αξιωματική θεσμική «ασφαλιστική ισότητα» ενώπιον της ασθένειας και του γήρατος εξασφαλίζεται με την κατ’ αρχήν ισότητα του ποσοστού των ασφαλιστικών κρατήσεων ή των συμμετοχών στα Ταμεία. Τίποτε όμως δεν εγγυάται ότι η κατάκτηση αυτή δεν θα αποδυναμωθεί. Πράγματι, ήδη η θεωρία και πρακτική της λεγόμενης ασφαλιστικής «ανταποδοτικότητας» θέτουν δυσαπάντητα ερωτήματα ως προς τη δυνατότητα εξατομίκευσης του ασφαλιστικού συμβολαίου. Στο μέτρο που το ζήτημα της «εξυγίανσης» των Ταμείων συναρτάται με την κατά κλάδους ή κατηγορίες λογιστική αντιστοίχηση των ασφαλιστικών «προκαταβολών» των ασφαλιζομένων και των μελλοντικών «αντικαταβολών» που θα τους επιστραφούν, ανοίγει η πόρτα για πολύ πιο λεπτομερείς υπολογισμούς των αρχών στις οποίες θα πρέπει να στηρίζεται η ανταποδοτικότητα. Οι οικοδόμοι και οι ανθρακωρύχοι θα είναι λοιπόν δυνατόν να υποχρεωθούν σε μεγαλύτερες ασφαλιστικές παροχές λόγω του επικίνδυνου χαρακτήρα της δραστηριότητάς τους, που αναγνωρίζεται άλλωστε και θεσμικά με τα «επιδόματα ανθυγιεινής εργασίας».


Το μέλλον των κοινωνικών ασφαλίσεων


Με αυτήν την έννοια, τίποτε δεν μπορεί να αποκλείσει εκ των προτέρων τη σταδιακή εισβολή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στη δημόσια ασφάλιση. Και από τη στιγμή που τα κριτήρια αυτά θα πρυτανεύσουν θα ανοίξει ίσως και ο δρόμος για τον προσωποπαγή προϋπολογισμό της «επικινδυνότητας» ή «ολισθηρότητας» των προοπτικών υγείας του κάθε ασφαλιζομένου. Αν λοιπόν η «εξυγίανση» του ασφαλιστικού συστήματος προταχθεί του αιτήματος για καταστατική ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον των οποιωνδήποτε κινδύνων, η δημόσια ασφάλιση θα κληθεί να λύσει τα ίδια τεχνοοικονομικά ζητήματα που αντιμετωπίζει ήδη η ιδιωτική. Οπότε και θα τεθεί αφεύκτως και το πρόβλημα της κατ’ αρχήν νομιμότητας αλλά και των ορίων των επαπειλούμενων ασφαλιστικών διακρίσεων. Ακόμη και αν δεν θιγούν τα «ώριμα» και απρόσωπα ασφαλιστικά δικαιώματα, το πρόβλημα της ρύθμισης των «νωπών» ακόμη δικαιωμάτων μπορεί να παραμείνει ανοικτό.


Αλλά δεν είναι βέβαια μόνον αυτός ο κίνδυνος που ελλοχεύει. Πολύ πιο άμεσες και απειλητικές είναι οι συζητήσεις γύρω από τη διαφαινόμενη «άρθρωση» ανάμεσα στις δημόσιες ή συνεταιριστικές – κλαδικές και στις ιδιωτικές μορφές ασφαλίσεων. Πράγματι, τα αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα σε όλες τις χώρες έχουν οδηγήσει σε ευρύτερους προβληματισμούς γύρω από το μέλλον των κοινωνικών ασφαλίσεων. Πρόκειται εξάλλου για ένα από τα αγαπημένα θέματα των εραστών του «τρίτου δρόμου» προς τον σοσιαλισμό τύπου Tony Blair και Anthony Giddens. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, οι αναγκαιότητες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας οδηγούν στην ανάγκη συρρίκνωσης ενός δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος που καθηλώνει την ανταγωνιστικότητα και τα ποσοστά κέρδους. Θα πρέπει συνεπώς να ενθαρρυνθούν διάφορες μορφές υγιών «επικουρικών» ιδιωτικών ασφαλίσεων που θα κληθούν να «συμπληρώνουν» τις γλίσχρες παροχές που θα εξακολουθούν να προσφέρονται από το σταδιακά απεκδυόμενο από τις ευθύνες του Δημόσιο. Με προφανή στόχο να οδηγηθούμε σε προϊούσα διείσδυση των εκλογικευμένων ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών σε ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα. Προς δόξαν φυσικά της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας.


Ετσι, υπό τους διαφαινόμενους αυτούς όρους, θα είναι ολοένα και πιο δύσκολο για τους κοινούς πολίτες να απαλλαγούν από το βάρος του βιοϊατρικού τους στίγματος. Σε εποχές αύξουσας αβεβαιότητας, όλοι θα τείνουν να επικαλούνται οι ίδιοι το λευκό τους βιολογικό μητρώο προκειμένου να περιορίσουν τα ασφάλιστρα που έχουν ήδη φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα πόσο γενικευμένη θα είναι η επίκληση των «προσωπικών δεδομένων» που τεκμηριώνουν μιαν άκρα υγεία όταν κάτι τέτοιο οδηγεί σε ατομική ωφέλεια ή σε «ασφαλιστικές εκπτώσεις». Σαν τον τρόφιμο του ψυχιατρείου που κραδαίνει το εξιτήριο για να αποδεικνύει την ψυχική του ισορροπία, εκείνοι που βγαίνουν από τα νοσοκομεία θα απαιτούν εμπεριστατωμένα πιστοποιητικά υγείας. Οι αστιγμάτιστοι θα επαίρονται δημόσια την ίδια στιγμή που οι στιγματισμένοι θα αποστρέφουν το βλέμμα με φόβο και καταισχύνη.


Παραδόξως λοιπόν ίσως οδεύουμε προς μια κοινωνία όπου η υγεία θα είναι «σωρευτική». Εκείνοι που μπορεί να αποδεικνύουν ότι είναι βιολογικά υγιείς θα μπορούν να ασφαλίζονται καλύτερα και επομένως να τυγχάνουν συστηματικότερης θεραπείας από εκείνους που εμφανίζονται με το στίγμα του ασθενικού ή βεβαρημένου για τους οποίους η ασφάλιση θα είναι επαχθής ή ανεπαρκής. Οι προοπτικές μιας τέτοιας τάσης είναι εφιαλτικές. Ολόκληρο το ασφαλιστικό σύστημα θα κινδυνεύσει να υποστεί τις συνέπειες της ηθικής και λογικής αναστροφής των προαπαιτουμένων του: οι υγιείς θα γίνονται υγιέστεροι και οι ασθενείς ασθενέστεροι και οι κατά πρόκριμα μακρόβιοι θα επιμηκύνουν ακόμη περισσότερο τη ζωή τους εις βάρος εκείνων που πιθανολογείται εκ των προτέρων ότι μάλλον πέπρωται να αρρωστήσουν ή να πεθάνουν «νωρίς».


Η προστασία των προσωπικών δεδομένων


Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει όμως και περαιτέρω προεκτάσεις. Από τη στιγμή που το πιθανολογικό βιολογικό ιστορικό θα τείνει να χρησιμοποιείται αυτοβούλως και εκουσίως προς όλες τις κατευθύνσεις, το θεμελιώδες ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων θα τείνει να εκφυλισθεί ακόμη παραπάνω. Οχι μόνο οι ασφαλιζόμενοι αλλά και εκείνοι που ζητούν να προσληφθούν σε μεγάλες εταιρείες θα πιέζονται να παράσχουν γενετικές πληροφορίες. Ηδη σήμερα στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι 30% των προσλήψεων πραγματοποιείται μετά από (εκούσια) διερεύνηση της βιολογικής ταυτότητας. Ακόμη λοιπόν και αν προστατεύεται με δρακόντειες διατάξεις, το ατομικό «βιολογικό μυστικό» θα παραβιάζεται ακόμη και κατ’ αντιδιαστολήν. Οχι μόνο στην ασφάλιση αλλά και στη δουλειά, στο σχολείο και στην καθημερινή επικοινωνία, εκείνοι που αρνούνται να παράσχουν βιοπληροφορίες θα πιθανολογείται πως έχουν κάτι να κρύψουν. Και έτσι, θα περιβάλλονται με το δευτερογενές στίγμα της «άγνωστης» και ανομολόγητης πάθησης που θα τους καθιστά ακόμη πιο αποδιοπομπαίους από εκείνους που αναγγέλλουν δημόσια την πάθησή τους.


Και περαιτέρω όμως οι ασφαλιστικές εταιρείες θα μπορεί να αποτελούν την ασφαλέστερη πηγή βιοπληροφοριών για το σύνολο του πληθυσμού. Και είναι προφανές ότι με αυτόν τον τρόπο ανοίγονται άπειρες δυνατότητες εμπορίας των δεδομένων αυτών. Τα νόμιμα ή παράνομα προσδοκώμενα κέρδη από τέτοιες συμφωνίες είναι τεράστια. Ηδη σήμερα το εμπόριο αυτό ανθεί. Στη Γαλλία, οι νομίμως λειτουργούσες επιστημονικές «τράπεζες» γενετικών δεδομένων «πουλάνε» παρανόμως τις πληροφορίες τους αντί ποσών που ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες γαλλικά φράγκα κατά «βιοκεφαλήν». Τα περιθώρια ελέγχων, εκβιασμών και δημοσιοποιήσεων που ανοίγονται έτσι μπροστά μας είναι άπειρα. Και με αυτήν την έννοια, το άμεσο πολιτικό και ηθικό ζήτημα που τίθεται σε σχέση με την ασφάλιση είναι θεμελιώδες. Με τα διαφαινόμενα δεδομένα ένα από τα δύο μπορεί να συμβεί. Είτε η ασφάλιση (δημόσια ή ιδιωτική) δεν θα επιτρέπεται εν πάση περιπτώσει να λαμβάνει υπ’ όψιν την παραμικρή παράμετρο που αναφέρεται στην ατομική υγεία των ασφαλιζομένων, έστω και αν οι πληροφορίες παρέχονται αυτοβούλως. Είτε θα κατολισθήσουμε σε ένα σύστημα ασφάλισης a la tete du client όπου οι διαφοροποιήσεις, οι ανισότητες και οι αδικίες θα πολλαπλασιάζονται συνεχώς. Αν πρυτανεύσουν οι αρχές της ελεύθερης αγοράς, το δεύτερο είναι περίπου αναπόφευκτο. Και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο η ευθύνη της Πολιτείας είναι καίρια. Το ασφαλιστικό σύστημα δεν αναφέρεται μόνον στην υγεία των κοινωνιών αλλά στην ισόνομη και ισοδύναμη αξιοπρέπειά τους.


Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.