Αν αποπειραθεί κανείς να αναζητήσει τον μίτο για την κατανόηση των ιδεολογικών σχημάτων μέσα στο ατέρμονο πλήθος των εννοιών και αντιλήψεων που διαχειρίζονται οι κοινωνίες της επικοινωνίας και της πληροφορίας καταλήγει σε μία και μόνη διαπίστωση: τέλος εποχής. Ο 20ός αιώνας, αφού πειραματίστηκε με την εφαρμογή μεγάλων ιδεολογικών προγραμμάτων σε Δύση και Ανατολή, αφού βίωσε ολοκληρωτισμούς και ακρότητες, αφού είπε και ξείπε με την ίδια ευκολία και αφού αναίρεσε τις βεβαιότητες Δεξιά και Αριστερά, αποχωρεί αφήνοντας πίσω του αθυμία, αμηχανία, σύγχυση. Η διαπίστωση της σύγχυσης όμως είναι πια κοινοτοπία ενώ οι λογαριασμοί με τις ιδέες και τα σχήματα που αυτός ο αιώνας κληροδοτεί στον επόμενο δεν κλείνουν τόσο εύκολα.


Οι περισσότερες κοινωνίες σήμερα τόσο στον δυτικό κόσμο όσο και έξω απ’ αυτόν (στον βαθμό που μια τέτοια διάκριση εξακολουθεί να ισχύει, τουλάχιστον με τους όρους της αρχικής της διατύπωσης) περνούν γοργά σε μια κατάσταση συγκρότησης ενός «παγκόσμιου χώρου» βασισμένου κυρίως στη λειτουργία μιας παγκόσμιας αγοράς και στη δυναμική μιας μεταβιομηχανικής οικονομίας. Οι εξελίξεις αυτές έχουν συνδιαμορφώσει δύο αποκλίνουσες καταστάσεις: πρώτον, ένα διευρυμένο πλαίσιο όπου κυριαρχεί ένα είδος συναίνεσης γύρω από μείζονα θέματα οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης, και που σταδιακά κατευθύνεται στη συγκρότηση ενός κυρίαρχου λόγου και στην εδραίωσή του με τους όρους της realpolitik, και, δεύτερον, ένα αντίπαλο στρατόπεδο όπου συνυπάρχουν και συμφύρονται ως «πλίνθοι τε και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι» ιδέες και αντιλήψεις που ανήκουν στο εννοιολογικό οπλοστάσιο της κομμουνιστικής και μη Αριστεράς, του αντιαποικιακού κινήματος, του οικολογικού κινήματος αλλά και του πιο ακραίου εθνικισμού και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Ολα συνυπάρχουν, «όλα παίζουν» στο στρατόπεδο αυτό που σχηματοποιεί και απλοποιεί με τον πιο ακραίο τρόπο τη «μεταμοντέρνα κατάσταση» και επενδύει τον λόγο του με μια πολιτισμική επιχειρηματολογία του συρμού βασισμένη στη διαφύλαξη της «ταυτότητας» και στην υπεράσπιση της «διαφοράς».


Το φαινόμενο έχει πλέον παγκόσμια εμβέλεια. Από τις αντιδράσεις στους Σατανικούς Στίχους του Σάλμαν Ρούσντι, τη βουλευτή με το τσαντόρ στην τουρκική βουλή, ως το Αφγανιστάν των Ταλιμπάν, ακόμη και ως τις διαδηλώσεις στο Σιάτλ, οι αυτοπροσδιοριζόμενες σήμερα ως «ιδεολογίες της ρήξης» εξαντλούν τον ριζοσπαστισμό τους σε μια πρωτοφανή μείξη στοιχείων από ιδεολογικούς χώρους ελάχιστα γειτνιάζοντες ως πρόσφατα και σε μια νοσταλγική προσφυγή σε συλλογικότητες και ταυτότητες που θυσιάζονται στον βωμό της παγκοσμιοποίησης.


Η ελληνική κοινωνία δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Ακολουθώντας ασυνείδητα αλλά πιστά, κατά τα φαινόμενα, ένα διεθνές φαινόμενο, ανασυνθέτει και ανασημασιοδοτεί σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα και ιδεολογικοπολιτικούς χώρους ένα πολιτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο που φιλοδοξεί να αντιπαρατεθεί στην «παγκόσμια τάξη πραγμάτων» αλλά κινδυνεύει να εξαντληθεί τελικά στην περιχαράκωση του «εθνικού εαυτού» και στην καλλιέργεια της λογικής του αποκλεισμού ­ λογική που αυτή η κοινωνία πλήρωσε ακριβά στην πρόσφατη ιστορία της.


Ζούμε κατά την τελευταία δεκαετία την αναβίωση ενός λόγου περί «εθνικής ταυτότητας» που έχει αγγίξει κάποιες φορές τα όρια της εθνικοφροσύνης και που προβάλλει ως αντίδραση στην υποτιθέμενη λογική της αφομοίωσης της «νέας τάξης πραγμάτων» επιμένοντας στον αντιστασιακό και συγκρουσιακό του χαρακτήρα. Κληρικοί, πολιτικοί φορείς αποκλινουσών κατά τα άλλα αντιλήψεων, διαμορφωτές της κοινής γνώμης και μέσα μαζικής ενημέρωσης συνωθούνται σ’ αυτή τη νέα «κοινότητα λόγου» που διατρέχει το πολιτικοκοινωνικό φάσμα και αναζητεί στην «ελληνικότητα» και στην «ορθοδοξία» έρεισμα για τη συγκρότηση μιας «ριζοσπαστικής» επιχειρηματολογίας. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, η διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας (με τους όρους και τα όρια της διαμόρφωσής της κατά τον 19ο αιώνα) αποτελεί μείζονα προτεραιότητα σε μια εποχή που υπερεθνικοί πολιτικοί σχηματισμοί και η κυριαρχία μιας παγκόσμιας υπερδύναμης απειλούν την αυθυπαρξία των μικρών κοινοτήτων. Κατ’ επέκτασιν και καθώς οι συγκροτημένες πολιτικές ιδεολογίες έχουν απολέσει την αίγλη τους, η θρησκευτικότητα και η πολιτισμική ιδιοσυστασία του Ελληνισμού ανάγονται σε βασικούς πόλους διαφορετικότητας που οφείλει η κοινωνία να προασπισθεί. Και καθώς η συγκεκριμένη κοινωνία έχει επί μακρόν γαλουχηθεί με τα ιδεολογήματα του «περιούσιου λαού» και της εντεταλμένης «αποστολής» του, η επιχειρηματολογία καταλήγει συχνά σε κινδυνολογία και συνωμοσιολογία περί των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών: διανοούμενοι λοιδορούνται επειδή «έχουν ξεπουλήσει τα εθνικά δίκαια», πολιτικοί κατηγορούνται ότι «υπονομεύουν τα εθνικά συμφέροντα», κοινωνικές και εθνοπολιτισμικές ομάδες εξαιρούνται από ό,τι ορίζεται ως «εθνικό σώμα», αποδιοπομπαίοι τράγοι αναζητούνται αγωνιωδώς, καθώς το σταρ σύστεμ θέλει «καλούς» και «κακούς».


Τα πράγματα εξηγούνται πάντα. Οι εποχές των αλλαγών και των ανατροπών αντιμετωπίστηκαν ανέκαθεν στην ιστορία με φαινόμενα αναδίπλωσης που αποτυπώνουν φόβους και συλλογικές ανασφάλειες. Και όταν τα ορθολογικά πολιτικά επιχειρήματα λείπουν ή δεν έχουν κοινωνικό έρεισμα, ο λόγος που απευθύνεται στο θυμικό εν είδει παραμυθίας γίνεται ιδιαιτέρως εύπεπτος ­ άλλωστε, όπως επισημάνθηκε, αυτό το φαινόμενο της αναδίπλωσης στον χαμένο ή απειλούμενο παράδεισο μιας αμφιλεγόμενης, παλαιάς συλλογικότητας δεν είναι μόνο ελληνικό. Απλώς στην ελληνική περίπτωση το ζήτημα καθίσταται πιο περίπλοκο, καθώς τα όρια ανάμεσα στην «εθνική συνείδηση» και στην «εθνικοφροσύνη» ήταν ως πρόσφατα ιδιαιτέρως ασαφή και οι ιδέες περί «ελληνικότητας» και «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» τροφοδότησαν πλήθος αποκλεισμών.


Οι αιτιολογίες όμως δεν είναι δικαιολογίες. Οι ιδεολογίες της κρίσης και οι τρόποι που αντλούν από τη δεξαμενή προγενέστερου συμβολικού κεφαλαίου και το ανασημασιοδοτούν ερμηνεύονται ιστορικά, κατανοούνται αλλά δεν νομιμοποιούνται κιόλας. Οι σύγχρονες κοινωνίες (συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής) καλούνται να διαχειριστούν σύγχρονα προβλήματα που σχετίζονται με την παγκόσμια ανισότητα, την οικολογική καταστροφή, τις εφαρμογές των νέων τεχνολογιών, την ανάδυση νέων συλλογικοτήτων και κοινωνικοπολιτισμικών ομάδων σε μια εποχή μετακινήσεων και ωσμώσεων. Και καθώς καμία κοινωνία δεν ζει χωρίς ιδέες και οράματα, έχουν ανάγκη να συγκροτήσουν και νέο ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο. Δεν θα τον βρουν όμως στις δεξαμενές του εθνικισμού και του φονταμενταλισμού άλλων εποχών. Οι ιδεολογίες της κρίσης αυτοαναγορεύονται σήμερα σε «ιδεολογίες της ρήξης» αλλά αυτός είναι μόνον ο μανδύας που καλύπτει έναν σκληρό πυρήνα σκέψης βασισμένο σε αποκλεισμούς και ιεραρχήσεις και που δεν προσφέρει λύσεις αλλά νομιμοποιεί θυμικές εξάρσεις και σπασμωδικές αντιδράσεις, μεταφράζοντάς τες στην ιδιόλεκτο της «κουλτούρας της μνησικακίας».


Η κυρία Εφη Γαζή είναι ιστορικός και διδάσκει στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.