Το καίριο σημείο για να καταλάβουμε την ποίηση του Ελύτη είναι ότι αποτελεί μια υπέρβαση τής καθημερινής πραγματικότητας «Αυτό είναι στο βάθος η ποίηση» λέει ο ίδιος (Λόγος στην Ακαδημία τής Στοκχόλμης, σ. 319) «η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει». Η ποίησή του είναι μια συνεχής και αγωνιώδης προσπάθεια να δει και να δείξει τη δεύτερη πραγματικότητα, την ουσία των όντων, την αλήθεια πέρα από τις στρεβλώσεις που επιβάλλει κάθε χρησιμοθηρική αντίληψη να δει και να δείξει μιαν άλλη Ελλάδα, την Ελλάδα τη δεύτερη τού επάνω κόσμου.


Προϋπόθεση για την υπέρβαση και τη σύλληψη τής δεύτερης πραγματικότητας, τής ποιητικής πραγματικότητας είναι η ικανότητα να μπορείς να βλέπεις μέσα από τα πράγματα και μέσα από τον ίδιο σου τον εαυτό, η ικανότητα τής διαφάνειας όπως την αποκαλεί και όπως την εννοεί ο Ελύτης: «Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν την βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που να την γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος. Οτι μπόρεσα ν’ αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ‘δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει και να τής δώσει διάρκεια».


Η διαδικασία της μύησης


Για να μας οδηγήσει ο Ελύτης στον κόσμο τής δικής του πραγματικότητας, δεν έχει άλλον τρόπο από τη γλώσσα: από το να μας πάρει από το χέρι με τις λέξεις του και να μας μυήσει στην κατ’ εξοχήν δημιουργική, δηλ. ποιητική, διαδικασία τού να μπορείς να δεις τον κόσμο από την αθέατη πλευρά του.


Ο Ελύτης είναι ο κατ’ εξοχήν «ποιητής τής γλώσσας». Περισσότερο κι από τον Σεφέρη, περισσότερο κι από τον Παλαμά. Αυτοί ήταν «άρχοντες τής γλώσσας» ­ με την έννοια που έδωσε ο Σεφέρης σ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό: τού ποιητή που κυριαρχεί στα εκφραστικά του μέσα. Ο Ελύτης πέτυχε κάτι άλλο· πέτυχε το ακατόρθωτο «Με το ειδικό θάρρος που τού ‘δωκεν η Ποίηση» μπόρεσε να σπάσει τους φραγμούς τής συμβατικής γλώσσας και να φτάσει σε μιαν πρωτόγνωρη υπέρβαση των ορίων τής νέας ελληνικής γλώσσας, που την χρειαζόταν για να εκφράσει την υπέρβαση τής καθημερινής πραγματικότητας. Η δική του ποίηση απαιτούσε μιαν άλλη χρήση τής ελληνικής γλώσσας, κυριολεκτικά ποιητική, γλώσσα που να ποιεί, να δημιουργεί νέες σημασίες, νέες σημάνσεις, νέες συνάψεις λέξεων, νέες φράσεις, τέτοιες που να οδηγούν σε πολύσημους συνειρμούς, σε αναπαρθένευση τής πρωτοτυπικής σημασίας των λέξεων, αυτής που πηγάζει από το «έτυμον» τής λέξης. Γενικά, κατόρθωσε να επινοήσει μιαν άλλη μορφή αντισυμβατικής γλώσσας, ώστε να ξυπνάει κάθε φορά τη συγκίνηση, το όνειρο, το συναίσθημα, την εικόνα, τη φαντασία, την ικανότητα να βλέπεις μέσα στα πράγματα, τη διαφάνεια δηλ., και να μεταβάλεις τη φευγαλέα στιγμή σε διάρκεια, μια άλλη βασική έννοια τής ποίησης τού Ελύτη.


«Συνταγματικοί νεολογισμοί»


Ας πάρουμε ένα παράδειγμα τού τρόπου που χρησιμοποιεί ο Ελύτης τη γλώσσα στην ποιητική του υπέρβαση: «Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια τής αναπνοής σου ακόμη / Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι / Αλλ’ εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς / αστερισμούς συνθέτει / Νύχτα μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά και τι σολ ιώδη ανεβαίνουν / Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το / ευλαβούνται. / Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης / Ομολογούν. Οτι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό / που οι μάγοι διατείνονται. / Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα». (Τα Ελεγεία τής Οξώπετρας, σ. 14).


Με τα συστατικά τής ίδιας τής γλώσσας και μ’ έναν ποιητικό λόγο, που υπερβαίνει και τη λογική των πραγμάτων (τις περίφημες «συνθήκες αλήθειας») και τους συνταγματικούς κανόνες τής γλώσσας, ο ποιητής ανοίγει τα όρια τής γλωσσικής επικοινωνίας, δημιουργώντας νέες εκφραστικές δυνατότητες. Εδώ οι βράχοι «πιο ιερείς» ευλαβούνται το κλάμα. Εδώ και τα δέντρα γίνονται «πιο πουλιά» που «ομολογούν συλλαβές ανερμήνευτης ομορφιάς». Η γλώσσα «εκρήγνυται» στην προσπάθεια να εκφραστούν το θαύμα τής φύσης και το θαύμα τού έρωτα. Το παραθετικό μόρφημα πιο επιτρέπει διττή ταυτόχρονη ανάγνωση τού ιερείς· επιτρέπει να προσληφθεί και ως «πιο ιεροί» και ως οι «κατ’ εξοχήν ιερείς», γεγονός που υποβάλλει την ιερότητα τού φυσικού περιβάλλοντος, την οποία επιτείνει και η επιλογή τού λόγιου «ιερατικού ρήματος» ευλαβούνται (ευλαβούμαι, ευλαβής, ευλάβεια). Η ευρηματική αυτή τεχνική πολυσημίας στην ποιητική γραμματική τού Ελύτη επαναλαμβάνεται και στην «αντιγραμματική» (γλωσσολογικά) αλλά πλήρως αποδεκτή (ποιητικά) φράση «πιο πουλιά». Δεν λέει ο ποιητής «τα δέντρα σαν πουλιά», όπως θα μπορούσε· λέει «πιο πουλιά»: «περισσότερο πουλιά παρά δέντρα» και συγχρόνως ­ η δεύτερη ανάγνωση ­ και εικόνα που θέλει τα δέντρα να ψάλλουν, μια μεταφορά που τονίζεται και με την επιλογή τής λέξης «ομολογούνε» (λόγιου και εκκλησιαστικού επίσης ρήματος όπως το ευλαβούνται)· «πιο πουλιά τα δέντρα» ψάλλουν λόγια «ομορφιάς ανερμήνευτης». Μία ακόμη, πολύσημη κι αυτή στον συνειρμό τής φράσης, που με το ανερμήνευτη παραπέμπει σε ερμηνεία γραφών και κειμένων, δηλώνοντας συγχρόνως την αδυναμία μας να καταλαβαίνουμε βαθύτερα «την ομορφιά» (το ανερμήνευτος το χρησιμοποιεί συχνά ο Ελύτης για τη φύση «και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας» (Αξιον Εστί). Κι η έξαρση μέσα σ’ αυτό το ιερό ­ μυστικιστικό και εξομολογητικό κλίμα τού ποιήματος φτάνει στο κορύφωμά της με «το δοξαστικό τού Ερωτα», με την αποκάλυψη τής ουσίας τού έρωτα: «ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό που οι μάγοι διατείνονται» αλλά ζωή «δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα». Εδώ η διακειμενική παραπομπή στο εκκλησιαστικό «αλλά ζωή ατελεύτητος» είναι φανερή. Δηλώνει την πίστη στην αιωνιότητα τού έρωτα, στην αθανασία τού έρωτα μέσα από την ατρωσία του.


Μέσα στο απόσπασμα αυτό φαίνεται νομίζω η βάση τής γλωσσικής τεχνικής τού Ελύτη, η δημιουργία δηλ. νέων σημαινομένων στο επίπεδο τής φράσης, στο επίπεδο τής σύναψης των λέξεων, το άνοιγμα των εκφραστικών ορίων τής γλώσσας, μ’ έναν τρόπο εντελώς προσωπικό, εύκολα αναγνωρίσιμο, εξαιρετικά δημιουργικό και πολύσημο, αλλά και εξαιρετικά δύσκολο να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα: «Εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση [εννοεί τη μοντέρνα ποίηση] και αποβλέπουμε στα θαύματα τού λόγου, στον σπινθήρα που τινάζουν εκάστοτε δυο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, αμετάδοτοι» (Λόγος στη Στοκχόλμη, Η Λέξη, σ. 720). Αυτή την τεχνική, τους νεολογισμούς στο επίπεδο τής φράσης, τους «συνταγματικούς νεολογισμούς» όπως τους ονομάζω αλλού, που παίρνει ποικίλες μορφές (μεταφοράς, εξεικονισμού, συνειρμικών ανακλήσεων, διακειμενικών συνδέσεων κλπ.), με κοινό αποτέλεσμα τη μετασημασιολόγηση τής κοινής κυριολεκτικής σημασίας των συναπτομένων λέξεων, τη δημιουργία νέων σημείων, ο Ελύτης την αξιοποιεί εις το έπακρον, τόσο που να μπορεί, νομίζω, να αποκληθεί ως ο κατ’ εξοχήν «ποιητής τής φράσης» σε αντίθεση με «ποιητές τής λέξης» όπως είναι λ.χ. ο Σολωμός, ο Παλαμάς ή και ο Σεφέρης.


Γλωσσικός παραλληλισμός


Το δεύτερο κύριο γνώρισμα τής γλώσσας τού Ελύτη είναι η ευρεία αξιοποίηση τού παραλληλισμού, τής έντεχνης παράθεσης όμοιων γλωσσικών στοιχείων σε όλα τα επίπεδα: φωνολογικό (επίπεδο ήχων), μορφολογικό (γραμματικής), συντακτικό και σημασιολογικό. Ετσι λ.χ. είναι εμφανής ο φωνολογικός παραλληλισμός στους στίχους: Νερά χλωρά λειβαδίσια κι άλλα σγουρά τού γαρ και τού άρα. / Ρεούμενα.


Η συσσώρευση των υγρών / r / και / l / σε όλες τις λέξεις συνιστά χαρακτηριστική παρήχηση που, παράλληλα προς την αίσθηση τής ομοηχίας των σημαινόντων (των τύπων), συνοδεύεται και από παραλληλισμό στο επίπεδο των συμαινομένων (νερά – χλωρά – λειβάδια – ρεούμενα). Υπάρχει ακόμη και οιονεί «ετυμολογικός παραλληλισμός», στην «παραγωγή», των στοιχείων γαρ και άρα μέσα από τη λέξη σγουρά που προηγείται αυτών, με προέκταση στη λέξη ρεούμενα που ακολουθεί. Ο ευρηματικός αυτός παραλληλισμός συνειρμικά αντιπαραθέτει το συναίσθημα που γεννά η εικόνα (νερά χλωρά λειβάδια) με τη λογική τού γαρ και τού άρα, τη συστοιχία αιτίας και αποτελέσματος όπου παραπέμπουν σημασιολογικά οι δύο λέξεις.


Αλλά και ο συντακτικός παραλληλισμός ­ ο πιο δύσκολος και ο πιο απαιτητικός ­ στην ποιητική γραμματική είναι συχνός στον Ελύτη. Ετσι στους στίχους που εξετάσαμε: Κι οι βράχοι πιο ιερείς – τέτοιο κλάμα – Το ευλαβούνται / Και τα δέντρα πιο πουλιά – συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης – ομολογούνε οι ίδιες συντακτικές δομές (Υποκείμενο – Προσδιορισμός + Ρήμα – Αντικείμενο) εμφανίζονται με την ίδια ακριβώς διάταξη: Υποκείμενο (οι βράχοι – τα δέντρα) – Κατηγορηματικός Προσδιορισμός (πιο ιερείς – πιο πουλιά) – Αντικείμενο στο μέσο τής πρότασης (τέτοιο κλάμα – συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης) – Ρήμα στο τέλος τής πρότασης (ευλαβούνται – ομολογούνε). Αυτό μάλιστα το είδος παραλληλισμού, ο συντακτικός παραλληλισμός είναι και ο πιο χαρακτηριστικός υφολογικός δείκτης, η μέγιστη μορφή επιλογής και συνάμα απόκλισης γλωσσικής τού δημιουργού που δικαιώνει ­ και στην περίπτωση τού Ελύτη ­ την εκτίμηση τού Roman Jakobson ότι η συνειδητή επιλογή και όχι η ανεξέλεγκτη τυχαιότητα διέπει τη γλώσσα τής ποίησης, την ποιητική γραμματική, όπως πρώτος την ονόμασε.


Η γλώσσα ως ηθική δύναμη


Για τη γλώσσα στην ποίηση τού Ελύτη μπορεί κανείς να πει πολλά. Γιατί, θα το ξαναπώ, στον Ελύτη η γλώσσα παίζει όχι απλώς σημαντικό, αλλά καθοριστικό ρόλο. Για να σημάνει την ποιητική του σκέψη, ο Ελύτης χρειάστηκε να παλέψει με τη γλώσσα, να τη δαμάσει και να αναπτύξει μαζί της μια μυστική και ερωτική, θα έλεγα, σχέση. Πιστεύει βαθιά ότι η γλώσσα, ιδίως η Ελληνική που συμβαίνει να είναι μια γλώσσα με ποιητική καλλιέργεια πάνω από 25 αιώνες, έχει πάνω και πέρα από κάθε χρηστική αντίληψη το δικό της ήθος. Τα λόγια του: «Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις». (Λόγος στη Στοκχόλμη, Εν λευκώ, σ. 327).


Ηδη από νωρίς, στην αυτοβιογραφική του αναδρομή με τίτλο «Το χρονικό μιας δεκαετίας», ορίζει τη γλώσσα ως ηθική δύναμη: «Το φαινόμενο τής γλώσσας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ένα τοπίο δεν είναι διόλου το άθροισμα μερικών δέντρων και βουνών αλλά μια πολυσήμαντη παρασημαντική, δεν είναι κι εκείνο διόλου το άθροισμα μερικών λέξεων – συμβόλων των πραγμάτων αλλά μια ηθική δύναμη που η ανθρώπινη διάνοια την κινητοποιεί, ωσάν να προϋπάρχει από τα πράγματα, για να τα δημιουργήσει ίσα – ίσα, και μόνον έτσι αυτά να υπάρξουν […]».


Οπως είναι φανερό, ο Ελύτης έχει προ πολλού ξεπεράσει την απλοϊκή χρηστική αντίληψη τής γλώσσας, την αντίληψη που θέλει τη γλώσσα να είναι απλό μέσο, απλό εργαλείο για συνεννόηση. Τη θεωρεί «ηθική δύναμη», που σημαίνει ότι της δίνει μια βαθύτερη πνευματική υπόσταση. Τη συλλαμβάνει ως διανοητική διεργασία που δεν δηλώνει απλώς τα πράγματα αλλά καθορίζει και τον τρόπο που αυτά υπάρχουν για μας έτσι όπως τα συλλαμβάνουμε με τον νου μας και τα κωδικοποιούμε στη γλώσσα μας, καθορίζοντας τα όρια τής σημασίας των λέξεων. Φαίνεται πως οι γλωσσολόγοι έχουμε πολλά να διδαχθούμε ακόμη από τους ποιητές.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.