1
. Τα σχετικά με το εκλογικό σύστημα στη χώρα μας προβλέπονται στο άρθρο 54 του Συντάγματος, το οποίο για τις επί μέρους λεπτομερείς ρυθμίσεις παραπέμπει στον κοινό νομοθέτη. Ο τελευταίος έχει θεσπίσει τον ισχύοντα εκλογικό νόμο 1907/1990.


2. Κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος προτάθηκε από την προηγούμενη Βουλή, με ευρεία μάλιστα πλειοψηφία (265 θετικών ψήφων κατά την πρώτη ψηφοφορία και 259 κατά τη δεύτερη), η αναθεώρηση της ως άνω συνταγματικής διάταξης. Αρα η παρούσα και κατ’ εξοχήν αναθεωρητική Βουλή μπορεί να αποφασίσει σχετικά με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της.


3. Ως προς το περιεχόμενο της ως άνω υπό αναθεώρηση συνταγματικής διάταξης για το εκλογικό σύστημα, η προηγούμενη Βουλή είχε αποφανθεί ότι η συνιστώμενη αναθεώρηση αυτής της διάταξης «θα πρέπει να σέβεται τα βασικά χαρακτηριστικά του αναλογικού εκλογικού συστήματος και, εφόσον τροποποιείται, να ισχύει από τις μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές». Κατά συνέπεια, αν η παρούσα (οριστικά αναθεωρητική) Βουλή προβεί κατά την πρώτη σύνοδό της στην αναθεώρηση της διάταξης του άρθρου 54 του Συντάγματος και κατά την ενέργειά της αυτή κάνει αποδεκτή τη ρύθμιση του περιεχομένου της, σύμφωνα με την πρόταση που διατυπώθηκε από την προηγούμενη Βουλή, τότε ο νέος εκλογικός νόμος ­ αν αυτός υπάρξει και τεθεί σε ισχύ μετά τη θέσπιση του νέου (αναθεωρημένου) Συντάγματος ­ θα ισχύει όχι για τις επόμενες αλλά για τις μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές.


4. Προκύπτει συνεπώς ότι οιαδήποτε τροποποίηση του εκλογικού νόμου (και του ρυθμιζόμενου από αυτόν εκλογικού συστήματος) πραγματοποιηθεί μετά τη θέση σε ισχύ της νέας ως άνω συνταγματικής διάταξης, αυτή η τροποποίηση θα ισχύει για τις μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές, εφόσον έτσι θα ορίζει η (νέα) διάταξη του άρθρου 54 του Συντάγματος.


5. Από τα παραπάνω δεν τεκμαίρεται ωστόσο ότι εμποδίζεται η παρούσα Βουλή (έστω, η κυβερνητική πλειοψηφία σε αυτήν) να προβεί άμεσα ­ δηλαδή πριν από τη θέση σε ισχύ της νέας συνταγματικής διάταξης ­ σε αλλαγή του εκλογικού νόμου (και του σχετικού εκλογικού συστήματος). Στην περίπτωση αυτή, το νέο Σύνταγμα, όταν ολοκληρωθεί η αναθεώρησή του, θα βρει εν ισχύι ένα εκλογικό σύστημα του οποίου η όποια ενδεχόμενη τροποποίηση θα ισχύει για τη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση. Οπότε η επόμενη, η προσεχής εκλογική αναμέτρηση, όποτε αυτή πραγματοποιηθεί, θα πρέπει να διεξαχθεί σύμφωνα με το ήδη ισχύον εκλογικό σύστημα. Και ως ήδη ισχύον εκλογικό σύστημα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι είτε αυτό που τώρα ισχύει (δηλαδή το παλαιό του Ν. 1907/1990, σύμφωνα με το οποίο διεξήχθησαν οι εκλογές του Απριλίου 2000) είτε αυτό που ίσως διαμορφωθεί πριν από την αναθεώρηση και τη θέση σε ισχύ της νέας συνταγματικής διάταξης του άρθρου 54.


6. Θεωρητικά δεν μπορεί να αποκλεισθεί παντελώς η πιθανότητα να μην υπάρξει, κατά τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, ουδεμία ουσιώδης αλλαγή της διάταξης του άρθρου 54. Να απαλειφθεί δηλαδή εντελώς η ρήτρα της ισχύος των αλλαγών του εκλογικού νόμου για τη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση. Στην περίπτωση αυτή διατηρείται η υφιστάμενη ρευστότητα και αβεβαιότητα ως προς το εκάστοτε ισχύον εκλογικό σύστημα και παραμένει αλώβητο το προνόμιο της αιφνίδιας τροποποίησής του. Ακυρώνεται συνάμα και όλη η προηγηθείσα αναθεωρητική διαδικασία στην προηγούμενη Βουλή, πράγμα που είναι πολιτικά και δεοντολογικά ανακόλουθο.


7. Τεκμαίρεται συνεπώς ότι η προτιμότερη για την κυβερνητική πλευρά στρατηγική είναι:


α. Να προβεί σε αλλαγές του εκλογικού νόμου, με τρόπο που την ευνοεί, πριν από τη θέση σε ισχύ του νέου αναθεωρημένου Συντάγματος.


β. Να κάνει αποδεκτή τη νέα συνταγματική ρήτρα της ισχύος των όποιων αλλαγών του εκλογικού νόμου για τις μεθεπόμενες εκλογές, διασφαλίζοντας («κλειδώνοντας») έτσι τη διενέργεια των επόμενων εκλογών με το σύστημα που θα έχει αυτή μονομερώς επιλέξει.


γ. Να επιδιώξει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης (μείζονος ή και ελάσσονος μόνο) και για τα δύο παραπάνω μέτρα.


8. Η προσφορότερη στρατηγική για την αντιπολίτευση φαίνεται να είναι:


α. Να αποφύγει πάση θυσία τον αιφνιδιασμό της στη διαμόρφωση του εκλογικού συστήματος.


β. Να εξαρτήσει τη συναίνεσή της σε αυτόν όσο και σε άλλες συνταγματικές αλλαγές στην από κοινού διαμόρφωση του περιεχομένου τους.


γ. Να επιδιώξει τη ριζική εκλογίκευση και τον εκσυγχρονισμό του εκλογικού συστήματος, διαμορφώνοντας μια νέα ισορροπία μεταξύ των αρχών της αναλογικής αντιπροσώπευσης και της αποτελεσματικής (και σταθερής) διακυβέρνησης, που αμφότερες απορρέουν από τη θεμελιώδη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.


9. Η ουσιαστική μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος τέμνεται με την αναδιάταξη του πολιτικού και διοικητικού χάρτη της χώρας, όπως έχει προταθεί και σε πρόσφατη μελέτη της Ακαδημίας Αθηνών. Ετσι, αντί των 56 εκλογικών περιφερειών που υφίστανται τώρα και εν πολλοίς συμπίπτουν με τις 54 νομαρχίες της χώρας, και με βάση τις οποίες πραγματοποιείται η πρώτη καταμέτρηση των ψήφων και η κατανομή των εδρών, είναι προτιμότερη η ανασύνταξή τους σε 30 περίπου, κατά μέγιστο όριο, νέων διευρυμένων εκλογικών περιφερειών, που θα συμπίπτουν με ανάλογα διευρυμένες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις. Επιπλέον, αντί των 13 περιφερειών, με βάση τις οποίες πραγματοποιείται τώρα η δεύτερη κατανομή των εδρών, είναι προτιμότερη η ανασύνταξή τους σε 10 περίπου μείζονες περιφερειακές διοικήσεις, με βάση τις οποίες μπορεί να καταστρωθεί το σύστημα της τριτοβάθμιας περιφερειακής αυτοδιοίκησης αλλά και να επιτευχθούν καλύτερη εξομάλυνση των ψήφων και αποτελεσματικότερη κατανομή των εδρών.


10. Τέλος, αλλά όχι έλασσον, μια ουσιώδης αλλαγή στο εκλογικό σύστημα μπορεί και πρέπει να επέλθει, πρώτον, με τον περιορισμό της παραδοσιακής και πελατειακής «σταυροδοσίας» κατά την επιλογή των βουλευτών (λ.χ., σε ελάσσονες εκλογικές περιφέρειες και σε ποσοστό που να μην υπερβαίνει το ήμισυ των υποψηφίων) και, δεύτερον, με τη διεύρυνση της εφαρμογής του συστήματος των δεσμευμένων συνδυασμών («λίστα») υποψηφίων με βάση τα αντίστοιχα ψηφοδέλτια των κομμάτων (λ.χ., στις 10 μείζονες εκλογικές περιφέρειες).


Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.