Σύμφωνα με την παράδοση, την άνοιξη έρχονται τα χελιδόνια. Σήμερα οι πολυκατοικίες και τα σπίτια από μπετόν δεν είναι οι κατάλληλοι χώροι για το φώλιασμά τους επειδή υπερθερμαίνονται. Επίσης με την αποξήρανση των υδροβιότοπων, που ήταν οι σταθμοί ανεφοδιασμού τους κατά το μακρινό μεταναστευτικό ταξίδι τους, μειώθηκε ο αριθμός τους.


Τη σχέση τους πάντως με τους υδροβιότοπους οι αρχαίοι την είχαν διαπιστώσει. Μάλιστα, επειδή δεν ήταν εύκολο να διανοηθούν ότι αυτά τα πουλάκια μπορούσαν να διανύσουν τεράστιες αποστάσεις ­ από τη Ν. Αφρική στην Ευρώπη ­, θεωρούσαν ότι περνούν τον χειμώνα με άλλη μορφή ζωής στους υδροβιότοπους.


Πώς όμως τόσο μικρά και λεπτά πουλιά καταφέρνουν να κάνουν τόσο μεγάλες διαδρομές; Πώς γνωρίζουν πότε πρέπει να μετακινηθούν; Πώς βρίσκουν τον δρόμο τους και ξαναγυρίζουν στην ίδια φωλιά από την οποία ξεκίνησαν; Ας εξετάσουμε, κατ’ αρχήν, το ποιος τα προειδοποιεί για τη δύσκολη περίοδο που έρχεται. Στο σημείο αυτό πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η θερμοκρασία, επειδή από χρόνο σε χρόνο μπορεί να διαφέρει, σίγουρα δεν μπορεί να είναι ο κρίσιμος παράγοντας. Τα χελιδόνια πρέπει να αναχωρήσουν προτού έρθει η δύσκολη περίοδος, δηλαδή να την προβλέψουν. Αν αργήσουν να φύγουν, το ταξίδι τους μπορεί να μην πραγματοποιηθεί ποτέ. Από πειράματα που έγιναν φαίνεται ότι την εντολή τη δίνει το μήκος της ημέρας, επειδή είναι το ίδιο στις ίδιες ημερομηνίες.


Από τη στιγμή όμως που θα ξεκινήσουν πρέπει να έχουν και μηχανισμούς με τους οποίους να βρίσκουν τον δρόμο τους. Στο σημείο αυτό φαίνεται να βοηθούνται από τη θέση του ηλίου την ημέρα και των άστρων τη νύχτα. Αλλά και ο ήλιος και τα άστρα μετακινούνται συνεχώς. Το πρόβλημα αυτό το έχουν λύσει με την ύπαρξη ενός «εσωτερικού ρολογιού» με το οποίο έχουν αίσθηση της ώρας.


Η μετακίνησή τους απαιτεί και καύσιμα. Πώς αλλιώς θα κατάφερναν να διανύσουν τόσο μεγάλες αποστάσεις χωρίς προηγουμένως να έχουν φροντίσει για την αποθήκευση της απαραίτητης ενέργειας; Εχει παρατηρηθεί ότι την περίοδο που πλησιάζει η αναχώρησή τους συσσωρεύουν στο σώμα τους λίπος. Είναι η ουσία που προσφέρει την περισσότερη ενέργεια για το ίδιο βάρος. Εφόσον πετούν, πρέπει να είναι και όσο το δυνατόν ελαφρότερα. Στο ταξίδι τους καταναλώνουν αυτό το λίπος. Γι’ αυτό οι κυνηγοί λένε ότι τα τρυγόνια της άνοιξης που έρχονται στη χώρα μας είναι αδύνατα ενώ εκείνα που διέρχονται το φθινόπωρο είναι περισσότερο νόστιμα. Την άνοιξη που φθάνουν έχουν ήδη διανύσει πετώντας μεγάλες αποστάσεις και έχουν καταναλώσει το λίπος-καύσιμο, ενώ όταν ξεκινούν το φθινόπωρο για τον Νότο έχουν πάνω τους σχεδόν όλο το λίπος.


Εχοντας υπόψη τα παραπάνω, είναι τελείως λογικό να βλέπουμε τα χελιδόνια που έρχονται την άνοιξη να ζευγαρώνουν αμέσως, να επωάζουν και στη συνέχεια να ταΐζουν τα μικρά τους. Πρέπει τα χελιδονάκια να προλάβουν να μεγαλώσουν και να αποθηκεύσουν καύσιμα έτσι που να μπορέσουν να μετακινηθούν το φθινόπωρο και να επιβιώσει το είδος.


Πέρυσι άκουγα μια εκπομπή-μοιρολόι για τα χελιδόνια τα οποία δεν έρχονται πλέον στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις. Αντε τώρα να παρέμβεις για να τους πληροφορήσεις ότι στην περιοχή της Πλάκας στην Αθήνα έχει βρεθεί από τον εραστή του αθηναϊκού περιβάλλοντος βιολόγο κ. Γρηγόρη Τσούνη η μεγαλύτερη πυκνότητα χελιδονοφωλιών της Ευρώπης. Πώς να τολμήσεις επίσης να τονίσεις ότι στον ουρανό της πόλης της Κέρκυρας κυκλοφορούν περισσότερα από 120.000 χελιδόνια; Στα οποία συμπεριλαμβάνονται και σπανιότατα (τα οποία δεν κινδυνεύουν!) είδη.


Τα τελευταία χρόνια λοιπόν ομολογώ ότι είναι ευχάριστη έκπληξη η διαπίστωση πως ξαναέρχονται τα χελιδόνια σε πολλά σημεία της χώρας μας. Ολοι οι χώροι που προσφέρονται είναι δυνατόν να γεμίσουν με φωλιές χελιδονιών και γι’ αυτό ας τις προστατέψουμε. Δυστυχώς αρκετοί δυσανασχετούν επειδή τους λερώνουν τις βεράντες με τις κουτσουλιές τους. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ένα χελιδόνι που βγαίνει από το αβγό του την άνοιξη, ώσπου να φύγει το φθινόπωρο για τη Νότια Αφρική, έχει καταναλώσει για τροφή παραπάνω από ένα κιλό κουνούπια!


Πριν από 50 χρόνια τα παιδιά της Θράκης (όταν τα σχολικά βιβλία τους δεν ήταν γεμάτα από φάλαινες, ταράνδους και μαϊμούδες…) στην αρχή της άνοιξης έκαναν την περιφορά της λεγόμενης «χελιδόνας» και τραγουδούσαν:


«Ηρθε, ήρθε χελιδόνα…


θάλασσα επέρασα


και στεριά δεν ξέχασα


κύματα κι αν έσχισα,


έσπειρα, οικονόμησα.


Εφυγα κι άφησα σύκα


και σταυρό και θημωνίτσα,


κι ήρθα τώρα κι ηύρα φύτρα


κι ηύρα χόρτα, σπαρτά, βλίτρα».


Το έθιμο αυτό, όπως αναφέρει ο λαογράφος Γ. Μέγας, έρχεται αναλλοίωτο από την αρχαία Ελλάδα, όπως αποδεικνύεται από το «χελιδόνισμα», το τραγούδι του χελιδονιού που τραγουδούσαν τα παιδιά της Ρόδου και το οποίο διασώθηκε σε κείμενο του Αθήναιου.


Δυστυχώς, παρ’ όλο που η παράδοσή μας δείχνει ξεκάθαρη κατανόηση του περιβάλλοντος, καταφέραμε μέσα σε ελάχιστα χρόνια και βρεθήκαμε τελείως ξεκρέμαστοι. Χωρίς να είμαι φύσει απαισιόδοξος, νομίζω ότι ο μονόδρομος που ακολουθήσαμε θυμίζει το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Ο ξενιτεμένος» και ιδιαίτερα τη στροφή: «Να πάω κι εγώ με τα πουλιά και με τα χελιδόνια, τα χελιδόνια να γυρνούν κι εγώ να μη γυρίζω».


Φαίνεται ότι θα περάσει ακόμη πολύς καιρός ώσπου όλοι μας να αντιληφθούμε αυτό που κάποτε είπε ο Μάνος Χατζιδάκις: «Η σημασία των πουλιών δεν φανερώνεται σαν τα φονεύεις με δίκαννο σε κυνήγι. Η σημασία των πουλιών υπάρχει μόνον όταν πετούν για να θυμίζουν τον ξεχασμένο προορισμό μας».


Ο κ. Νίκος Μάργαρης είναι καθηγητής Οικοσυστημάτων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.