Αρκετά είναι τα βυζαντινά λογοτεχνικά έργα (έμμετρα ή πεζά) που σατιρίζουν πολιτικές καταστάσεις και ενίοτε πρόσωπα της επικαιρότητας. Ενας από τους πιο έξυπνους και δημοφιλείς τρόπους σάτιρας για τους Βυζαντινούς φαίνεται πως ήταν τα έργα που χρησιμοποιούσαν ζώα ή φυτά για να συμβολίσουν τους χαρακτήρες που ήθελαν να βάλουν στο στόχαστρο. Αν και γνωρίζουμε ότι οι αλληγορίες με ζώα και φυτά ξεκινούν από την αρχαιότητα (με πρώτο και χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα παραμύθια του Αισώπου), στο Βυζάντιο γνωρίζουν το αποκορύφωμά τους. Ετσι έχουμε έργα όπως ο «Πουλολόγος» που αντλεί από το βασίλειο των πτηνών (πουλιών), ο «Οψαρολόγος» που εμπνέεται από τα ψάρια, ο «Πωρικολόγος» που χρησιμοποιεί διάφορα είδη φυτών κ.ά.


Από τα παραπάνω τρία έργα, ο «Πουλολόγος» φαίνεται πως απέβη το πλέον δημοφιλές διότι μας έχει σωθεί σε 7 χειρόγραφους κώδικες της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, που βρίσκονται εγκατεσπαρμένοι σε διάφορες βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένης της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αθήνας). Ο «Πουλολόγος» είναι έμμετρο έργο αποτελούμενο από 1082 στίχους σε ιαμβικό 15σύλλαβο μέτρο. Χρονολογείται από τον 13ο (ή κατ’ άλλους τον 14ον) αιώνα και είναι αγνώστου πατρότητος (αν και κάποιοι το προσγράφουν στον Θεόδωρο Πρόδρομο). Ανάμεσα στους στίχους που παρελαύνουν 14 διαδοχικά ζευγάρια πουλιών που είναι προσκεκλημένοι του Αετού (σε ένα υποτιθέμενο τραπέζι γάμου), αλλά λογομαχούν και διαπληκτίζονται μεταξύ τους, μέχρις ότου ο Αετός επεμβαίνει για να τους ξεχωρίσει διά της βίας.


Ηδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα ο έλληνας ιστορικός Κ. Σάθας συσχέτισε τους διαπληκτισμούς των πτηνών με τις διαμάχες των αυλικών του αυτοκράτορα Θεόδωρου Λάσκαρη, ο οποίος τελικά αναγκάστηκε να τους απειλήσει ότι θα εγκαταλείψει τον αγώνα που διεξήγε κατά των Φράγκων και των Τούρκων και θα στραφεί εναντίον τους. Αν και η υπόθεση εργασίας του Σάθα αμφισβητείται από πολλούς ερευνητές, εν τούτοις κάποια χαρακτηριστικά των πτηνών μάς δίνουν την εντύπωση ότι δεν είναι απίθανο να πρόκειται (αν όχι για την περίπτωση του Λάσκαρη) για κάποια αντιπαράθεση πολιτικών προσώπων της εποχής που προσπάθησαν να επωφεληθούν από την αναταραχή της περιόδου της Φραγκοκρατίας για να προωθήσουν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες.


Ο γνωστός μουσικολόγος-ερευνητής Χ. Χάλαρης, σε μια πρόσφατη δική του παραγωγή CD (υπό τον ομώνυμο τίτλο) που περιέχει στίχους του «Πουλολόγου» παραφρασμένους και μελοποιημένους από τον ίδιο, συγκρίνει για παράδειγμα τον Ιέρακα (γεράκι) με τον αρχιστράτηγο που εκπροσωπεί τη στρατιωτική ηγεσία, τον Παγώνιο (παγώνι) με τον υπουργό Δημόσιας Τάξης που εκπροσωπεί την πολιτική ηγεσία, και τον πάτερ Μπούφο με τον Αρχιεπίσκοπο που συμβολίζει την εκκλησιαστική διοίκηση. Το παρόν άρθρο με την ευκαιρία της μετεκλογικής περιόδου θεώρησε σκόπιμο να επιχειρήσει μια περαιτέρω ανάλυση και συσχέτιση κάποιων πτηνών με χαρακτήρες (ή και πρόσωπα) του δημοσίου βίου πάντα μέσα στα πλαίσια της ευπρέπειας και του σεβασμού των πολιτικών και θρησκευτικών θεσμών.


Το ιστορικό πλαίσιο του 13ου αιώνα μάς παρέχει την αφετηρία για την πρώτη γενική αντιστοιχία με την εποχή μας, καθώς το Βυζάντιο ήταν εκτεθειμένο αφενός στους εξ Ανατολών μουσουλμάνους (Τούρκους) και αφετέρου στους εκ Δυσμών χριστιανούς (Φράγκους), για να μην προσθέσει κανείς και τους Βαλκάνιους ­ διάβαζε Βούλγαρους ­ γείτονες. Για ανθρωπιστικούς λόγους (ή κατά τη φρασεολογία της εποχής «για να προστατεύσουν τον χριστιανικό κόσμο από τον ισλαμικό κίνδυνο») οι Δυτικοί οργάνωσαν τις περίφημες τέσσερις σταυροφορίες, η τελευταία εκ των οποίων κατέληξε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και του Ελληνισμού (1204). Ετσι φυσικό είναι μέσα στον «Πουλολόγο» να διακωμωδούνται σε αρκετά σημεία οι Φράγκοι και γενικά να αναφέρονται υποτιμητικά.


Αμεσα συνδεδεμένο με τους Φράγκους είναι και το πρώτο πουλί στο οποίο θα σταθούμε, η κίσσα, η οποία λογομαχεί με την πασιδόνα (το ψαροπούλι). Η τελευταία την κατηγορεί για τραυλισμό, άσχημη εμφάνιση (σημάδια στο πρόσωπο) και (κυρίως) για συναλλαγή με τους Φράγκους:


«Εκείνα ουκ εσίγησαν, την ταραχή την είχαν,


και η πασιδόνα ήρξατο περιγελάν την κίσσαν:


­ Ειπέ, τραυλή, τραυλόγλωσσε και τραυλοκιλαδούσα


μελανομύτα, τσεμπερού, ασχημοποδαρούσα


δούλη και σκλάβα των Φραγκών, τι θέλεις εις τον γάμον;».


Η απολογία της κίσσας είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική. Εξηγεί ότι αν και Ρωμιά βρέθηκε ξαφνικά κοντά στους Φράγκους (όπου πιθανόν έλαβε και την παιδεία της) και γι’ αυτό απέκτησε αυτό που η ίδια ονομάζει διγλωσσία και όχι τραυλισμό. Οσο για την εμφάνισή της, ας την έβλεπε στα νιάτα της:


«Εγώ Ρωμαίου παιδίν είμαι και εκλέψασίν με οι Φράγκοι


­ να ειπώ ως ήμουν εύμορφον, και τι να το καυχούμαι; ­


και τα ρωμαίικα έμαθα, φράγκικα συντυχαίνω.


Και εσύ τραυλήν, τραυλόγλωσσον και τραυλοκιλαδούσαν


στέκεις και καταλέγεις με, δίχα να με γινώσκης;».


Πράγματι, όπως διαβάζουμε στα φυσιογνωστικά στοιχεία που μας παρέχει η Ι. Τσάβαρη στην ομώνυμη μελέτη της για τον «Πουλολόγο» (Αθήνα 1987), η κίσσα, αν και γενικά συμπαθής, έχει μαύρο ράμφος και όταν βρίσκεται στο έδαφος προχωρεί με άχαρα πηδήματα. Οσο για τη διγλωσσία, αυτή οφείλεται στο ότι έχει ιδιαίτερη ικανότητα να μιμείται τη φωνή του ανθρώπου ή των ζώων. Η ικανότητά της αυτή την έκανε αγαπητή στους πλούσιους που την ανέτρεφαν σε κλουβιά μαζί με παπαγάλους, και την εκπαίδευαν να τους προειδοποιεί όταν έμπαινε κάποιος ανεπιθύμητος επισκέπτης στο σπίτι. Ασφαλώς όμως αν δεχθούμε τον μεταφορικό χαρακτήρα του πτηνού, ο ποιητής του «Πουλολόγου» κάτι άλλο θα προσπάθησε να πει με τη διγλωσσία (ρωμαίικα-φράγκικα) και τη δουλική μίμηση των άλλων που κρύβεται πίσω από τον τραυλισμό…


Ενας άλλος έντονος διάλογος διαμείβεται σε άλλο σημείο μεταξύ του μπούφου και της τσίχλας, η οποία μπορεί να συμβολίζει κάποιον υψηλά ιστάμενο ιερωμένο, αφού εμπαίζεται για την ιδιαιτερότητα των ρούχων της, την ακατάσχετη και συχνά εκνευριστική πολυλογία της «περί παντός του επιστητού» και την τάση της για πρωτοκαθεδρία και επίδειξη:


«Τσίχλα, και τις σε εκάλεσεν και ήλθες εις τον γάμον


μετ’ αύτον τον κουκουδωτόν, εμπαλωτόν σου ρούχον;


Και ου κάθεσαι ως κάθουνται του κόσμου τα πουλία,


αμή γυρίζεις, περπατείς, όλα καταλαλείς τα


και θλίβεις και πικραίνεις τα και εις πειρασμούς τα βάνεις;


Λέγεις τα… ­ θέλω και τόπον ένδροσον, μυριοχαριτωμένον,


ως είμαι εκ των ευγενών, μάλλον εκ των ενδόξων…


Πολύν σου και το κάθισμα στου γάμου το τραπέζιν…


Λοιπόν, εγείρου, ύπαγε, φύγε από τον γάμον,


μηδέν ειπώ και τα άλλα σου και θέλεις γαργαρίσειν».


Η κριτική του μπούφου φθάνει στο αποκορύφωμά της όταν λέει πως «το μάθημα του φάρυγγος πάθος ένι μεγάλον» το οποίο μπορεί να εκληφθεί και ως λαιμαργία αλλά (και μάλλον ενδείκνυται στην παρούσα περίπτωση) και ως πολυλογία. Σε όλα αυτά, τι έχει να αντιτείνει η τσίχλα; Οπως θα ανέμενε κανείς από έναν εκκλησιαστικό ταγό που προασπίζεται «τα ιερά και τα όσια» της φυλής, τον κατηγορεί για εθνική μειοδοσία και συναλλαγή με τους Βούλγαρους και τους Τάταρους, τους τότε βόρειους εχθρούς του Βυζαντίου:


«Μπούφε, τι είναι τα λαλείς, τίναν τα συντυχαίνεις;


Διδάσκειν θέλεις και πολλούς ή όλα εμέν τα λέγεις;


Εγώ γαρ, ταταρόκοπε, βουλγαρομουσουδάτε,


ανακαρά τατάρικε, κάπα με τα σκουλία,


οίδα σε και ηξεύρω σε το τις και πόθεν είσαι».


Η περιγραφή του μπούφου φαίνεται επιτυχημένη διότι στην πραγματικότητα είναι άσχημο πουλί με μικρό και κυρτό ράμφος και μεγάλα πλακουτσωτά μάτια (Τσάβαρη 1987), γι’ αυτό και ανταποκρίνεται στην εντύπωση των Βυζαντινών για τους Βούλγαρους και τους Τάταρους ότι ήσαν άσχημοι, αγριωποί, με κυρτή και πλακουτσωπή μύτη.


Ο ανώνυμος ποιητής του «Πουλολόγου» έχει όμως να μας πει και για τον εγκλωβισμένο επενδυτή του χρηματιστηρίου της εποχής, που αντιπροσωπεύεται στον «Πουλολόγο» από τον γλάρο. Τον ρόλο του κριτή τώρα έχει η χήνα (ένα βραδυκίνητο πτηνό που μπορεί να συμβολίζει τον φρόνιμο πολίτη) που υπενθυμίζει στο θαλασσινό πουλί την έσχατη πενία στην οποία έχει περιέλθει αφού έχασε την περιουσία του στα ζάρια, ένα από τα τυχερά παιχνίδια της εποχής στα οποία έρεπαν οι Βυζαντινοί:


«Επαιξες και τα ρούχα σου και εχάς τα εις το αζάριν,


Και μόνον το υποκάμισον αυτό έχεις, το φοραίνεις».


Ή όπως γράφει ένα άλλο βυζαντινό δίστιχο εξίσου γλαφυρό, «όταν πιστεύη ο ζαριστής και κάτση εντυμένος, εγέρθηκεν ολόγυμνος και παραπονεμένος»! Η απληστία του μέσου επενδυτή ταιριάζει απόλυτα με την αδηφαγία του γλάρου που φθάνει κάποτε την ακατάσχετη βουλιμία, και τον αναγκάζει να ξοδεύει συχνά όλη τη μέρα του προς ανεύρεση τροφής.


Ο κ. Γιάννης Πλεμμένος είναι εθνομουσικολόγος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Cambridge.