Το σύμβολο της προδοσίας



Η Μεγάλη Εβδομάδα μας έφερε κοντά στον απεχθή, για τον απανταχού της γης χριστιανικό κόσμο, ρόλο του Ιούδα. Ο Ιούδας (εβρ. Γιεχουδά = εξομολόγησις, αίνεσις), ένας από τους δώδεκα που κι αυτός «έλαβε τον κλήρον της διακονίας», καταγόταν από την Ιουδαϊκή ή Μωαβική πόλη Καριώθ, γι’ αυτό και Ισκαριώτης επονομαζόταν.


Οι Ευαγγελιστές περιγράφουν τον Ιούδα ως άτομο εγωιστικό, ιδιοτελές και φιλάργυρο και ίσως γι’ αυτό «εβάσταζε και τα βαλλόμενα» (Ιωάν. ιβ’, 6) στο «γλωσσόκομον», το ταμείο δηλ. της μικρής ομάδας τους, έχοντας και τη διαχείρισή του, για τις καθημερινές ανάγκες.


Αμφιλεγόμενη και μυστηριώδης μορφή ο Ιούδας, απασχόλησε ήδη τους Πατέρες και πολλούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς και αποτέλεσε το σύμβολο της προδοσίας για το χρήμα και όχι μόνο. Ιδιαίτερα ο ελληνικός λαός βίωνε την αποστροφή του προς τον προδότη του Χριστού και με δρώμενα, στον περίβολο των ναών ή και στις πλατείες κτλ., με το «κάψιμο» του Ιούδα.


Κατασκευαζόταν δηλαδή ένα ομοίωμά του, που το γέμιζαν με άχυρα, ενώ στα μάτια έθεταν εκρηκτικά, και είτε τη Μεγάλη Παρασκευή σε κάποια στιγμή της περιφοράς του Επιταφίου, είτε μετά το «Χριστός ανέστη», έκαιγαν τον κάπου ψηλά κρεμασμένο «οβριό», ενώ από τα μάτια του ξέφευγαν θεαματικά οι φλόγες με κρότο.


Εθιμα και παραδόσεις


Το έθιμο, πράξη δικαιοσύνης για τον λαό, γράφει ο Κ. Ρωμαίος, σε όλη την Ελλάδα, που συνηθίζεται ως σήμερα (Υδρα, Κάλυμνος, Κύπρος κ.α.), θέλησε να σταματήσει το 1849 η κυβέρνηση Κριεζή, και ο αθηναϊκός όχλος, υποπτευόμενος δάκτυλο του εβραϊκής καταγωγής προξένου τότε της Πορτογαλίας, Δαυίδ Pacifico, λεηλάτησε το σπίτι του. Το γεγονός προκάλεσε σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο, λόγω και της αγγλικής υπηκοότητας του Pacifico, τα λεγόμενα «Παρκερικά».


Το κάψιμο του Ιούδα, μακρινός απόηχος των δρωμένων στα πλαίσια του μεσαιωνικού χριστιανικού θεάτρου, είναι η τιμωρία του προδότη, που δεν εξιλεώθηκε ούτε με τον αυτοχειριασμό του, αφού και αρχαία παράδοση που αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων (α’ 18) λέει ότι ούτε η γη δεν τον δέχθηκε, όταν έσπασε το κλαδί της αγχόνης «και πρηνής γενόμενος, ελάκησε μέσος και εξεχύθη πάντα τα σπλάγχνα αυτού…», ενώ ο τόπος εκείνος ονομάστηκε «Ακελδαμά», τουτέστιν χωρίον αίματος. Κατά τον Πάπιο μάλιστα το κουφάρι του Ιούδα «επρήσθη τοσούτον την σάρκα, ώστε μηδέ οπόθεν άμαξα ραδίως διέρχεται εκείνον δύνασθαι διελθείν, αλλά μηδέ αυτόν μόνον τον της κεφαλής όγκον αυτού» κτλ.


Για την ιστορία αναφέρουμε ότι η γνωστική αίρεση των λεγομένων Καϊνιτών (2ος αι.), οπαδών του βιβλικού Κάιν, παραδόξως τιμούσε τον Ιούδα ως ήρωα και Ευαγγέλιο «Κατά Ιούδαν» είχε, ενώ και μιμητές τους στον αιώνα μας υπήρξαν.


Πολλές και ποικίλες οι παραδόσεις για τον Ιούδα στον χριστιανικό κόσμο από τους πρώτους κιόλας αιώνες. Στην Ιταλία οι τυμβωρύχοι ταυτίστηκαν με αυτόν, όπως δείχνουν αποτρεπτικές επιγραφές τάφων (Ρώμης, Καπούης κ.ά.), σαν αυτή: «cum Juda…» (δηλ. όπως ο Ιούδας). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, που πιστεύει ότι και η ίδια η Φύση (δέντρα, βρύσες κ.λ.ο) μισεί τον προδότη του Χριστού.


Η συκιά είναι κυρίως το δέντρο «απ’ όπου κρεμάστηκε ο Ιούδας· γι’ αυτό έχει ίσκιο βαρύ κι όποιος κοιμηθεί από κάτω πεθαίνει» (Λευκάδα)· το ίδιο καταραμένες είναι η κουφοξυλιά (στους Σλάβους) ή η βρωμοξυλιά (αζόγυρος στην Κρήτη και βρωμόχορτο κ.α.), οι κουτσουπιές (αγριοχαρουπιές) στην Αιτωλία, που λέγονται μάλιστα και «δέντρα του Ιούδα», και η λυγαριά στην Πομερανία «που γι’ αυτό δεν ψηλώνει».


Στην Κατράνιτσα της Δυτικής Μακεδονίας, «η βρύση του Ιούδα» στερεύει όλο τον χρόνο και δεν μπορεί αυτός να ξεδιψάσει παρά μόνο στην Ανάσταση του Χριστού. Πολλές εξάλλου παραδόσεις ταυτίζουν τον Ιούδα με τον άσχημο και τρελαμένο άντρα, «τον Κουτεντέ» (Κοντητή στη Λέσβο), που γυρνάει «γδυμνός» στα βουνά της Μικρασιατικής Μαγνησίας κ.ά., γιατί δεν τον δέχεται ούτε ο Χάρος.


Τέλος, ο Ιούδας είναι ο πιο μυσαρός φονιάς που αφού «σκότωσε τον πατέρα και τον αδερφό του (όπως ο Κάιν), παντρεύτηκε τη μητέρα του, σαν τον Οιδίποδα, με τον οποίο και ταυτίζεται», όπως αναφέρει ο Γ. Μέγας.


Η απεικόνιση του προδότη


Ιδιαίτερα όμως ευαίσθητη στον άθλιο ρόλο του Ιούδα, κατά το Θείο Πάθος, υπήρξε η χριστιανική τέχνη σε Ανατολή και Δύση, από τον 6ο κυρίως αιώνα κ.ε.· «ιστορημένα» χειρόγραφα (Ευαγγέλια, Ψαλτήρια κ.λ.ο.), ελεφαντοστά, δίπτυχα, υφάσματα και πιο πολύ μνημειακά έργα (ψηφιδωτά, τοιχογραφίες κλπ.) αναπαριστούν τα αναφερόμενα και από τους τέσσερις Ευαγγελιστές σχετικά επεισόδια.


Τα επεισόδια αυτά, που εντάσσονται στη σκηνή του «Μυστικού Δείπνου», την οποία με εκπληκτική λεπτομέρεια μελέτησε ο πολύς γάλλος βυζαντινολόγος των αρχών του 20ού αι. G. Millet, εκτυλίσσονται στις δύο φάσεις κατά το «τελευταίο Δείπνο» του Χριστού με τους μαθητές Του: την αποκάλυψη από τον Ιησού του προδότη και την εν συνεχεία τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, όπου δεν είναι βέβαιο αν ο Ιούδας ήταν παρών.


Στη μνημειακή εικονογραφία όμως αυτά διαχωρίζονται, και το πρώτο επεισόδιο αναπαρίσταται στον κύκλο του Δωδεκάορτου ή στις Τράπεζες των Μονών ως «ο Δείπνος ο Μυστικός», όπου ο προδότης επισημαίνεται ποικιλοτρόπως.


Στις παλαιότερες απεικονίσεις του Μυστικού Δείπνου, ο Ιούδας δεν ξεχωρίζει πάντα. Μετά τον 9ο αι. όμως στη Δύση, κατ’ ανατολική (συριακή και αργότερα καππαδοκική) επίδραση διακρίνεται σαφώς σημειολογικά, από τους κύκλω καθισμένους λοιπούς Αποστόλους, προτελευταίος ή τελευταίος, στο δεξιό άκρο ημικυκλικού (και αργότερα στρογγυλού) τραπεζιού, απέναντι από τον, στο άλλο (δεξιό) άκρο, Χριστό, όπως σε μικρογραφία του περίφημου ρωσικού μοναστικού ψαλτηρίου Chludov (9ος αι.).


Αυτή τη θέση κατέχει ο Ιούδας στο υπέροχο ψηφιδωτό του Αγ. Απολλιναρίου του Νέου στη Ραβέννα (6ος αι.), στο οποίο διακρίνεται μάλιστα όχι μόνο από τα προς αυτόν «περιφρονητικά βλέμματα» των συντρόφων του αλλά και από την ιδιάζουσα στάση του, πάνω στο ανάκλιντρο: πλαγιαστός με τη ράχη προς τον θεατή και το πρόσωπό του σε αφύσικη θέση «κατά κρόταφον» (προφίλ).


Ετσι συνήθως απεικονίζονται, καθώς σημειώνει ο καθηγητής Κ. Καλοκύρης, κακοποιά άτομα, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί και κανόνα. Τελευταίος όλων εικονίζεται ο Ιούδας και σε μικρογραφία του Τετραβάγγελου της Εθνικής Βιβλιοθήκης (ΕΒΕ, 12ος αι.) και αλλού.


Αντίθετα οι βυζαντινοί εικονογράφοι τοποθετούν τον Ιούδα συνήθως κάπου μεταξύ των Αποστόλων, συχνά κοντά στον Πέτρο, και τον επισημαίνουν κυρίως από το αναιδές άπλωμα του χεριού του προς την πιατέλα με τον συμβολικό ιχθύ στο κέντρο του τραπεζιού, ή προς κάποιον άγιο άρτο. Αυτή τη θέση του Ιούδα προτιμούν συνήθως οι σλάβοι και κρητικοί ζωγράφοι μετά τον 14ο αι. από τη Γρατσανίτσα της Σερβίας, που έγινε πιο γνωστή από τον περυσινό πόλεμο, τον Αθω (τοιχογραφία του μεγάλου Θεοφάνη στην ηγουμενική Τράπεζα της Μονής της Λαύρας, περί το 1559), ως την Περίβλεπτο στον Μιστρά και στην Κρήτη.


Η εικονογραφία μετά τον 9ο αιώνα


Από τον 9ο αι. κ.ε. οι δύο παραδόσεις εναλλάσσονται, ενώ προστίθενται ποικίλα διακριτικά του αχάριστου μαθητή: δυσμορφία, αναστατωμένη κόμη, μαυρισμένα χέρια και άχρωμος ­ έναντι εκείνου των άλλων Αποστόλων ­ φωτοστέφανος, όπως π.χ. σε τοιχογραφία εκκλησίας στο Balleq-Klissé της Καππαδοκίας, καθώς απλώνει και το άνομο χέρι του αρπακτικά σε έναν άρτο (13ος αι.). Αλλού ο Ιούδας εικονίζεται χωρίς καν φωτοστέφανο, όπως σε τοιχογραφία με τον Μυστικό Δείπνο στον Αγ. Θεόδωρο Τσόπακα της Μέσα Μάνης (13ος αι.), που δημοσίευσε ο καθηγητής Νικ. Δρανδάκης κ.α.


Αργότερα μάλιστα υπογραμμίζεται η φιλαργυρία του Ιούδα με το να κρατεί στο ένα χέρι του, πίσω από την πλάτη του, ένα πουγκί, όπως π.χ. στη σχετική εικόνα του Εικονοστασίου Αγ. Γεωργίου των Ελλήνων στη Βενετία (17ος αι.). Σε άλλες περιπτώσεις ένας δαίμονας βγαίνει από το στόμα του ή αλλού του ψιθυρίζει κάτι στο αφτί και αυτός ακούει σαν να καγχάζει, όπως δείχνει μικρογραφία πρώιμου κοπτικού χειρογράφου.


Τέλος, σε τοιχογραφία της Εκκλησίας του S. Bastianello (Pallara Ρώμης, 10ος αι.) ο Ιούδας εικονίζεται τελευταίος στο δεξιό άκρο του τραπεζιού και, καθώς καταβροχθίζει έναν άγιο άρτο, «γκρεμίζεται προς τα πίσω, σαν να τον βασανίζει ο σατανάς» για τον οποίο κάνουν λόγο οι Ιωάννης (ιγ’, 2, 27) και Λουκάς (κβ’, 3).


Επηρεασμένοι από τις ίδιες εικονογραφικές αντιλήψεις και οι γνωστοί ιταλοί ζωγράφοι Giotto (14ος αι.) και L. Da Vinci (15ος αι.) στις εικόνες τους του Μυστικού Δείπνου, ο μεν πρώτος ζωγραφίζει τον Ιούδα ταραγμένο και χωρίς φωτοστέφανο, ο δε δεύτερος, στην περίφημη σύνθεσή του στη Μονή της S.Μ. de la Grazzi (1495-1497), απεικονίζει τον Ιούδα όρθιο, μεταξύ Πέτρου και Ιωάννη, να θέλει να πληροφορηθεί και αυτός (!) ποιον εννοούσε προδότη ο Ιησούς.


Λήγοντος του ’99, είχαμε την ευκαιρία στην Εκθεση El Greco της Εθνικής Πινακοθήκης να δούμε τους πίνακες, με το ίδιο θέμα, και των δικών μας μεγάλων κρητικών ζωγράφων, του ίδιου του Θεοτοκόπουλου ο ένας και του Μιχαήλ Δαμασκηνού ο άλλος.


Στον πίνακα του Θεοτοκόπουλου (1567-1570, Εθν. Πινακοθήκη της Bologna), ο Ιούδας διακρίνεται δεξιά, απομονωμένος από τους άλλους Αποστόλους, σε ξεχωριστό κάθισμα και με τη ράχη στον θεατή, ενώ στη Σιναϊτική Εικόνα του Δαμασκηνού (1585-1591), ο Ιούδας είναι τελευταίος αριστερά. Χαρακτηριστικά επίσης απεικονίζεται ο Ιούδας στη σκηνή της «Προδοσίας» που αργότερα θα υπαγορεύσει ο Διονύσιος εκ Φουρνά στην Ερμηνεία των ζωγράφων: «Κήπος· εν μέσω ο Ιούδας εναγκαλίζων τον Χριστόν και ασπαζόμενος αυτόν… και γύρωθεν του Χριστού στρατιώται με ξεγυμνωμένα σπαθία, άλλοι με φανάρια, άλλοι με φανούς, άλλοι κρατούντες τον Χριστόν και άλλοι τύπτοντες».


Η κυρία Ειρήνη Πιπερίγκου-Κυριαζή είναι ιστορικός-αρχαιολόγος.