Το βράδυ των εκλογών ζήσαμε με πολύ ενδιαφέροντα ­ και ψυχολογικά επώδυνο για κάποιους ­ τρόπο τη μετάβαση από την επιστημονική πιθανολόγηση αποτελεσμάτων, στην αριθμητική καταγραφή των πραγματικών αποτελεσμάτων που ανέδειξαν το ΠαΣοΚ νικητή των εκλογών και πλειοψηφία της νέας Βουλής.


Αυτή η δήθεν ανατροπή νομίζω ότι περιστρέφει έκτοτε τη συζήτηση γύρω από το οριακό ­ όπως συνήθως λέγεται ­ αποτέλεσμα των εκλογών. Γύρω δηλαδή από το γεγονός πως η διαφορά των δύο μεγάλων κομμάτων σε ψήφους είναι μικρή. Και όντως είναι μικρή, αλλά επαρκής για να διαχωρίσει τον ρόλο της κυβέρνησης από τον ρόλο της αντιπολίτευσης και να διαμορφώσει μια αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Πλειοψηφία εξοπλισμένη με το πλεονέκτημα των πολιτικών πρωτοβουλιών γύρω από τις οποίες μπορεί και πρέπει να σχηματίζονται ή πάντως να επιδιώκονται οι ευρύτερες δυνατές συναινέσεις.


Η πρωτοβάθμια προσέγγιση του αποτελέσματος δίνει την εικόνα μιας συνολικής ενίσχυσης του δικομματισμού με την αύξηση της εκλογικής δύναμης τόσο του ΠαΣοΚ (κάτι όχι συνηθισμένο ούτε εύκολο για ένα κυβερνητικό κόμμα) όσο και της Νέας Δημοκρατίας (που αν και ηττημένη των εκλογών είδε τα ποσοστά της να μεγαλώνουν).


Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί «πολωτική» καθώς το εκλογικό σώμα φάνηκε να τοποθετείται σε σχέση με το κύριο δίλημμα των εκλογών που αφορούσε το πρόσωπο του Πρωθυπουργού και τη φυσιογνωμία της κυβέρνησης. Συνακόλουθο φαινόμενο ήταν η μείωση της δύναμης των μικρότερων κομμάτων και ο κοινοβουλευτικός αποκλεισμός του ΔΗΚΚΙ.


Αν επιχειρήσει όμως κανείς να αναγνώσει το εκλογικό αποτέλεσμα συνολικά σε σχέση με τις προεκλογικές εξαγγελίες και τις βασικές επιλογές των κομμάτων, τότε νομίζω ότι αναδεικνύονται δύο ευκρινείς και μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες που δεν αντιτίθενται αλλά τέμνονται: Πρώτον, μία ευρεία κοινωνική πλειοψηφία που συγκροτείται γύρω από τον άξονα της ανταγωνιστικής και ισότιμης συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, χωρίς όμως αποκλεισμούς ή περιθωριοποιήσεις και με κύρια ζητούμενα τόσο το κέρδος όσο και την απασχόληση. Δεύτερον, μία επίσης ευρεία κοινωνική πλειοψηφία που συγκροτείται γύρω από τον άξονα της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης και την επίταση όλων των πολιτικών που συνδέονται με το κοινωνικό κράτος και την ποιότητα της δημόσιας παροχής (υγεία, παιδεία, ασφάλεια κοκ).


Το ΠαΣοΚ διασφάλισε, κατά τη γνώμη μου, και την εκλογική του νίκη και τη δυνατότητά του να αναλαμβάνει και να χειρίζεται τις πολιτικές πρωτοβουλίες, γιατί μπόρεσε ­ εξ αντικειμένου και κατ’ αποτέλεσμα ­ να εκφράσει τον κοινό γεωμετρικό τόπο των δύο αυτών αξόνων που τέμνονται αλλά και διαπερνούν εν πολλοίς εγκάρσια τα κόμματα.


Σε αντίθεση με τις τελευταίες ευρωεκλογές στις οποίες αναδείχθηκε ένας σχεδόν απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στην «κοινωνία της ασφάλειας» και στην «κοινωνία της ανασφάλειας», στις εκλογές της 9ης Απριλίου προέκυψε ένα αποτέλεσμα πολύ πιο σύνθετο ως προς τις κοινωνικές του αναγωγές και ως προς τις πολιτικές προτεραιότητες που επιβάλλει.


Το συμπέρασμα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι το ΠαΣοΚ αποδείχθηκε τελικώς πιο γνήσιο και άρα πιο αξιόπιστο ως προς την ικανότητα πολιτικής διαχείρισης και των δύο μεγάλων κοινωνικών πλειοψηφιών για τις οποίες συζητάμε.


Αντίθετα η Νέα Δημοκρατία, παρ’ ότι σε μεγάλο βαθμό επέβαλε στην προεκλογική συζήτηση τις δικές της επιλογές ως προς τα θέματα (τη λεγόμενη «κοινωνική ατζέντα») που θεωρούσε «μαλακό υπογάστριο» του ΠαΣοΚ, δεν μπόρεσε να εκφράσει την τομή των μεγάλων κοινωνικών πλειοψηφιών που συγκροτήθηκαν.


Η επιλογή αυτή πρέπει να συνδυαστεί με τη συστηματική, έως νευρικότητας, προσπάθεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αποφύγει κάθε αναφορά στα θεμελιώδη, θα έλεγα καλύτερα στα γενετικά, ιδεολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της συντηρητικής παράταξης που εκπροσωπεί και η οποία στο κάτω κάτω είναι ο ένας από τους πόλους και η μία από τις δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες κάθε δυτικότροπου πολιτικού συστήματος.


Βέβαια τα γενετικά αυτά χαρακτηριστικά εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στο κοινωνικό και στο εκλογικό σώμα της Νέας Δημοκρατίας που εν τέλει συγκροτείται, όπως συμβαίνει με κάθε κόμμα και ιδίως με κάθε πολυσυλλεκτικό κόμμα, σε πολιτικό επίπεδο. Αλλωστε η φυσιογνωμία κάθε κόμματος δεν είναι το αποτέλεσμα της κοινωνικής του διαστρωμάτωσης αλλά της συλλογικής ιδεολογικής και πολιτικής παράστασης που έχει για τον εαυτό του.


Με δεδομένα τα καταγωγικά χαρακτηριστικά, τις ιδεολογικές αναφορές, τις κοινωνικές αναγωγές και τον πολιτικό λόγο του ΠαΣοΚ αλλά και της παραδοσιακής Αριστεράς, το γεγονός ότι η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ­ επαναλαμβάνοντας το μοντέλο των εκλογών του 1996 ­ διάλεξε να εμφανιστεί με τη μορφή μιας «λαϊκής» Δεξιάς, οδηγεί σε ένα παράδοξο φαινόμενο που το περιγράφω σκοπίμως με ακραίο τρόπο για να καταστεί αντιληπτό: στο φαινόμενο μιας χώρας που είναι στο σύνολό της «αριστερή». Μιας Βουλής που διαθέτει τέσσερα «αριστερά» κόμματα, τρία εκ καταγωγής και ταυτότητας (το καθένα βέβαια με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του) και ένα λόγω εκλογικής στρατηγικής!


Φυσικά αυτό δεν αληθεύει αλλά εξηγεί, κατά τη γνώμη μου, αφενός μεν τη συνολική μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα αριστερά, αφετέρου τον λόγο για τον οποίο το ΠαΣοΚ κέρδισε και πάλι τις εκλογές και διαθέτει την πολιτική πρωτοβουλία.


Το γεγονός ότι το ΠαΣοΚ έχει τη θεσμική και πολιτική πρωτοβουλία των κινήσεων ύστερα από ένα τέτοιο εκλογικό αποτέλεσμα, του επιτρέπει ­ μέσα από την κατάλληλη διαχείριση τόσο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διαθέτει όσο και της ευρύτερης συναίνεσης που μπορεί να οφείλει να διαμορφώνει κατά περίπτωση ­ να εκφράσει και τις δύο μεγάλες και τεμνόμενες κοινωνικές πλειοψηφίες που φάνηκε να δημιουργούνται. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το στοίχημα της επόμενης ημέρας. Ενα στοίχημα που δεν είναι δύσκολο να κερδηθεί.


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι βουλευτής Θεσσαλονίκης και μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠαΣοΚ, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.