Στην ιστορία των ιδεών και στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς ­ πέρα από τους διάφορους μηχανισμούς εξέλιξης και τις αναπτυξιακές δομές της επιστήμης ­ δύο καθοριστικές περιόδους: την περίοδο της αρχαίας ελληνικής σκέψης, που αρχίζει τον 6ο αιώνα π.Χ., και την περίοδο του Διαφωτισμού, τον 18ο αιώνα. Οι δύο αυτές περίοδοι παρουσιάζουν βέβαια σημαντικές μεταξύ τους διαφορές και μια διαφορετική οπωσδήποτε δυναμική αλλά εμφανίζουν συγχρόνως και ορισμένες πολύ χαρακτηριστικές ομοιότητες.


Πράγματι τόσο η αρχαιοελληνική φιλοσοφία και επιστήμη ­ με τις κοσμολογικές και ανθρωπολογικές συνιστώσες της ­ όσο και ο Διαφωτισμός εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που έδωσαν και στις δύο περιπτώσεις ισχυρή ώθηση στην ανθρώπινη σκέψη. Κοινό ουσιαστικό γνώρισμα και των δύο περιόδων είναι οπωσδήποτε η ρήξη με το παρελθόν, που εκδηλώνεται μέσα από μια ελεύθερη ορθολογική σκέψη πάνω στη φύση του κόσμου, μέσα από μια σκέψη που επιθυμεί να απελευθερωθεί από προηγούμενες μυθικές κοσμοεικόνες και θρησκευτικά κοσμοείδωλα, από προλήψεις και ανορθόλογες προκαταλήψεις.


Κατά την ανθρωπολογική άλλωστε περίοδο της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας (περίπου από το 450 ως το 400 π.Χ.) η επιστημονική γνώση περνάει, έστω και δειλά, στον χώρο της δημόσιας ζωής και αρχίζει να αποκτά πρακτικό επίσης ενδιαφέρον, πράγμα βέβαια που παρατηρείται σε πολύ πιο έντονο βαθμό κατά την εποχή του Διαφωτισμού. Η απόρριψη κάθε αυθεντίας αλλά και η ανάδυση ενός προτάγματος ατομικής αυτονομίας είναι δύο ακόμη κοινά χαρακτηριστικά των δύο αυτών περιόδων, που εμφορούνται οπωσδήποτε από μια έντονη γνωσιολογική ανησυχία και συχνά από έναν επιστημολογικό οπτιμισμό. Το πρόβλημα εξάλλου του σκεπτικισμού, το ερώτημα δηλαδή για την ύπαρξη μιας καθολικά έγκυρης αλήθειας, που το συναντούμε τόσο στους αρχαίους σοφιστές όσο και στους δυτικοευρωπαίους διαφωτιστές, δεν είναι ίσως άσχετο με τον ατομισμό και το πρόταγμα της ατομικής αυτονομίας που προανέφερα.


Στηριζόμενοι στα παραπάνω κοινά γνωρίσματα θα μπορούσαμε κάλλιστα να χαρακτηρίσουμε την περίοδο από το 600 ως το 400 π.Χ. ­ δηλαδή, όχι μόνο την ανθρωπολογική αλλά και την κοσμολογική περίοδο των προσωκρατικών φιλοσόφων ­ εποχή του αρχαιοελληνικού Διαφωτισμού. Εκτός όμως από τις παραπάνω ομοιότητες, μπορούν σίγουρα να καταγραφούν και πολύ σημαντικές διαφορές. Ο αρχαιοελληνικός λόγος, παρά τον αρκετά έντονο προβληματισμό του πάνω στην αντίθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού, παρέμεινε στην ουσία του μεταφυσικός και ορθολογικός· ένας μεταφυσικός ορθολογισμός, καθολικός και αδιάσπαστος· ένας ορθολογισμός που, αν και δεν αισθανόταν αναγκαστικά ξένος προς την εμπειρία, δεν οδηγούσε σε έναν θρυμματισμό της σκέψης και της γνώσης.


Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, από την άλλη πλευρά, προτάσσει ουσιαστικά έναν εμπειρικό ορθολογισμό και χαρακτηρίζεται από τη διάσπαση της ορθολογικής σκέψης σε διάνοια (Verstand) και θεωρησιακή λογική (Vernunft). Ο λόγος, με την ιδιάζουσα ικανότητά του να ενσωματώνει και να επεξεργάζεται και άλογα στοιχεία ­ συναισθηματικά, βιωματικά, ενορατικά ­, με τον πλούτο του και τις ποικίλες και πολύπλευρες δυνατότητές του, υποβιβάζεται σε διάνοια, που αδυνατεί μέσα από τη μονόπλευρη οπτική της να συλλάβει μια πειστική εικόνα της πραγματικότητας. Μέσα σε ένα πλαίσιο μηχανιστικής σκέψης, επιστήμη, ηθική και τέχνη διαχωρίζονται θεσμικά ως διαφορετικές εκφάνσεις της απελευθερωμένης υποκειμενικότητας.


Οπως αναφέρει η Α. Δεληγιώργη στο βιβλίο της «Ο Μοντερνισμός στη Σύγχρονη Φιλοσοφία ­ Η αναζήτηση της χαμένης ενότητας» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1996), οι διαχωρισμοί αυτοί «θα θεωρηθούν το απαύγασμα της κριτικής που άσκησε ο Διαφωτισμός τόσο στην προκατάληψη και στον μύθο όσο και στη μεταφυσική, τα στηρίγματα της οποίας δεν φαίνονται πλέον αναγκαία για την επιστήμη. Το γεγονός ότι μέσα από αυτούς τους διαχωρισμούς διασπάται και διαμελίζεται η ίδια η σκέψη φαίνεται προς στιγμήν να μην προκαλεί ανησυχίες ούτε να προβληματίζει».


Στην περίοδο του Διαφωτισμού, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντιμεταφυσική και αντιφιλοσοφική, θα πρέπει πράγματι να αναζητηθούν οι αιτίες για την υποβάθμιση της φιλοσοφίας και τον υποβιβασμό της σε υπηρέτη της επιστήμης. Ισως στην ίδια περίοδο θα πρέπει να αναζητήσουμε και τους λόγους για την εμφάνιση του παραμορφωτικού επιστημονισμού, που έχει σήμερα εγκαθιδρυθεί, όπως ανέφερα στο προηγούμενο άρθρο μου («Το Βήμα», Νέες Εποχές, 13.2.2000), στη θέση της πραγματικής γνώσης.


Η κίνηση του Διαφωτισμού είχε βέβαια και τις πολύ γνωστές, θετικές της επιδράσεις, κυρίως στην ανάπτυξη της τεχνικής επιστήμης και στη συγκρότηση των σύγχρονων κοινωνιών. Ο εμπειρισμός ­ που κατά ένα μεγάλο μέρος του ήταν αγγλοσαξονικός ­ μπόλιασε με τη φρεσκάδα και τον δυναμισμό του την προσπάθεια του ανθρώπου για επιστημονική πρόοδο και ευημερία. Ολες οι σημερινές, τεράστιες ευεργετικές επιστημονικές ανακαλύψεις δεν είναι παράλογο να ισχυριστούμε ότι έχουν τις ρίζες τους στην κοινωνική δυναμική αυτής της περιόδου.


Ο διαφωτιστικός λόγος σίγουρα δεν ήταν μόνο χρηστικός και εργαλειακός· ήταν οπωσδήποτε και ανανεωτικός, προοδευτικός και ευεργετικός. Φθάσαμε ωστόσο ­ περισσότερο από δύο αιώνες μετά ­ σε ένα κομβικό σημείο της εξέλιξής μας. Ισως μια νέα διαφωτιστική κίνηση, μια διόρθωση της πορείας μας θα ήταν αναγκαία. Αναζητώντας την ενότητα της κοσμοεικόνας μας, ίσως θα έπρεπε να ξαναρίξουμε για λίγο το βλέμμα μας στη διαχρονική ενοποιητική δύναμη της αρχαιοελληνικής σκέψης.


Ο κ. Ι. Ν. Μαρκόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Χημικής Μηχανικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.