Ένα από τα γνωρίσματα της προεκλογικής περιόδου στάθηκε η εντυπωσιακή είσοδος ή μάλλον απόπειρα εισόδου πολλών καλλιτεχνών (ιδίως του θεάματος), αθλητών, επιχειρηματιών, εμπόρων, δημοσιογράφων, συνδικαλιστών, επιστημόνων και διανοουμένων στον στίβο της ενεργού πολιτικής δράσης. Πράγμα που γεννά σε πολλούς την απορία αν πρόκειται για μια φυσιολογική διάσταση της πολιτικής διαδικασίας ή αν τούτο συνιστά μία ακόμη εκδήλωση του ευρύτερου φαινομένου της διείσδυσης και της επικυριαρχίας των κομμάτων σε όλες σχεδόν τις σφαίρες του κοινωνικού πράττειν, οι οποίες υποτίθεται ότι τελούν σε καθεστώς μερικής τουλάχιστον αυτονομίας και διέπονται από τη δική τους λογική.


Ισως μπορεί κανείς να διαφωτίσει το ζήτημα αν διακρίνει τρεις τύπους (ιδεότυπους) ενασχόλησης με την πολιτική: την ερασιτεχνική, την αριστοκρατική και την επαγγελματική.


Στον πλατωνικό «Πρωταγόρα» ο ομώνυμος σοφιστής αναφέρεται στον μύθο του Προμηθέα, σύμφωνα με τον οποίο ο γενάρχης των ανθρώπων είχε μοιράσει σε όλους τις τέχνες ούτως ώστε ο καθένας να κατέχει μόνο μία από αυτές («έκαστος έν πράττει») και να την ασκεί με γνώση. Αφησε όμως έξω από αυτή τη διανομή μόνο την πολιτική τέχνη, που τη μοίρασε σε όλους ίσα, ώστε να μετέχουν όλοι στα κοινά και να επιζητούν τρόπους ειρηνικής επίλυσης των διαφορών σε πνεύμα συναίνεσης, ισότητας και αλληλεγγύης.


Η συνέπεια ήταν ότι κανένας δεν θα κατείχε πάνω και ιδιαίτερα από τους άλλους την πολιτική τέχνη, αλλά όλοι ισότιμα θα μετείχαν «κρίσεως και αρχής», κατά τη γνωστή απόφανση στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλους.


Ο αριστοκρατικός τύπος


Ο Σωκράτης απορρίπτει αυτή την εκδοχή της πολιτικής τέχνης, που καταλήγει στην ερασιτεχνική ενασχόληση με ζητήματα μείζονος σημασίας, όπως είναι η λήψη πολιτικών αποφάσεων. Οι γνώμες, οι αντιλήψεις και οι δοξασίες των πολλών μπορεί να είναι θεμιτές και πολύτιμες για την άσκηση του ρόλου του ανειδίκευτου πολίτη, όμως δεν αρκούν για την πιο απαιτητική τέχνη του πολιτικού.


Πέραν του ότι οι πολλοί μπορεί να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, κολακείας ή και λαϊκιστικού εκφυλισμού, η άσκηση της πολιτικής, δηλαδή η διοίκηση των συλλογικών υποθέσεων, απαιτεί ειδική ηθική και πνευματική προετοιμασία και γνώση. Αρα, και αφιέρωση στο έργο αυτό.


Η πολιτεία δεν θα δει του ήλιου το φως και των δεινών δεν θα υπάρξει παύλα, γράφει στο Ε’ κεφάλαιο της «Πολιτείας» του ο Πλάτων, αν δεν αντικατασταθεί η ερασιτεχνική και λαϊκιστική αντίληψη της πολιτικής από μια πιο αυστηρή επιλογή των πιο άξιων και ικανών για τη λήψη των πιο κρίσιμων αποφάσεων. Μόνο αν συμπέσει η γνώση με τη δύναμη και αν συγκερασθούν πολιτική και φιλοσοφία μπορεί να υπάρξει καλύτερη ζωή για όλους. Και αυτό μπορεί να συμβεί είτε αν «οι φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν εν ταις πόλεσιν ή οι βασιλείς τε νυν λεγόμενοι και δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τε και ικανώς».


Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η ιδανική κατάσταση του συνδυασμού πολιτικής και φιλοσοφίας, δύναμης και ηθικής, έχει πιο συχνά βρεθεί στη σφαίρα της ουτοπίας παρά στην έμπρακτη και συνεπή εφαρμογή της. Ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που έχει υποστεί τη βάναυση εκμετάλλευση και τον εκφυλισμό της από ψευδοκυβερνήτες που ούτε πραγματικοί «φιλόσοφοι» ούτε αληθινοί «πολιτικοί» ήταν, έστω και αν φορούσαν τον μανδύα είτε του τεχνοκράτη είτε του ισχυρού και αποφασιστικού ηγέτη. Και αν η πολιτική δεν πρέπει να μοιάζει με «θέατρο» ή με «ποδόσφαιρο», όσο συμπαθείς και αν είναι αυτές οι τέχνες και οι λειτουργοί τους, άλλο τόσο δεν είναι αντικείμενο πειραματισμού ή μέσο επιβολής των ισχυρών με βάση το χρήμα, τη βία ή άλλα αθέμιτα μέσα.


Η πολιτική ως «επάγγελμα»


Την άποψη ότι η πολιτική αποτελεί ένα ξεχωριστό επάγγελμα ή μάλλον λειτούργημα, υποστήριξε ήδη από τις αρχές του αιώνα ο Μαξ Βέμπερ, αναλύοντας τον τρόπο συγκρότησης της σύγχρονης κοινωνίας. Η πολιτική προϋποθέτει ειδικές γνώσεις, εμπειρία και συστηματική ενασχόληση προκειμένου να μπορέσει να ελέγξει το μονοπώλιο της εξουσίας από κληρονομικούς άρχοντες ή «κατιόντες», από τους οικονομικά ισχυρούς, αλλά και από τον σύγχρονο «Λεβιάθαν», τη γραφειοκρατία.


Για να μπορέσει, επομένως, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του έργου του, ο πολιτικός δεν αρκεί να αντιμετωπίζει την πολιτική ως ευκαιριακή ενασχόληση ή ως «πάρεργο», παράλληλα με το κύριο έργο του στο θέατρο, στο στάδιο, στο εργαστήριο ή στην επιχείρηση. Αντίθετα, ο γνήσιος πολιτικός πρέπει να ζει με την πολιτική (να είναι δηλαδή αφοσιωμένος σε αυτήν) και να ζει από αυτήν (να μην εξαρτάται από άλλες πηγές εισοδήματος).


Ακόμη σημαντικότερη είναι κατά τον Βέμπερ η ηθική και πνευματική στάση του γνήσιου πολιτικού, που χαρακτηρίζεται από το πάθος, την υπευθυνότητα και την αίσθηση του μέτρου. Το πάθος αναφέρεται στη συνειδητή αφοσίωση σε ορισμένη αποστολή, η υπευθυνότητα στην ανάληψη και όχι στην απόσειση της ευθύνης για τις συνέπειες των πράξεων και των παραλήψεών του, και το μέτρο στην καίρια ψυχολογική ικανότητα να αντιμετωπίζει τα πράγματα με εσωτερική συγκέντρωση και ηρεμία.


Στο πιθανό ερώτημα πώς είναι δυνατόν να συνδυάζονται στο ίδιο πρόσωπο όλες αυτές οι ιδιότητες, ο Βέμπερ απαντά ότι «η πολιτική γίνεται με το κεφάλι και όχι με άλλα μέρη του σώματος ή της ψυχής». Και αν είναι κάτι που διακρίνει τον γνήσιο πολιτικό από τον επιφανειακά ερεθισμένο και ερασιτέχνη πολιτευτή είναι ακριβώς ο συνδυασμός των ιδιοτήτων του πάθους, της υπευθυνότητας και του μέτρου.


Αν και κατά πόσον αυτά τα γνωρίσματα είναι εμφανή στους «επαγγελματίες» πολιτικούς, με τη συνήθη έννοια του όρου, είναι ζήτημα άλλης τάξεως και δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Οπως επίσης τίποτε δεν εμποδίζει τον καθένα να καλλιεργήσει αυτά τα γνωρίσματα και ίσως τότε να διεκδικήσει δικαιολογημένα την ψήφο, την υποστήριξη και την εμπιστοσύνη των συμπολιτών του.


Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.