Από «πατέρας των εργατών» «πατέρας του έθνους»



Οι εκλογές του 1899 αναδείκνυαν βουλευτή τον Θεόδωρο Ρετσίνα, υποστηρικτή του «νεωτερικού» κόμματος του Τρικούπη και του διαδόχου του Θεοτόκη.


Γιος του Γεωργίου Ρετσίνα από το Αργος, ενός από τους πρώτους οικιστές της πόλης του Πειραιά μετά την Επανάσταση, ο βιομήχανος κλωστοϋφαντουργός Θεόδωρος Ρετσίνας συνέδεσε το όνομά του με την εξέλιξη του Πειραιά από μικρό και άσημο επίνειο της πρωτεύουσας ως τη δεκαετία του ’60 στο πρώτο εμπορικό και βιομηχανικό λιμάνι της χώρας στα τέλη του αιώνα. Εμπνευστής και επικεφαλής της οικογενειακής κλωστοϋφαντουργικής επιχείρησης, που μετρούσε 27 χρόνια ζωής, έξι εργοστάσια και πάνω από 2.000 εργάτες και εργάτριες, ήταν ίσως ο πιο επιτυχημένος έλληνας βιομήχανος της εποχής και ένας από τους πλουσιότερους πολίτες της χώρας με περιουσία που ξεπερνούσε τα δύο εκατομμύρια δραχμές.


Ο Θεόδωρος Ρετσίνας αποτελεί μια ιδιαίτερη πολιτική φυσιογνωμία της εποχής κατά την οποία η ελληνική κοινωνία βρίσκεται στη φάση της αστικής μετεξέλιξης. Είναι ένας από τους λίγους επιχειρηματίες – βιομηχάνους που περνούν την πόρτα του ελληνικού κοινοβουλίου, δεν ανήκει στα πολιτικά τζάκια της εποχής ούτε έχει πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό της πρωτεύουσας. Στρέφεται στην πολιτική αφού προηγουμένως έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό προφίλ στην τοπική πειραϊκή κοινωνία.


Οι πολιτικές του συμμαχίες


Ο Ρετσίνας εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος τις περιόδους 1866-1870 και 1874-1879. Η τελευταία περίοδος συνδέεται με την ίδρυση της οικογενειακής βαμβακουργικής εταιρείας, την επιτυχή καθετοποίηση της παραγωγής της και την καθιέρωσή της στην αγορά με τη διεύρυνση των ποικιλιών των παραγομένων νημάτων. Σημαντικό ρόλο στην άνθηση της επιχείρησης παίζουν οι δεσμοί των μελών της οικογένειας Ρετσίνα με ισχυρούς επιχειρηματίες. Η Κλεοπάτρα Ρετσίνα παντρεύεται τον κτηματία – τραπεζίτη Δημοσθένη Χατζηλαζάρου από τις Σέρρες, ο Θεόδωρος την κόρη του συριανού μεγαλεμπόρου Ζωντανού, ενώ ο Αλέξανδρος την κόρη του πειραιώτη μεγαλοκτηματία – τραπεζίτη Νικολάου Μελετόπουλου.


Από το 1879 ο Θεόδωρος εμφανίζεται ως πολιτικός αντίπαλος της τραπεζικής οικογένειας Μουτζόπουλου στη διεκδίκηση της δημαρχίας. Ο δικομματισμός της δεκαετίας του 1880 σε εθνικό επίπεδο δεν αποκρυσταλλώνεται στον Πειραιά, όπου ο τρικουπικός Ρετσίνας ενώνει τις δυνάμεις του με τον Τρύφωνα Μουτζόπουλο εναντίον του τρίτου υποψήφιου δημάρχου Ομηρίδη – Σκυλίτση. Ο Δημήτριος Μουτζόπουλος, εξάλλου, έχει εκλεγεί το 1881 με τον τρικουπικό συνδυασμό με τη βοήθεια του Ρετσίνα. Το 1887 ο Ρετσίνας εκλέγεται δήμαρχος με την υποστήριξη της οικογένειας Μουτζόπουλου. Οι πολιτικές αυτές συμμαχίες, ωστόσο, δεν θα διατηρηθούν για πολύ. Από τις δημοτικές εκλογές του 1891 και σε κάθε εκλογική αναμέτρηση ως και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα οι δύο αντίπαλες οικογένειες περιχαρακώνονται στη βάση του δικομματισμού. Οι προσωπικότητες του τρικουπικού και μετέπειτα θεοτοκικού Ρετσίνα και του δηλιγιαννικού Τρύφωνα Μουτζόπουλου θα βρίσκονται πίσω από όλες τις εκλογές, ακόμη και όταν υποψήφιοι σε τοπικό επίπεδο είναι νεότερα πρόσωπα. Ο «τολμηρός» και «φιλοπρόοδος» βιομήχανος εναντίον του «γέρου του Πειραιά» ή, σύμφωνα με τους αντιπάλους του, «του τοκογλύφου με τα αργούντα κεφάλαια»…


Στον δηλιγιαννικό Πειραιά ο Θεόδωρος Ρετσίνας εκλέγεται δήμαρχος από το 1887 ως το 1895. Τα πρώτα χρόνια της δημαρχιακής του θητείας συνοδεύονται από την παγίωση της κυριαρχίας του στην οικονομική ζωή της πόλης. Από το 1888 ως το 1891 αγοράζει με τη βοήθεια του Χατζηλαζάρου πέντε εργοστάσια της πόλης, οι ιδιοκτήτες των οποίων έχουν πτωχεύσει. Ο Ρετσίνας πλέον, σύμφωνα με τον τοπικό Τύπο, είναι ο οικονομικός παράγοντας που διασώζει την τοπική οικονομία διασφαλίζοντας παράλληλα την εργασία εκατοντάδων εργατικών οικογενειών. Το κοινωνικό του προφίλ αντανακλάται στην ίδρυση του αθλητικού συλλόγου του Ομίλου Ερετών το 1888, του οποίου είναι εμπνευστής. Ο Ομιλος Ερετών, σε αντίθεση με τους ως τότε συλλόγους της πόλης που στελεχώνονται από διάφορες επαγγελματικές ομάδες των αστικών στρωμάτων, αποτελεί μια κλειστή ομάδα προσώπων από βιομηχάνους, τραπεζίτες και πολιτικούς της πειραϊκής και αθηναϊκής αστικής ελίτ.


Ο δήμαρχος των έργων


Η δημαρχιακή του περίοδος αφήνει έντονα τα σημάδια της στην τοπική κοινωνία. Για κάποιους είναι ο δήμαρχος των έργων. Ο εξωραϊσμός της πόλης με τη διάνοιξη νέων δρόμων και τις δενδροφυτεύσεις, οι προσπάθειες για την επίλυση του χρόνιου προβλήματος του πόσιμου νερού, τα δημόσια κτίρια και οι χώροι αναψυχής, όπως το θέατρο και ο τιτάνιος κήπος, μετέτρεπαν τον Πειραιά από το άλλοτε αποκαλούμενο Μάντσεστερ της Ανατολής σε «μικρό Παρίσι». Για τους πολιτικούς του αντιπάλους είναι ένας πολυέξοδος δήμαρχος που θέτει σε κίνδυνο τον ενεργητικό ισολογισμό του δήμου, καθώς οι επιλογές του ξεπερνούν τις οικονομικές δυνατότητες του δημοτικού ταμείου. Η κατασκευή του μεγαλύτερου για την εποχή ελληνικού θεάτρου αποτελούσε ένα από τα σημεία τριβής. Το δεύτερο σημείο ήταν η ερμηνεία του νόμου περί οδοποιίας που έδινε τη δυνατότητα σε πρώην ιδιοκτήτες, οικόπεδα των οποίων είχαν απαλλοτριωθεί για τη διάνοιξη και διαπλάτυνση δρόμων, να διεκδικήσουν επιπλέον αποζημιώσεις, με καταστροφικές συνέπειες για τα οικονομικά του πειραϊκού δήμου. Το ζήτημα επιλύθηκε ύστερα από την παρέμβαση του ίδιου του Δηλιγιάννη και την επιψήφιση ειδικού νομοσχεδίου, γεγονός που προβάλλεται έντονα από τους πολιτικούς του αντιπάλους το 1899.


Στις πολιτικές αναμετρήσεις προβάλλεται ως ο «πατέρας των εργατών» και, όπως είναι ευνόητο, επιχειρεί να ελέγξει τις ψήφους του εργατικού δυναμικού των εργοστασίων του. Σύμφωνα με τους πολιτικούς του αντιπάλους, εκβιάζει τους εργαζομένους με απόλυση αν δεν ψηφιζόταν ο τρικουπικός συνδυασμός. Παράλληλα προσπαθεί να κινητοποιήσει προς όφελός του τις διάφορες μεταναστευτικές κοινότητες της πόλης μέσω των θεσμικών τους φορέων, των συλλόγων. Πολιτικοί του υποστηρικτές, επιχειρηματίες και δημοτικοί σύμβουλοι κατέχουν σημαντικές θέσεις στα διοικητικά τους συμβούλια. Οι μεταναστευτικοί σύλλογοι αναδεικνύονται σταδιακά σε δεξαμενές ψήφων, καθώς ο κάθε υποψήφιος επιχειρεί να ελέγξει τις ψήφους των συντοπιτών του ή άλλων μεταναστευτικών ομάδων, αλλά και σε ομάδες πίεσης προς τους υποψηφίους. Το 1900, όταν είναι ήδη βουλευτής, ο γιος του εκλέγεται πρόεδρος στον σύλλογο «Δαναό», ιδρυμένο από Πειραιώτες με καταγωγή από το Αργος.


Η «αυτονομία» του Πειραιά


Ο Θεόδωρος Ρετσίνας παραμένει σταθερός στην επιλογή του κομματικού χώρου σε όλη τη διάρκεια της πολιτικής του δράσης και δραστηριοποιείται γύρω από θέματα που αφορούν τη βιομηχανία και την τεχνική εκπαίδευση. Οι προσπάθειές του για ίδρυση τεχνικής και εμπορικής σχολής στον Πειραιά προσκρούουν στην πολεμική που του ασκείται στο δημοτικό συμβούλιο και στην αδιαφορία του κράτους, μια και το δημοσυντήρητο γυμνάσιο δεν επιτρέπει την απελευθέρωση κονδυλίων.


Το 1902 προκαλεί αίσθηση με τον λόγο που εκφωνεί στη Βουλή κατά τη διάρκεια συζήτησης για την ελληνική ναυτιλία. Οι προτάσεις του, όπως και παλαιότερα, όταν ήταν μέτοχος της Ελληνικής Ατμοπλοϊκής Εταιρείας, επικεντρώνονται στην αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού του εμπορικού στόλου αλλά και των αντιλήψεων των εμπλεκομένων μερών. Σημειώνει τη σημασία της μεγάλης χωρητικότητας των πλοίων προκειμένου να είναι ανταγωνιστικά, την αλλαγή της νομοθεσίας, τον διορισμό από την κυβέρνηση με ΒΔ διαρκούς επιτροπής εφοπλιστών με διευρυμένες αρμοδιότητες, την εκπαίδευση των μηχανικών κ.ά.


Δεν επιθυμεί ή δεν κατορθώνει να δημιουργήσει πολιτική οικογένεια, όπως η οικογένεια Μουτζόπουλου. Η πολιτική του σταδιοδρομία συμπίπτει με τη σταδιακή υποχώρηση των παραδοσιακών πολιτικών τζακιών και την έναρξη αποδιάρθρωσης του δικομματισμού. Ωστόσο, οι πολιτικοί του αντίπαλοι στον Πειραιά, αρχής γενομένης από τον δήμο το 1866 ως και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, εκπροσωπούνται, με διαλείμματα, τόσο στον δήμο όσο και στη Βουλή. Αντίθετα, όταν ο Θεόδωρος είναι δήμαρχος, ο αδερφός του Αλέξανδρος δεν κατορθώνει να εκλεγεί στις βουλευτικές εκλογές του 1891 και του 1895.


Ο Θεόδωρος Ρετσίνας συμβολίζει τον δυναμισμό της τοπικής πειραϊκής κοινωνίας και την ανερχόμενη τάξη των επιχειρηματιών της πόλης του. Αποστερημένοι από τα πολιτικά δίκτυα των μεγαλοκτηματιών της Αχαΐας και της Θεσσαλίας, διεκδικητές της αυτονομίας του Πειραιά από την Αθήνα, «νέοι» όσο νέα και η πόλη τους, είχαν να αντιμετωπίσουν ένα επιπλέον πρόβλημα, αυτό της «δίκαιης» πολιτικής εκπροσώπησης στο ελληνικό κοινοβούλιο. Ο Πειραιάς δεν αποτελούσε χωριστή εκλογική περιφέρεια αλλά περιλαμβανόταν στην περιφέρεια Αττικής, με αποτέλεσμα να εκλέγει, όταν αυτό συνέβαινε, έναν και μόνο βουλευτή. Το αίτημα της ανακήρυξης του Πειραιά σε χωριστή εκλογική περιφέρεια παγιώνεται από το 1890 και μετά, ενδεικτικό της αυτοπεποίθησης της τοπικής αστικής τάξης. Η απόσπαση του Πειραιά, γεγονός που θα του δώσει τη δυνατότητα εκλογής τριών βουλευτών, θα πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο του 1904 με ειδικό νόμο της κυβέρνησης Θεοτόκη, για να καταργηθεί λίγο αργότερα από την κυβέρνηση Δηλιγιάννη.


Ο κ. Γιάννης Γιαννιτσιώτης είναι ιστορικός.