Μέσα σε μια ατμόσφαιρα συναινετικού κλίματος που δημιουργήθηκε από την κοινή αποδοχή από τα δύο μεγάλα κόμματα του Προέδρου της Δημοκρατίας και μετά από την πανηγυρική εκλογή του, τριακόσιοι από τους πιο άξιους και τυχερούς πολίτες αυτής της χώρας, οι οποίοι πρόκειται τον ερχόμενο μήνα να ανακηρυχθούν από τα αρμόδια πρωτοδικεία βουλευτές/βουλευτίνες (ή βουλεύτριες, όπως είναι η αρχαΐζουσα αλλά ορθότερη έκφραση, όπως άλλωστε το ίδιο ισχύει και στη Νέα Ελληνική, π.χ. πωλητής-πωλήτρια, ερευνητής-ερευνήτρια, θεραπευτής-θεραπεύτρια). Αυτοί που είναι σχεδόν βέβαιοι από τώρα για την εκλογή τους, δεν βλέπουν την ώρα και τη στιγμή να μας (επανα)υιοθετήσουν «πατέρες και μητέρες του έθνους» για να μας δώσουν άλλη μια φορά απτά δείγματα πατρικής και μητρικής στοργής και φροντίδας, όταν με το καλό καταλάβουν μία από τις πολυπόθητες 300 έδρες της Βουλής των Ελλήνων και δώσουν πανευτυχείς τον νενομισμένον όρκον ενώπιον του Αρχιεπισκόπου κ. Χριστόδουλου και των εθνικών και μη καναλιών.


Ως είθισται αρχικώς μεν η αίθουσα των συνεδριάσεων της Βουλής θα έχει πληρότητα σχεδόν 100% αλλά με την πάροδο του χρόνου θα… βρίθει κενών καθισμάτων, όταν θα συνεδριάζει, παρά τις δριμύτατες παρατηρήσεις του νέου Προέδρου της Βουλής, τρανή απόδειξη ότι τα μέλη της τρέχουν τήδε κακείσε να φροντίσουν για μας που τους τιμήσαμε με την ψήφο μας. Αλλωστε «Actions speak louder than words» («Οι πράξεις μιλούν δυνατότερα από τις λέξεις») λένε οι Αγγλοι. Γιατί λοιπόν να κάθονται και να απεραντολογούν εντός του Κοινοβουλίου; Παρεμπιπτόντως, το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο αριθμός των βουλευτικών εδρών δεν μπορεί να είναι λιγότερος των διακοσίων, αλλά ούτε και μεγαλύτερος των τριακοσίων και εδώ υπάρχουν δύο σχετικές αγγλικές παροιμίες: α) «The fewer the better» (Οσοι λιγότεροι τόσο καλύτερα) και: β) «The more the merrier» (Οσο περισσότεροι τόσο πιο κεφάτοι). Οι νομοθέτες έκαναν τις σώφρονες επιλογές τους, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον τους σημασιολογικούς συνειρμούς του αριθμού 300, από την ένδοξον Ιστορίαν των προγόνων μας Σπαρτιατών, αλλά και το γεγονός ότι στατιστικές έρευνες που διεξήχθησαν κατά καιρούς απέδειξαν ότι το κέφι, η ευφορία και η καλή διάθεση, γενικά, αυξάνουν δραματικά την αποδοτικότητα. Τριακόσιοι λοιπόν και ακατέβατοι, να εξηγούμεθα, για να μην αρχίσουν τίποτε κοινοβουλευτικές κινητοποιήσεις με κλείσιμο όλων των δρόμων της πλατείας του Συντάγματος και πρόκληση κυκλοφοριακού χάους στην καρδιά της Αθήνας. Ασε που ποιος θα τολμούσε να θίξει θέμα μειώσεως του αριθμού; Αλλωστε, αφού με 300 βουλευτές η αμείλικτη κάμερα των ΜΜΕ μάς δείχνει τέτοιο ήρεμο ειδυλλιακό τοπίο της Βουλής, από απόψεως φυσικής παρουσίας των μελών της, φανταστήκατε ποτέ τη σεληνιακή εικόνα της σε συνεδριάσεις εάν, ο μη γένοιτο, τα μέλη της μειωθούν ποτέ σε 200 μόνον;


Ως προς τον τρόπο εκλογής των υποψηφίων τα κλισέ του τύπου «αξιοκρατία» κτλ. έχουν κυριολεκτικά λειώσει από τη συχνή και κάκιστη χρήση τους. Το ζητούμενο μοιάζει φυσικά με «αέναη σημασιολογική επανεμφάνιση» και είναι σχεδόν πάντοτε δεδομένο (άρα γιατί να είναι «ζητούμενο»;) Ποιο είναι λοιπόν το περί ου ο λόγος ζητούμενο (αν υπάρχει κάποιο); Είναι εάν οι υποψήφιοι εθνοπατέρες θα κερδίσουν τις έδρες τους πλουτίνδην, αριστίνδην (ή και με συνδυασμό των παραπάνω, για να θυμηθούμε λιγάκι και τη φρασεολογία του Νόμου-Πλαίσιο 1268/82 σε ό,τι αφορούσε την κατάληψη θέσεως μέλους ΔΕΠ στα ελληνικά ΑΕΙ).


Αλλά χάρη και στα ΜΜΕ τώρα υπάρχει στη διάθεσή μας απόλυτη διαφάνεια: μια κατατοπιστική και άκρως ενδιαφέρουσα πληροφόρηση που μας προσφέρεται γενναιόδωρα και έτσι έχουμε μια εικόνα κρυστάλλινης καθαρότητας και πολύ υψηλής πιστότητας σε ό,τι αφορά τα ποσά που δαπανήθηκαν μέχρι τώρα στις προεκλογικές καμπάνιες (ή μήπως η εικόνα που έχουμε δεν ελέγχεται ως απολύτως ακριβής και η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη;). Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις!


Παρακάτω θα απασχολήσει τον υπογράφοντα το ύφος του λόγου μάλλον παρά το life style των ελλήνων πολιτικών γιατί και το πρώτο δεν στερείται διόλου ενδιαφέροντος, εις πείσμα όσων φωνάζουν ότι τους βαρέθηκαν πια και δε θέλουν να τους ξαναδούν στα μάτια τους!


Επί του παρόντος όλα τα κόμματα συμφωνούν ότι πρέπει να επιτευχθεί άμεση επικοινωνία με το εκλογικό σώμα, κάτι σαν την «phatic communion» του Μαλινόφσκι. Κατά τα άλλα η μεν κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κατά τους αρχαίους ημών προγόνους «εύθυναν» με κάποια επιτυχία, η δε αντιπολίτευση να σμικρύνει τα οποιαδήποτε επιτεύγματά της και να κάνει φωτογραφική μεγέθυνση τόσο των αποτυχημένων χειρισμών της σε ορισμένα εθνικά ζητήματα (μερικά των οποίων δεν χρήζουν καν μεγεθύνσεως), όσο και της άργητας στην ολοκλήρωση ορισμένων έργων που είχε υποσχεθεί να έχει ολοκληρώσει, κάτι που έχει ήδη εμπλουτίσει το ελληνικό λεξικό με μια νέα υποσημασία της ξενόφερτης λέξης «μακέτα».


Εν αρχή ην η «Αλλαγή»



Πριν από μισό ακριβώς αιώνα διεξήχθησαν οι δεύτερες μεταπολεμικές εκλογές αλλά και οι πρώτες που πήρε μέρες η Αριστερά ως «Δημοκρατική Παράταξη» με τους Ν. Γρηγοριάδη, Α. Σβώλο και Ι. Σοφιανόπουλο. Αλλά η μεγάλη έκπληξη τότε ήταν η ΕΠΕΚ του στρατηγού Πλαστήρα, δεύτερη σε αριθμό ψήφων με πρώτο το Λαϊκό Κόμμα του Κ. Τσαλδάρη. Ηταν τότε που άρχισαν να πλάθονται νέες λέξεις στην ελληνική πολιτική και μάλιστα μεταξύ αυτών δύο σημαντικές σύνθετες που έμελλε να παίξουν κυρίαρχο ρόλο, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την τελευτήν του βίου του υπαρκτού σοσιαλισμού: «κεντροδεξιά» και «κεντροαριστερά». Ουσιαστικά όταν τώρα μιλάμε για «σοβαρή» πολιτική, αναφερόμαστε μόνο σε αυτές τις δύο, γιατί αυτές μόνον οι δύο ισχυρίζονται ότι παρέχουν όλα τα απαραίτητα εχέγγυα να οδηγήσουν τον πλανήτη σε έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο, η κάθε μια με τον τρόπο της που ειρήσθω εν παρόδω δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους, αφού και ο πλανητάρχης ενίοτε θεωρεί εαυτόν ως ανήκοντα στην…. κεντροαριστερά!!!


Για να ξαναγυρίσουμε μισό αιώνα πίσω η «Εθνική Παράταξη Ενώσεως Κέντρου» του στρατηγού Πλαστήρα «χαρακτηρίστηκε» ως ανήκουσα στο χώρο της κεντροαριστεράς. Ο στρατηγός ήταν ένας έντιμος άνθρωπος και στο κόμμα του εντάχτηκαν αξιόλογα στελέχη, όπως οι Καρτάλης και Ακρίτας, αλλά και άλλα όχι και τόσο αξιόλογα, που ανέλαβαν τη συναρχηγία (Εμμ. Τσουδερός, τελευταίος πρωθυπουργός της προ της γερμανικής κατοχής Ελλάδας). Οι προθέσεις του στρατηγού ήταν ενωτικές και συμφιλιωτικές: μια απόπειρα «απο-αντικομμουνιστικοποίησης» του ελληνικού πολιτικού βίου. Δύο λέξεις έγιναν τότε τα σλόγκαν που ένωσαν τη μη αντικομμουνιστική Ελλάδα: Αλλαγή και Αμνηστία.


Η διαχρονική αξία των δύο αυτών σημημάτων είναι δεδομένη. Πάντα θα υπάρχουν καθεστώτα οργουελικού τύπου (η νέα τάξη πραγμάτων στην οποία εισερχόμεθα μας υπόσχεται ότι θα έχει όλα τα εχέγγυα που θα ερμηνεύουν σαφώς «το πρόβλημα του Οργουελ» ­ σε αντίθεση με αυτό του Πλάτωνος), όπως το είχε θέσει πριν από μερικά χρόνια ο Τσόμσκι, και ως εκ τούτου κάποιοι αντιφρονούντες θα υπάρχουν κλεισμένοι σε κάποιες φυλακές για να ζητάει ακατάπαυστα την αμνήστευσή τους η Διεθνής Αμνηστία.


Η λέξη «αμνηστία» όμως χρήζει περαιτέρω μελέτης. για τις πλείονες των περιπτώσεων το σημασιολογικό της περιεχόμενο αποτελεί το άκρον άωτον σαρκασμού και υποκρισίας του συστήματος, καθώς και προσβολή στη στοιχειώδη νοημοσύνη του πολίτη. Σημαίνει «λήθη», «ξεχασιά». Δηλαδή ο πολίτης (εξαιρουμένων των περιπτώσεων αξιοποίνων πράξεων) ως αντιφρονών (ή καθ’ υποψίαν αντιφρονών) μπορεί ενδεχομένως να φυλακιστεί, να βασανιστεί, να κακοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ίσως και να πεθάνει, αλλά το κράτος σε ένα φωτεινό διάλειμμα μεγαθυμίας θα ξεχάσει τι έκανε το ίδιο στον άμοιρο πολίτη και θα του αποδώσει την ελευθερία του συγχωρώντας τον!


Ως προς το άλλο σλόγκαν, την αλλαγή, στην εποχή του ο Πλαστήρας δε ζητούσε και πολλά (για την ακρίβεια δεν ήξερε τι ζητούσε ή αν ήξερε δεν μπορούσε καν να το αρθρώσει). Ούτε βέβαια αλλαγή θεσμών ούτε αλλαγή πολιτεύματος!


Αλλά η λέξη έπιασε γερές ρίζες στην ελληνική πολιτική και εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι των ημερών μας [ενίοτε και ως «μάντρα», της οποίας κάνουν αλόγιστη χρήση και οι (συντηρητικοί) νεοφιλελεύθεροι], αφού νομοτελειακά κάθε σύστημα θα πρέπει να αλλάζει φέρνοντας στον κόσμο ένα νέο «παράδειγμα». Ας σημειωθεί όμως εδώ ότι η πολλά υποσχόμενη κυρία Ντόρα Μπακογιάννη έστειλε τον περασμένο Δεκέμβριο ευχητήριες κάρτες στους πολιτικούς της φίλους με τη μαγική αυτή λέξη, όπως είχα διαβάσει εις «Το Βήμα της Κυριακής» εκείνο το μήνα.


Ωστόσο η οξύνους ηγεσία της συμπολίτευσης προέβη σε μια αλλαγή της… αλλαγής φρονίμως ποιούσα: αλλάζω-αλλαγή είναι προφανώς αμφίσημα αφού υποδηλούν μεταβολή είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο. Π.χ. σε μια πρόταση, όπως: ο Κώστας έχει αλλάξει πολύ, εκτός συμφραζομένων, υπάρχει σαφώς δισημία. Για το λόγο αυτό ­ μεταξύ και άλλων βέβαια ­ προκρίθηκε ο εκσυγχρονισμός, σήμημα μάλλον ουδέτερο ποιοτικά αλλά θετικό ποσοτικά: (ανα)προσαρμογή στις σύγχρονες συνθήκες, ύστερα από απόρριψη όλων των ξεπερασμένων, αναχρονιστικών, αρνητικών κλπ. πραγμάτων ενός μη ικανοποιητικού, άδικου προς τον πολίτη, γραφειοκρατικού, αγκυλωμένου κλπ. συστήματος, από το οποίο πρέπει να απαγκιστρωθούμε για να πάμε μπροστά, αφήνοντας πίσω μας κάποια τσαρικά όνειρα «κοινωνικοποιήσεων» που έφεραν τη βάση και την ηγεσία του ΠαΣοΚ σε επικοινωνιακό αδιέξοδο.


Παρά τα ειρωνικά σχόλια τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής αντιπολίτευσης, η λέξη διατηρεί και συντηρεί την απαιτούμενη πολιτική της ορθότητα και αυτό ενδεχομένως να αποβεί επ’ ωφελεία των χρηστών της στη νέα εποχή που έχουμε εισέλθει και όπου οι λέξεις μπορούν να αποκτούν το νόημα που εμείς θέλουμε να τους δώσουμε (μια προσφορά γνωριμίας με την πολιτική ορθότητα που πρέπει να την αδράξουμε).


Νους υγιής εν σώματι υγιεί


Κάποτε γύρω στις αρχές του φθινοπώρου του 1996, όταν οι Ελληνες διακατείχοντο από ένα έντονο αίσθημα ευφορίας και ηθικής ανάτασης από τις καλές επιδόσεις των αθλητών μας στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Ατλάντα (όπου ο φιλεύσπλαγχνος Θεός μας φύλαξε από το κακό του να αναλάβουμε εμείς τη διοργάνωσή τους), ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, θέλοντας να τονώσει το ηθικό μας (κάτι που χρειαζόμαστε πολύ τότε) είπε πάνω κάτω ότι οι Ελληνες είναι ικανοί να πετύχουν πολλά και ανέφερε ως παράδειγμα τους ολυμπιονίκες μας με τα χρυσά, αργυρά και χάλκινα μετάλλια. Το γεγονός, μαζί με το έντονο αίσθημα ποδοσφαιροφιλίας που διακρίνει τον ελληνικό λαό, τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους κλπ. εμπλούτισε την πολιτική ορολογία σε μεγάλο βαθμό. Οι εκλογές έγιναν «ντέρμπι» (των δύο αιωνίων αντιπάλων). Πιο πρόσφατα προστέθηκε και μια ιδιωματική φράση που αναφέρεται στο πριν από το μεγάλο ντέρμπι: «πρωτάθλημα παροχών και υποσχέσεων». Αλλά, για να είμαστε και στοιχειωδώς ειλικρινείς, κάπως έτσι δεν γίνεται συνήθως παντού και πάντοτε προς άγραν ψήφων, ίσως σε όλον τον κόσμο και προπάντων στις ΗΠΑ;


Αριστη γνώστης της αθλητικής ορολογίας και η κυρία Μπακογιάννη, σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι η κυβέρνηση διακατέχεται από ένα πλέγμα μειονεκτικότητος σε ό,τι αφορά τις ικανότητες των Ελλήνων, την κατηγορεί ευθέως ότι «τοποθετεί πολύ χαμηλά τον πήχυ», υποτιμώντας το γεγονός ότι οι Ελληνες και οι Ελληνίδες μπορούν και πηδούν πολύ υψηλότερα.


Αλλά και ο πλανητάρχης στην πρόσφατη και ταραχώδη επίσκεψή του στην Ελλάδα, αναφερόμενος στην πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, δεν απεφάνθη εν μέσω κυβερνητικής ευφορίας αλλά και πανελλήνιας υπερηφάνειας ότι αν υπήρχαν Ολυμπιακοί Αγώνες και για την Οικονομία «Greece would deserve the very best medal», ήτοι θα ηδυνάμεθα να κατακτήσωμε το πιο χρυσό των μεταλλίων για τα οικονομικά μας επιτεύγματα;


Safety first


Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί ότι ζούμε σε μια εποχή κατ’ εξοχήν ανασφαλή; Τα Καλάζνικοφ πουλιούνται όπως παλιότερα τα νεροπίστολα. Τα σπίτια θωρακίζονται με κλειδαριές ασφαλείας και πολύπλοκα συστήματα συναγερμών. Οι σκύλοι γαβγίζουν παντού και κάποτε χυμάνε και εναντίον περαστικών για να εξασφαλίσουν το dinner τους, αν τα αφεντικά τους ξεχάσουν.


Σε τόσο χαλεπούς καιρούς δεν είναι διόλου απορίας άξιον ότι η λέξη κλειδί στη ζωή μας είναι το ρήμα «κλειδώνω». Με αυτό η κυβέρνηση και ειδικότερα ο κ. Πρωθυπουργός διασκεδάζουν τις ανησυχίες τους, τα καθημερινά μας άγχη και την αβεβαιότητα για το μέλλον μας στον καινούργιο αιώνα.


Το ρήμα «κλειδώνω» ανήκει στην κατηγορία των ρημάτων που το γραμματικό υποκείμενο στην υποκείμενη δομή μπορεί να είναι και λογικό αντικείμενο. Π.χ. Η κυβέρνηση κλείδωσε το θέμα της ΟΝΕ, αλλά και: Το θέμα της ΟΝΕ έχει κλειδώσει. Η δεύτερη χρήση του «κλειδώνω» υποδηλώνει ότι το θέμα της ΟΝΕ έκλεισε από μόνο του και εκ των πραγμάτων: μια διαδικασία που έφερε το τελικό και οριστικό αποτέλεσμα, ως μόνιμη και τελεσίδικη κατάσταση. Το ρήμα της πρώτης πρότασης αντιθέτως τίθεται κατά προτίμηση στην παθητική φωνή (κλειδώθηκε), γιατί έτσι τονίζεται περισσότερο η διαδικασία και εστιάζεται, όπως συμβαίνει συνήθως με όλες τις παθητικές φωνές στους «πράκτες», στα ποιητικά αίτια ή πιο απλά στους συντελεστές του κλειδώματος. Αλλά για να είμαστε βέβαια και λίγο ειλικρινείς με τον εαυτό μας οφείλουμε να έχουμε κατά νου και την παροιμία «κλειδώνω κι αμπαρώνω κι ο κλέφτης (ο πληθωρισμός) είναι μέσα».


Προς το παρόν μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον με συγκρατημένη απαισιοδοξία τη βοηθεία(!) των όχι και τόσο ακίνδυνων για το μέλλον της παρούσας κυβέρνησης χρηματιστηριακών παρατράγουδων (αλλά και τον «ρόλο» της αντιπολίτευσης, και όχι μόνο), σε αυτή την πανελλήνια τραγική κωμωδία, στην οποία χωρίς να θέλει κανείς να φανεί κινδυνομανής μπορεί ενδεχομένως να ελλοχεύει ένα (ψιλο)κραχ.


Προς τέρψη μας και συνάμα αναπτέρωση του ηθικού μας, θα μας κρατούν συντροφιά όχι μόνο οι ντερμπεντέρηδες αλλά και οι γυρολόγοι, οι τραβεστί, οι επιταγές χωρίς αντίκρισμα και τέλος τα κόμματα με σημαία ευκαιρίας (Παναμάς; Ονδούρα; Νιγηρία; ή Αλβανία;). Ο κλασικός λόγος της παλαιάς Δεξιάς, η μάσκα του διαρκούς χαμόγελου, οι γκαουλάιτερ και ο πρωθυπουργός των διανοουμένων. And the prize goes to derbederides.


Θα έχουμε ακόμη «τα κόμματα-υπολείμματα», «το καθεστώς είμαστε εμείς», παρ’ όλο που ο κ. Πρωθυπουργός θα δηλώνει urbi et orbi: «Μισούμε την αλαζονεία της εξουσίας». Ωστόσο και οι έχοντες και κατέχοντες τα χαμηλότερα IQ γνωρίζουν καλώς πως την αλαζονεία (των άλλων) πολλοί εμίσησαν, την εξουσίαν όμως ουδείς. Σε αυτό συμφωνούν πάρα πολύ περισσότεροι από τους τριακόσιους ευτυχείς θνητούς της 9ης Απριλίου.


Ο κ. Αθανάσιος Κακουριώτης είναι ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.