«Αντιευρωπαϊστής είστε;» με ρωτούσε προ ημερών ένας αναγνώστης, καλή του ώρα, με αφορμή τις τελευταίες επιφυλλίδες. Η απάντηση ήταν όχι και με έμφαση: το αντίθετο μάλιστα. Αλλά για να είμαστε «Ευρωπαίοι», νομίζω, θα πρέπει να γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτή η λέξη· τι κοινό έχουμε μεταξύ μας, από που κρατάει η σκούφια μας, ποια είναι, όπως λένε, η «ταυτότητά» μας ως Ευρωπαίων ­ να έχουμε δηλαδή ένα είδος αυτογνωσίας. Είναι η προϋπόθεση για να διατηρήσουμε από το παρελθόν και από το παρόν ό,τι μας αρέσει και εκτιμούμε, να απορρίψουμε όσα καταδικάζουμε ή απλώς δεν εγκρίνουμε· να ανασχηματίσουμε έτσι, όλοι μαζί, την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα· και να οικοδομήσουμε ως πολίτες της Ευρώπης ένα καλύτερο μέλλον. Αλλον δρόμο δεν βλέπω· και η άποψή μου αυτή ενισχύεται δυστυχώς μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στην Αυστρία.


Οπως λέγαμε λοιπόν ο φόβος του μη-ευρωπαίου εχθρού εξαφανίστηκε από την Ευρώπη όταν το 1683 οι Οθωμανοί αποκρούστηκαν στη Βιέννη ­ αν όχι και νωρίτερα. Αλλά και όταν ακόμη εξαφανίζεται ο φόβος του Ετέρου, παραμένει μέσα μας η περιφρόνηση και η απόρριψή του· με αυτήν ορίζουμε τώρα πια τον εαυτό μας: είμαστε «ανώτεροι» από αυτούς που περιφρονούμε, αυτή λοιπόν παραμένει η συλλογική μας ταυτότητα.


Ετσι έγινε και με τους Ευρωπαίους όταν πια απαλλάχθηκαν από την ισλαμική απειλή· μπορούσαν πια να ορίζουν την ταυτότητά τους και να την εξυψώνουν περιφρονώντας όσους πριν έτρεμαν και θαύμαζαν. Ξέχασαν το χρέος τους στον αραβικό πολιτισμό, τον φόβο και τον θαυμασμό τους για την οθωμανική ισχύ και για τον πλούτο των σουλτάνων. Τον θαυμασμό διαδέχθηκε η περιφρόνηση, τον φόβο μια νέα κατακτητικότητα. Με τα ίδια άλλωστε συναισθήματα οι Ευρωπαίοι αντιμετώπιζαν ήδη και τους υπανθρώπους που κατοικούσαν στον κόσμο των αγρίων, αυτόν που είχαν αρχίσει να «εκπολιτίζουν» με τις κατακτήσεις και την πρώτη αποικιακή εξάπλωσή τους ­ στις Αμερικές, στην Αφρική, στην Ασία, στην Ωκεανία.


Εν τω μεταξύ, με τις επιστημονικές ανακαλύψεις και εφαρμογές οι μορφωμένοι και πλούσιοι Ευρωπαίοι απέκτησαν συνείδηση της τεχνολογικής (και πολεμικής) υπεροχής τους. Με την Αναγέννηση είχαν αποκτήσει και την αίσθηση μιας υπεροχής στα γράμματα και στις τέχνες. Ετσι, η χριστιανική αυτοσυνειδησία τους άρχισε να εμβολιάζεται με την ιδέα ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Εκτοτε και ως τον 18ο αιώνα, με τη συνδυασμένη ανάπτυξη της επιστήμης, της εφαρμοσμένης τεχνολογίας και της οικονομίας, οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες στερέωσαν την παγκόσμια υπεροχή τους. Στο εξής δεν θα ήταν μόνο η χριστιανικότητα που θα τις ξεχώριζε από τον λοιπόν κόσμο· θα ήταν επιπλέον η γνώση, η υπεροχή στις επιστήμες και στις τέχνες· και ο πλούτος, η υπεροχή στην οικονομία.


Σε μιαν αντίστοιχη βάση διαφοροποιήθηκαν και οι ιδέες των Ευρωπαίων γύρω από την ταυτότητά τους. Εφθασαν να θεωρούν ότι εκείνο που ξεχώριζε την Ευρώπη ήταν όχι μόνο η θρησκεία της αλλά και ο πολιτισμός της και η εκπολιτιστική αποστολή της. Στο εξής θα κατακτούν όχι μόνο για να εκχριστιανίσουν αλλά και για να «εκπολιτίσουν» ­ διά πυρός και σιδήρου βεβαίως, αλλά αυτά τα είπαμε.


Οταν πια διαμορφώθηκε η νεωτερική ιδεολογία περί ευρωπαϊκής ταυτότητας, στο τέλος της εποχής αυτής, στον 18ο αιώνα, αυτά ακριβώς τα πεδία υπεροχής προέβαλλε και αυτά προβάλλει ακόμη και σήμερα: τον πολιτισμό, την οικονομική πρόοδο και τη χριστιανική πίστη. Τα προβάλλει μάλιστα ως τα κατ’ εξοχήν στοιχεία που ένωσαν τους Ευρωπαίους μεταξύ τους.


Ηταν έτσι και στην πραγματικότητα; Κάθε άλλο. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να ήταν κοινά, δεν ήταν όμως ενωτικά. Δεν βοήθησαν στο ελάχιστο την ενότητα της Ευρώπης ­ αντιθέτως μάλιστα.


Από την Αναγέννηση ως τις μέρες μας, ο «αναγεννημένος» ευρωπαϊκός πολιτισμός στήριξε γερά τους αλλεπάλληλους ενδοευρωπαϊκούς πολέμους. Η επιστημονική γνώση τους υπηρέτησε με τις εκρηκτικές εφαρμογές της από τη χρήση της πυρίτιδας ως τη σχάση του ατόμου. Η τέχνη τους εξύμνησε: η μουσική με παιάνες και εμβατήρια, η λογοτεχνία με αέναες επιστροφές στην Ιλιάδα, η ζωγραφική με αμέτρητους φιλοπόλεμους πίνακες, η αρχιτεκτονική με μνημεία μαχών και αψίδες θριάμβων, η γλυπτική με ανδριάντες βασιλέων, ηρώων και τυχοδιωκτών. Η οικονομική πρόοδος μπορεί ενίοτε να ένωνε τους πλούσιους και τους ισχυρούς αναμεταξύ τους, αλλά πολύ συνηθέστερα τους εχώριζε. Οικονομικά ήταν τα σημαντικότερα αίτια των περισσοτέρων ενδοευρωπαϊκών πολέμων.


Οι χριστιανικοί θεσμοί, όπως στο παρελθόν είχαν πρωτοστατήσει στους πολέμους κατά των απίστων, έτσι και τώρα υποδαύλιζαν τους φρικαλέους θρησκευτικούς πολέμους, με τους οποίους οι Ευρωπαίοι κατεσπάραζαν αλλήλους· και σπανίως εμπόδιζαν όσους πολέμους δεν ήταν θρησκευτικοί.


Ετσι φθάνουμε στο απόγειο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, στον επικό 19ο αιώνα. Ωριμος Διαφωτισμός, γόνιμος Ρομαντισμός, επιστήμη, τεχνολογία, βιομηχανική επανάσταση. Και κάτι ακόμη· καμιά αίσθηση εξωτερικής απειλής δεν στοίχειωνε πια στον νου των Ευρωπαίων· οι μουσουλμανικές κατακτήσεις είχαν πια ξεχαστεί· οι μουσουλμανικές μεταναστεύσεις δεν είχαν ακόμη αρχίσει.


Απέμεινε βεβαίως ο φόβος του ευρωπαίου εχθρού· αυτός δηλαδή που υπήρχε από την αυγή της ευρωπαϊκής ιστορίας: ο πιο μισητός και επίφοβος ξένος ήταν ανέκαθεν, για τον Ευρωπαίο, κάποιος άλλος Ευρωπαίος.


Στον 19ο αιώνα, αυτή την απειλητική εικόνα του «ξένου» και εχθρού Ευρωπαίου, ανανέωσαν ο θριαμβικός εθνικισμός, οι ναπολεόντειες κατακτήσεις, η κριμαϊκή εκστρατεία και ο πρώτος γερμανικός blitzkrieg εναντίον της Γαλλίας το 1870. Και αυτοί οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι δεν ήταν παρά ένα πρελούδιο: praeludium, ένα προ-παίγνιο των άλλων που θα ακολουθήσουν στον 20ό αιώνα, των «μεγάλων» πολέμων που θα ονομαστούν παγκόσμιοι λόγω εμβέλειας, θα είναι όμως στην ουσία τους ευρωπαϊκοί· επειδή η Ευρώπη τους κυοφόρησε· επειδή την Ευρώπη κυρίως ερήμωσαν οι μάχες και οι καταστροφές· και επειδή από τα εκατομμύρια των θυμάτων οι περισσότεροι ήταν Ευρωπαίοι.


Ποια ευρωπαϊκή «ταυτότητα»;


Ο κ. Γεώργιος Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.