Ποιες είναι οι προοπτικές για εκδημοκρατισμό στη Νοτιοανατολική Ευρώπη; Υπάρχουν δύο πιθανές θέσεις. Η πρώτη είναι απαισιόδοξη. Υποστηρίζει ότι το βάρος της ιστορίας είναι τόσο πιεστικό που δεν αφήνει περιθώρια σημαντικών βελτιώσεων. Τα θρησκευτικά και εθνικά μίση, η απειλή του πολέμου και η ενδημική ανασφάλεια που πηγάζει από αυτή, η ανυπαρξία δημοκρατικής παιδείας, το βάρος της οθωμανικής παράδοσης, η μνήμη των κομμουνιστικών καθεστώτων καθώς και η διαρκής ισχύς του οργανωμένου εγκλήματος αποκλείουν κάθε ελπίδα δημιουργίας σοβαρών δημοκρατιών. Το μόνο που θα μπορούσε να γίνει στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας ή στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία είναι μια ασθενής δημοκρατία (ένα «εκλογικό καθεστώς» κατά την επιτυχή ορολογία του Νικηφόρου Διαμαντούρου), που δεν θα συνοδεύεται από το κράτος δικαίου, ανεξάρτητες εφημερίδες και πανεπιστήμια, σοβαρά κόμματα ή πολιτικούς με ακεραιότητα.


Μεγάλο μέρος της δυτικής κοινής γνώμης υιοθετεί μια τέτοια άποψη. Στις ανταποκρίσεις δημοσιογράφων και στα κείμενα των σχολιαστών συχνά βρίσκουμε την επωδό του αρχαίου μίσους και της πολιτιστικής «διαφορετικότητας» της περιοχής. Ως ειδική περίπτωση τα Βαλκάνια δεν μπορούν να ακολουθήσουν την υπόλοιπη Ευρώπη, τουλάχιστον όχι με τα ίδια γοργά βήματα της Κεντρικής Ευρώπης.


Η καταξίωση του έθνους


Η απαισιοδοξία αυτή έχει μακρά ιστορία. Η κριτικός της λογοτεχνίας Vesna Goldworthy έδειξε στο βιβλίο της «Επινοώντας τη Ρουριτανία» πώς η αγγλόφωνη λογοτεχνία έχει υιοθετήσει μια σταθερή εικόνα του βίαιου, πονηρού, μυστηριώδους και γι’ αυτό σαγηνευτικού βαλκάνιου ήρωα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Κόμης Δράκουλας στο βιβλίο του Στόκερ, που συνδυάζει ό,τι η βικτωριανή κοινωνία φοβόταν: πάθος, βία, σεξ αλλά και κομψότητα και παιδεία. Από τότε η εικόνα των Βαλκανίων παραμένει σκοτεινή και απειλητική. Οπως, για παράδειγμα, μας θύμισε ο Μίσα Γκλένι (στο «London Review of Books» 29.4.1999) στα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι κεντρικοί χαρακτήρες της σαπουνόπερας «Δυναστεία» δολοφονήθηκαν στη Μολδαβία από τρομοκράτες καθώς η χαμένη κόρη του Μπλέικ και της Αλέξις Κάριγκτον παντρευόταν τον διάδοχο του θρόνου (αλλά ευτυχώς επανήλθαν στη ζωή στο επόμενο επεισόδιο).


Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοιες απεικονίσεις των Βαλκανίων έρχονται πρώτα στην επιφάνεια με τη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τους αλλεπάλληλους πολέμους. Η δημιουργία όμως εθνικών κρατών από τα ερείπια της αυτοκρατορίας δεν είναι βαλκανική επινόηση. Η εθνικιστική, ρομαντική ιδεολογία που απαιτεί την καταξίωση του συλλογικού υποκειμένου «έθνος» ­ ό,τι και αν σημαίνει αυτό ­ είναι πλήρως ευρωπαϊκό κατασκεύασμα. Ανάγεται στη φιλοσοφία των Herder και Fichte μεταξύ άλλων και συνδέεται με τις ρατσιστικές θεωρίες που κυριάρχησαν στην Ευρώπη όλη την περίοδο που ακολούθησε την ανακάλυψη και τον εποικισμό των νέων κόσμων. Οι βαλκάνιοι λαοί ακολούθησαν την εθνική ολοκλήρωση που δίδαξε πρώτη η Δυτική Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή παράδοση μισαλλοδοξίας και καταπίεσης μας λέει και κάτι άλλο. Οτι η συχνά προβαλλόμενη «δημοκρατική παράδοση» της Ευρώπης είναι αυτάρεσκος μύθος. Στη μεγαλύτερη διάρκεια της ιστορίας της η Ευρώπη κυβερνάται από θεοκρατικές μοναρχίες ή στην καλύτερη περίπτωση από φωτισμένες δεσποτείες. Ακόμη και στη Βρετανία της συνεχούς κοινοβουλευτικής παράδοσης η μεγάλη δημοκρατική μεταρρύθμιση της δεκαετίας του 1830 σημαίνει ότι μόλις το 6% του πληθυσμού θα έχει το δικαίωμα της ψήφου. Τον 20ό αιώνα, όπως μας θυμίζει ο Μαρκ Μαζάουερ στο πρόσφατο εξαιρετικό βιβλίο του «Dark Continent: Europe’s Twentieth Century», η δημοκρατία ήταν σχεδόν διαρκώς μειοψηφία στην Ευρώπη. Η δημοκρατία δεν είναι συνεπώς πολιτιστικό στοιχείο της Ευρώπης ­ ή της Δύσης. Κατακτήθηκε σταδιακά με επώδυνους πολιτικούς αγώνες ενάντια στη μακρά ευρωπαϊκή παράδοση της απολυταρχίας και στον πιο πρόσφατο ρομαντικό εθνικισμό.


Συνεπώς οι απαισιόδοξες προβλέψεις που ξεκινούν από τα «πολιτιστικά δεδομένα» των Βαλκανίων είναι υπερβολικά περιοριστικές. Οπως ακριβώς οι δυτικές ευρωπαϊκές χώρες σταδιακά απέβαλαν τον ρομαντικό εθνικισμό και την ξενοφοβία από την πολιτική (αν και όχι από την κοινωνία) και δημιούργησαν ιδίως μετά το 1945 σοβαρούς δημοκρατικούς θεσμούς σε κρατικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι και οι βαλκανικές χώρες θα μπορούσαν να προχωρήσουν στις ίδιες ακριβώς πολιτικές αλλαγές. Αυτό προϋποθέτει ότι θα συμφωνήσουν ότι πολιτικά επιχειρήματα είναι αποδεκτά μόνο αν σέβονται την ατομικότητα και τη διαφορετικότητα και δεν παραβιάζουν τα βασικά θεμελιώδη δικαιώματα του καθενός χωριστά. Κανείς λοιπόν δεν θα πρέπει να κρίνεται με βάση την καταγωγή του, τη θρησκεία του ή τις άλλες πεποιθήσεις του. Η πολιτική επιχειρηματολογία οφείλει να ξεκινά από τα άτομα, όχι από τη συλλογικότητα. Στο πλαίσιο αυτό οι πολιτικές διαφωνίες μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς αφορούν το ποιες πτυχές της ατομικότητας θέλουμε να προωθήσουμε: την αρνητική ελευθερία ή τη θετική ελευθερία, την ισότητα ευκαιριών ή την ισότητα αποτελεσμάτων, την οικονομική πρόοδο ή την προστασία της παραδοσιακής ζωής κ.ο.κ.


Η ευνοϊκή συγκυρία


Συνεπώς η αισιόδοξη άποψη είναι ανοιχτή. Οι βαλκανικές χώρες χρειάζονται συγκεκριμένες πολιτικές αλλαγές και όχι κοσμογονικές πολιτιστικές αλλαγές. Σε αντίθεση με το 1945 η διεθνής ατμόσφαιρα είναι πολύ ευνοϊκή προς αυτή την κατεύθυνση. Η καταπιεστική ιδεολογία του μαρξισμού – λενινισμού και η Σοβιετική Ενωση έχουν πλέον πεθάνει, το διεθνές δίκαιο υιοθετεί ουσιώδεις δημοκρατικούς κανόνες και έχει την ισχύ ενίοτε να τους εφαρμόζει, ενώ η προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση παρέχει στις βαλκανικές χώρες εγγυήσεις σταθερότητας και οικονομικής προόδου. Ακριβώς όπως οι Καθολικές Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ιταλία και η Ορθόδοξη Ελλάδα πέρασαν ­ έστω με ατέλειες ­ από τη συλλογικότητα στην ατομικότητα στην πολιτική τους ζωή, έτσι και οι πρώην κομμουνιστικές χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα του πολιτικού παιχνιδιού. Αυτό που χρειάζεται είναι η πρωτοβουλία και αυτοοργάνωση των ακέραιων και φιλελεύθερων ανθρώπων στο εσωτερικό των χωρών αυτών. Είναι στο χέρι τους να κτίσουν ένα ουσιαστικό δημοκρατικό πολίτευμα.


Οι δημοκρατικές χώρες της Δύσης και ανάμεσά τους φυσικά και η Ελλάδα οφείλουν να στηρίξουν τις δυνάμεις αυτές. Θα είναι τραγικό να υιοθετήσουν μια αστήρικτη «βαλκανική πολιτιστική απαισιοδοξία» και να προκαλέσουν την προφητεία τους.


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι λέκτωρ Νομικής στη London School of Economics.