Ισως κανένα από τα λογοτεχνικά μας έργα, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, δεν υπέστη περισσότερο την κριτική παρανάγνωση απ’ ό,τι το έργο του Σεφέρη. Η αυθαίρετη ανάγνωση του έργου αυτού δεν περιορίστηκε μόνο στο ­ ως εκ της φύσεώς του πολύσημο ­ ποιητικό μέρος του αλλά επεκτάθηκε και στο δοκιμιακό. Η άποψη ότι ο Σεφέρης είναι δύσπιστος προς τη θεωρία είναι μία από τις αποφάνσεις αυτής της παρανάγνωσης, προς επίρρωση της οποίας ενίοτε προσκομίζονται και συγκεκριμένα στοιχεία. Καθώς ένα από τα στοιχεία αυτά είναι η υποτιθέμενη διαπίστωση της αδιαφορίας του Σεφέρη για το Περί Υψους του «Λογγίνου» (η οποία βλέπουμε να επαναλαμβάνεται σε κείμενο νέου, φιλέρευνου φιλολόγου), θα σχολιάσουμε τις διαθέσεις του Σεφέρη προς τη θεωρία εξετάζοντας συνοπτικά τις σχέσεις του με τον «Λογγίνο» (στο εξής Λογγίνος). Μια τέτοια εξέταση θα ήταν χρήσιμη γιατί θα μπορούσε να βοηθήσει όχι μόνο να καταλάβουμε ότι ο νους του Σεφέρη ως δοκιμιογράφου είναι περισσότερο θεωρητικός απ’ ό,τι ορισμένοι πιστεύουν σήμερα, αλλά και να διακρίνουμε το είδος της θεωρητικής του φύσης.


Οτι οι περί ποιήσεως απόψεις του Σεφέρη, παρά τον χρονικά αποσπασματικό τρόπο με τον οποίο δημοσιεύονται, συνθέτουν μιαν ολοκληρωμένη θεωρία για την ποίηση είναι κάτι το αυτονόητο για όσους πιστεύουν ότι η λογοτεχνική θεωρία είναι κάτι περισσότερο, και συγχρόνως κάτι λιγότερο, από αυτό που σήμερα θεωρείται από πολλούς λογοτεχνική θεωρία. Οπως και θα ήταν λάθος να πιστεύαμε ότι η ποιητική θεωρία του Σεφέρη δεν αποτελεί παρά απλή μεταγραφή στα ελληνικά των θεωρητικών θέσεων της σύγχρονής της αγγλοσαξονικής Νέας Κριτικής. Αλλά και η συνομιλία του Σεφέρη με την αρχαία ποιητική θεωρία είναι ευρύτερη και βαθύτερη απ’ ό,τι έχει διαπιστωθεί.


Η θεωρία του Σεφέρη


Καθώς στο εκτενέστερο θεωρητικό του δοκίμιο («Μονόλογος πάνω στην ποίηση», 1939) ο Σεφέρης, για να περιγράψει τη διαδικασία της ποιητικής εμπειρίας, χρησιμοποιεί με έμφαση το καταληκτικό μέρος του αριστοτελικού ορισμού της τραγωδίας («δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν») διευρύνοντας την έννοιά του για να περιλάβει και την κάθαρση που προσφέρει κάθε είδος ποιητικού λόγου· και καθώς οι συγκεκριμένες αναφορές του σε έργα άλλων αρχαίων θεωρητικών περιορίζονται στην υπόμνηση ορισμένων γενικών απόψεων του Πλάτωνα για την ποίηση και στην ­ εκ πρώτης όψεως βιαστική ­ παράθεση μιας φράσης του Λογγίνου, σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι ο Σεφέρης συνομιλεί κυρίως μόνο με τον Αριστοτέλη. Ο Σεφέρης όμως χρησιμοποιεί τον Αριστοτέλη για να περιγράψει το ένα σκέλος του φαινομένου του ποιητικού λόγου, εκείνο της ποιητικής εμπειρίας του δέκτη του (σ’ αυτό το πλαίσιο χρησιμοποιεί τη φράση του Λογγίνου). Το έτερο σκέλος, το γενετικό, το αναφερόμενο στον τρόπο με τον οποίο η κοινή γλώσσα μετατρέπεται σε ποιητική, παρ’ ότι το μελετά σε κάποια έκταση στον «Μονόλογο πάνω στην ποίηση», θα το πραγματευθεί ολοκληρωμένα λίγα χρόνια αργότερα, στο δοκίμιό του για τον Ερωτόκριτο (1946).


Το δοκίμιο αυτό είναι εξίσου σημαντικό με τον «Μονόλογο πάνω στην ποίηση», γιατί με αυτό ο Σεφέρης συμπληρώνει την ποιητική θεωρία του, προσθέτοντας όχι επί μέρους στοιχεία αλλά το κεντρικότερο σημείο του πυρήνα της. Αλλά είναι και εξίσου ενδιαφέρον για μιαν από τις κειμενικές διασυνδέσεις του. Γιατί αυτή η προσθήκη ­ η περιγραφή του γενετικού μηχανισμού του ποιητικού κειμένου ­ είναι προφανές ότι αναπτύσσεται πάνω στο ανάλογο σχήμα του Λογγίνου.


Αλλά ας δούμε πώς περιγράφει ο Σεφέρης αυτό τον μηχανισμό. Για να δημιουργηθεί το ποιητικό κείμενο, γράφει, «πρέπει να συμπέσουν» η «ευαισθησία» του ποιητή με το «ποιητικό ρήμα του». «Ευαισθησία του ποιητή» ονομάζει ο Σεφέρης ένα κράμα, «το χώνεμα που γίνεται πολύ βαθιά μέσα στον ποιητή πολλών συναισθηματικών και διανοητικών στοιχείων, όπως οι σταλαχτίτες στα βάθη ενός σπηλαίου». «Ποιητικό ρήμα» είναι «η γλώσσα και ο στίχος» όπως τα αισθάνεται ο ποιητής, όχι στην «εξωτερική μηχανική της γλωσσολογίας ή της στιχουργίας», αλλά ως μια βαθύτερα βιωμένη κατάσταση (ως «μια φραστική και ρυθμική λειτουργία, που στις καλές περιπτώσεις πηγαίνει πολύ μακρύτερα από το εγώ του ατόμου, συνειδητό ή υποσυνείδητο, ως το βαρύ και τελετουργικό εγώ της ομάδας»). Τη «σύν-πτωση» της «ευαισθησίας» με το «ποιητικό ρήμα» ο Σεφέρης, προφανώς για ν’ αποφύγει τη σύγχυση με την άλλη σημασία της λέξης (συντυχία), την ονομάζει «συντονισμό» («ο συντονισμός της ευαισθησίας με το ποιητικό ρήμα»), αλλά και «ταυτισμό». Με τους όρους της εποχής μας, ο Σεφέρης μιλάει για το σημαίνον («ποιητικό ρήμα»), δηλαδή για την ηχητική μορφή των λέξεων (η οποία, στον όρο του Σεφέρη, περιλαμβάνει και την ηχητική μορφή των στίχων), και για το σημαινόμενο («ευαισθησία»), για το νόημα δηλαδή που δηλώνει αυτή η μορφή. Μιλάει επίσης και για τη μεταξύ τους ειδική σχέση που χαρακτηρίζει τον ποιητικό λόγο, περιγράφοντάς την ως μια ένωση που δίνει την αίσθηση ενός φυσικού δεσμού, ενώ στον κοινό λόγο η σχέση αυτή είναι καθαρά συμβατική: εκεί, γράφει στον «Μονόλογο πάνω στην ποίηση», το σημαίνον μπορούμε να το νοήσουμε και μόνο του, «σαν ένα αδειανό καυκί, ένα καθαρά και υλικά ηχητικό περίβλημα», πράγμα που δεν μπορούμε να κάνουμε για τον ποιητικό λόγο, όπου η σχέση του με το σημαινόμενο είναι αδιαχώριστη.


Η θεωρία του Λογγίνου


Ανάλογη είναι η περιγραφή του τρόπου σύμφωνα με τον οποίο, κατά τον Λογγίνο, παράγεται το «ύψος», που είναι το υψηλότερο αποτέλεσμα της ποιητικής χρήσης της γλώσσας. Για να δημιουργηθεί το ύψος, λέει ο Λογγίνος, απαιτείται μια «συνέμπτωσις» («συνεμπίπτοντι»): πρέπει να «συνεμπέσουν» το «έπος» (δηλαδή, η λέξη, το «ρήμα», το σημαίνον) με το «πάθος» (δηλαδή, με το σημαινόμενο, που είναι, στις σπουδαιότερες περιπτώσεις του, προϊόν μιας συγκινησιακής κατάστασης, η οποία περιέχει και διανοήματα ­ που είναι σημαντικότατα ­, στην οποία όμως υπερέχει το συναίσθημα). Συνέμπτωσις σημαίνει για τον Λογγίνο συνύφανση, γιατί, όπως διαβάζουμε σε άλλο σημείο του Περί ύψους, το ύψος παράγεται όταν «ή τε του λόγου νόησις [το σημαινόμενο] ή τε φράσις [και το σημαίνον] τα πλείω δι’ εκατέρου διέπτυκται [συνυφαίνονται μεταξύ τους κατά το μεγαλύτερο μέρος τους]». Σκοπός του ύψους δεν είναι η «πειθώ», η οποία λειτουργεί κυρίως με τη διάνοια και στην οποία αποβλέπει η ρητορική, αλλά η «έκστασις», που είναι μια κατάσταση της συγκίνησης η οποία έχει υπερβεί τα διανοητικά στοιχεία που περιέχει: η ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο συνεπαρμένος. «Ουκ εις πειθώ αλλ’ έκστασιν άγει τα υπερφυά» («Το αποτέλεσμα του ύψους δεν είναι η πειθώ αλλά η έκσταση») διαβάζουμε στο κεντρικότερο σημείο του Περί ύψους. Αυτή ακριβώς είναι η φράση του Λογγίνου που περιέχεται στον «Μονόλογο πάνω στην ποίηση», στο πιο κρίσιμο σημείο του, εκεί όπου προσδιορίζεται η φύση του ποιητικού λόγου.


Οι αναλογίες του σεφερικού σχήματος με το σχήμα του Περί ύψους φαίνονται να οφείλονται σε κάτι περισσότερο από απλή σύμπτωση. Το περιεχόμενο του όρου «συντονισμός» του Σεφέρη, που, όπως είπαμε, θα πρέπει να το νοήσουμε με την έννοια της «σύν-πτωσης» («πρέπει να συμπέσουν»), δεν είναι διαφορετικό από εκείνο του όρου «συνέμπτωσις» (παράγωγου του συνεμπίπτω). Το «ποιητικό ρήμα» αντιστοιχεί με το «έπος» του Λογγίνου. Κάτι ανάλογο μπορούμε να πούμε και για τον λογγίνειο όρο «πάθος» σε σύγκριση με τον όρο «ευαισθησία», που ο Σεφέρης εναλλάσσει με τον όρο «συγκίνηση», με τον οποίο εννοεί τη διέγερση του «ευαισθησιακού» κράματος κατά την οποία κυριαρχεί το συναίσθημα απορροφώντας τα διανοητικά στοιχεία και διαμορφούμενο (σε συγκίνηση) από αυτά. Το «πάθος» του Λογγίνου και η «συγκίνηση» του Σεφέρη σημαίνουν το ίδιο περίπου πράγμα. Στο χωρίο μάλιστα που αποτελεί τον ακριβέστερο, κατά τη γνώμη μου, ορισμό του για το περιεχόμενο της ποιητικής εμπειρίας, ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τη λέξη πάθος: «Η δουλειά του ποιητή» σημειώνει «είναι να μας προσφέρει την ποιητική κάθαρση με τα πάθη και τους στοχασμούς που αισθάνεται μέσα του και γύρω του» (Δοκιμές, Α’, 361).


Η ομοιότητα των σχημάτων


Ολα αυτά, βέβαια, μπορεί να είναι και συμπτωματικά, αφού οι δύο συγγραφείς περιγράφουν το ίδιο «κρατυλικό» φαινόμενο με τους όρους (που αλλάζουν μορφή από εποχή σε εποχή) με τους οποίους το περιγράφουν όλοι σχεδόν οι μελετητές του. Αλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το περιεχόμενο των σεφερικών όρων «ευαισθησία» και «συγκίνηση» είναι περίπου όμοιο με εκείνο των όρων sensibility και emotion, όπως χρησιμοποιούνται από τον Ελιοτ και τον Ρίτσαρντς, και sensibilite και emotion, όπως εννοούνται από τους Βαλερύ και Ντε Γκουρμόν (ωστόσο στοιχεία της θεωρίας του Περί ύψους είναι δηλούμενα ή ευδιάκριτα ή μπορούν να ανιχνευθούν στις Ποιητικές αυτών των συγγραφέων). Εκείνο όμως που δεν φαίνεται να είναι συμπτωματικό είναι η ομοιότητα με το αντίστοιχο λογγίνειο σχήμα και της περιγραφής από τον Σεφέρη των ελαττωματικών περιπτώσεων του συντονισμού της ευαισθησίας με το ποιητικό ρήμα. Και είναι ακριβώς αυτή η ομοιότητα εκείνο που μας κάνει να νιώθουμε ότι οι ομοιότητες που προσδιορίσαμε παραπάνω δεν είναι τυχαίες.


Για τον Λογγίνο το ύψος εξαρτάται τελικά από τον βαθμό στον οποίο πραγματοποιείται η συναίρεση του σημαίνοντος με το σημαινόμενο. Οσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο βαθμός τόσο περισσότερο το χώνεμά τους είναι «ηδέως κεκραμένον». Η αποτυχημένη κράση τους παράγει «όγκον επί λόγων», τον οποίο ο Λογγίνος παρομοιάζει με «όγκον επί σωμάτων». Οταν ο όγκος δημιουργείται επειδή το σημαίνον υπερκαλύπτει το σημαινόμενο, τότε είναι κενός («χαύνος») και το ύφος είναι φουσκωμένο («οιδούν») δίνοντας την αίσθηση του στόμφου και της ρητορείας, με αποτέλεσμα το σημαίνον να γίνεται θολό και το σημαινόμενο να φαίνεται συγκεχυμένο («τεθόλωται γαρ τη φράσει και τεθορύβηται ταις φαντασίαις»). Οταν το σημαινόμενο είναι άκαιρο ή υπέρμετρο («πάθος άκαιρον ή κενόν ένθα μη δει πάθους, ή άμετρον ένθα μετρίου δει») ­ όπως συμβαίνει με το ύφος που ονομάζεται «παρένθυρσον» ­, τότε ο όγκος του υπερκαλύπτει το σημαίνον και φαίνεται να εκφράζει κάτι το πλαστό («αναλήθης»). Ο Λογγίνος διακρίνει και «τρίτον τι είδος κακίας» λόγου, συναφές προς το δεύτερο (ως αντίθετό του), το «μειρακιώδες» (παιδαριώδες), που παράγεται από τη σχολαστική επεξεργασία της διατύπωσης του σημαινόμενου, η οποία καταλήγει σε ψυχρή έκφραση («σχολαστική νόησις, υπό περιεργασίας λήγουσα εις ψυχρότητα»).


Η πετυχημένη κράση του σημαίνοντος με το σημαινόμενο, η οποία παράγει το ύψος, είναι απόληξη, αποκρυστάλλωμα, της «εν αξιώματι και διάρσει συνθέσεως», δηλαδή της «σύνθεσης που περιέχει σπουδαίο περιεχόμενο και τελείται σε υψηλή ένταση». Η σύνθεση αυτή είναι η βασική και κεντρική πηγή του ύψους, γιατί σ’ αυτήν καταλήγουν όλες οι επί μέρους πηγές του, από τα στοιχεία των οποίων θα δημιουργηθεί ­ με την εναρμόνισή τους σε ένα οργανικό όλον, η οποία δηλώνεται με το αποκρυστάλλωμα που αναφέραμε ­ το υψηλό κείμενο.


Είδαμε ότι και για τον Σεφέρη η ποίηση παράγεται όταν το σημαίνον συγχωνεύεται με το σημαινόμενο. Οσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός αυτής της συγχώνευσης, λέει ο Σεφέρης, τόσο περισσότερο «ο ποιητής μας δίνει την εντύπωση ότι βλέπει καθαρά το αντικείμενο που εκφράζει. […]. Αν το «ποιητικό ρήμα» αναπτυχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ξεπερνά την ευαισθησία, έχουμε την εντύπωση της ρητορείας, όπως τόσο συχνά συμβαίνει όταν λ.χ. διαβάζουμε Ουγκώ. Αντίθετα, αν η «ευαισθησία» υπερβεί το «ποιητικό ρήμα», τότε παρουσιάζεται ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο θολούρας, ένα είδος συναισθηματικής εξάτμισης» (αυτό το φαινόμενο ο Σεφέρης το παρατηρεί στον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο).


«Αυτή η ενάργεια της ποιητικής όρασης» συνεχίζει ο Σεφέρης «είναι ένα απλό χαρακτηριστικό της τέχνης, που δεν μπορεί, μόνο του, να ξεχωρίσει τον μεγάλο από τον μικρό ποιητή». Ο Αισχύλος του Αγαμέμνονα και ο ανώνυμος Μανιάτης του δημοτικού τραγουδιού βλέπουν το ίδιο καθαρά «την ατέλειωτη συνέχεια από το φονικό στο φονικό. Αλλά παρατηρώ συνάμα πόσο πιο περίπλοκος είναι, και σε πόσο υψηλότερη ένταση γίνεται στον μεγάλο ποιητή αυτός ο συντονισμός της ευαισθησίας με το ρήμα».


Οι ομοιότητες του παραπάνω σεφερικού σχήματος με εκείνο του Λογγίνου είναι τόσο εμφανείς, όπως άλλωστε και οι διαφορές τους, ώστε να μη χρειάζεται να σχολιαστούν. Ιδωμένη μέσα από το πρίσμα της συνομιλίας των δύο σχημάτων, η ομοιότητα και ορισμένων άλλων κοινών τους στοιχείων δεν φαίνεται τυχαία ­ λ.χ. το γεγονός ότι και οι δύο συγγραφείς παρομοιάζουν το αποτέλεσμα του ύψους με κεραυνό ή αστραπή (Λογγίνος: «ύψος δίκην σκηπτού πάντα διεφόρησε»· Σεφέρης: «μοιάζει να είναι μια αστραπή που μας χτυπά στην παρούσα στιγμή») ή με «μια λάμψη εκθαμβωτική» (Σεφέρης· πρβλ. Λογγίνο: «διά λαμπρότητα επισκιάζει») ή με ένα θαύμα (Λογγίνος: «το θαυμάσιον»· Σεφέρης: «το θαύμα»), το οποίο συνίσταται στο ότι η γλώσσα του ύψους δίνει την αίσθηση ότι τα πράγματα που δηλώνει αποχτούν μπροστά μας σώμα και ψυχή (Λογγίνος: «οιονεί ψυχήν τινα τοις πράγμασι φωνητικήν εντιθείσα»· Σεφέρης: «ο ποιητής δημιουργεί τα πράγματα ονομάζοντάς τα»)· ή, ακόμη, το γεγονός ότι για να απεικονίσουν με παραστατικότητα το βερμπαλιστικό αποτέλεσμα της υπερκάλυψης του σημαινομένου από το σημαίνον οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν σχεδόν το ίδιο επίθετο (Λογγίνος: «υδρωπικόν»· Σεφέρης: «υδροκέφαλο») και σχεδόν την ίδια παρομοίωση («ως εί τις τραγικόν προσωπείον μέγα παιδί περιθείη νηπίω»· «μοιάζει με το πουκάμισο ενός μεγάλου, που θα θέλαμε να το φορέσουμε σ’ ένα νήπιο»).


Πέρα από τον φορμαλισμό


Αλλά η Ποιητική του Σεφέρη μπορεί να συσχετιστεί με τη λογγίνεια και με ένα άλλο χαρακτηριστικό της: εννοώ τη διασύνδεση του ποιητικού φαινομένου με το θέμα της αλήθειας το αναφερόμενο στο οντολογικό πρόβλημα. Οπως ο Λογγίνος υποστηρίζει ότι το ύψος είναι «μεγαλοφροσύνης απήχημα», αντανάκλαση του ηθικού και πνευματικού αναστήματος του συγγραφέα, η οποία έχει διαχρονική αξία, έτσι και ο Σεφέρης πιστεύει ότι ο μεγάλος ποιητής, εκφράζοντας τη συγκίνησή του για την ανθρώπινη κατάσταση, δηλαδή την ιδέα του για την αλήθεια, εκφράζει μιαν αλήθεια που υπερβαίνει την εποχή του και που είναι και αλήθεια άλλων εποχών («γιατί δεν είναι βολετό στον άνθρωπο ­ περιορισμένος όπως είναι ­ να αποκαλύψει παρά ένα κομμάτι της αλήθειας σε μια δοσμένη στιγμή»). Η τάση του κάθε ανθρώπου να γυρεύει την αλήθεια, που δεν είναι παρά «η δική του αλήθεια» ­ λέει ο Σεφέρης στον «Μονόλογο πάνω στην ποίηση» ­ «είναι φυσική. Και δεν είναι διόλου απίθανο τούτο να σημαίνει, πολύ περισσότερο, ότι η αλήθεια υπάρχει μονογενής και αναλλοίωτη, εκεί όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί να τη φτάσει, παρά ότι η αλήθεια είναι σαν τα κομμάτια του πάγου που κατεβάζει στην τύχη ένας ποταμός».


Με τις απόψεις του αυτές ο Σεφέρης διαχωρίζει την Ποιητική του από τις φορμαλιστικές θεωρίες διατυπώνοντας μια θεωρία για την ποίηση στην οποία το υψηλό νόημα αποτελεί προϋπόθεση κάθε ποιητικού λόγου που θα διεκδικούσε τον τίτλο της μεγάλης ποίησης. Συγχρόνως, με την όλη συνομιλία του με το κείμενο του Περί ύψους συνεχίζει με τον πλέον δραστικό τρόπο εκείνη την παράδοση της ποιητικής θεωρίας και της λογοτεχνικής κριτικής μας ­ που είναι και η πιο σημαντική ­ η οποία θα πρέπει να χαρακτηριστεί λογγίνεια (Ι. Δονάς, Οικονόμος, Βάμβας, Βαρδαλάχος, Καλοσγούρος, Παλαμάς, Κλ. Παράσχος κ.ά.). Εχοντας, ακόμη, απορροφήσει από τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές ποιητικές θεωρίες τα στοιχεία εκείνα που προσιδιάζουν στη δική του αίσθηση του ποιητικού φαινομένου, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από την πρακτική της δικής του ποιητικής γραφής (γραφής ενός μεγάλου ποιητή), ο Σεφέρης συνθέτει μια θεωρία για την ποίηση που υπερβαίνει την εποχή της και που περιέχει πυρήνες, ενίοτε και αναπτύξεις, που θα κωδικοποιηθούν μετά από αυτήν (οι απόψεις της, λ.χ., για τη σχετική και συνεχώς μετακινούμενη βάση της ανθρώπινης αλήθειας συνοψίζουν ­ και συγχρόνως αποδομούν ­ την Αποδόμηση· οι θέσεις της για τον ρόλο του αναγνώστη στη διαμόρφωση του νοήματος του λογοτεχνικού έργου συνθέτουν μιαν αντίληψη συγγενική με τις σημερινές θεωρίες της αναγνωστικής ανταπόκρισης).


Αντλώντας στοιχεία όχι από προκατασκευασμένες ή αφηρημένες ιδέες αλλά από ένα ευρύτερο θεωρητικό πεδίο που το ορίζουν έννοιες διαμορφωμένες από τη μελέτη των ίδιων των λογοτεχνικών έργων και γραμμένα με σαφήνεια και νηφαλιότητα (με γλώσσα που χρησιμοποιεί με τον πιο καίριο τρόπο ­ μόνο όταν η ανάγκη της ακρίβειας και της διαύγειας το επιβάλλει ­ τις ποιητικές εικόνες και τις ποιητικές μεταφορές), τα δοκίμια του Σεφέρη που συνθέτουν την ποιητική θεωρία του είναι τα σημαντικότερα κείμενα ποιητικής που γράφτηκαν στα ελληνικά από την εποχή του Λογγίνου (1ος μ.Χ. αιώνας). Είναι τα κείμενα ενός θεωρητικού με την πλέον ουσιώδη έννοια του όρου· με αυτή που δεν μπορεί να δει το περιεχόμενο της θεωρίας αποκομμένο από εκείνο του οποίου αποτελεί αφαίρεση. Εννοια την οποία υπογραμμίζει ο ίδιος ο Σεφέρης στον «διάλογό» του πάνω στην ποίηση με τον ιδεοκράτη θεωρητικό Κωνσταντίνο Τσάτσο: «Ανήκω στη σχολή του Διογένη» γράφει «που όταν ο Ζήνων τού ανάπτυξε με τέλεια και θαυμάσια επιχειρήματα ότι κίνηση δεν υπάρχει, χωρίς να πει τίποτε άρχισε να βηματίζει».


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.