Αποτελεί σχεδόν κοινή διαπίστωση, διατυπωμένη κάποτε με ύφος ανακάλυψης, ότι το προσωπικό ημερολόγιο του Σεφέρη είναι κείμενο αφενός που έχει δεχθεί σε μεγάλο βαθμό την επεξεργασία του ποιητή και αφετέρου που έχει γραφεί με σκοπό την υστεροφημία του, αποκρύπτοντας γεγονότα, σκέψεις ή αισθήματα και κατασκευάζοντας ένα πρόσωπο για τους μελλοντικούς του αναγνώστες. Με άλλα λόγια, ότι το προσωπικό ημερολόγιο του Σεφέρη δεν αποτελεί «χρονικό της ιδιωτικής ζωής», «αναζήτηση της βαθύτερης αλήθειας» του συγγραφέα, καθώς τις σελίδες του δεν τις διατρέχει το αίσθημα του αιτήματος της ειλικρίνειας.


Η άποψη αυτή ­ που διατυπώνεται από έναν πολύ μεγάλο αριθμό επαρκών αναγνωστών του Σεφέρη ­ εναρμονίζεται πλήρως με τις αντιλήψεις περί προσωπικού ημερολογίου της σύγχρονης, αλλά και της παλιότερης, διεθνούς κριτικής, σύμφωνα με την οποία κριτήριο για την αποκρυστάλλωση τελικά κάθε ορισμού του journal intime είναι το αίτημα της ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας.


Πιστεύω ότι κάθε τέτοιος ορισμός του προσωπικού ημερολογίου οφείλεται πρώτα απ’ όλα στην καταγωγή του είδους. Είναι γνωστό ότι συνέβαλε αποφασιστικά στη συγγραφή των πρώτων journaux intimes κατά τον 19ο αιώνα η παράδοση του θρησκευτικού, πουριτανικού ημερολογίου, το οποίο ανθούσε στις χώρες επιρροής του προτεσταντισμού από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα. Μέγιστη υποχρέωση του πιστού ήταν ο καθημερινός, γραπτός έλεγχος της συνείδησης, στόχος του οποίου ήταν η απομάκρυνση της αμαρτίας. Παραβάλλοντας το θρησκευτικό με το προσωπικό ημερολόγιο ο κριτικός G. Gusdorf καταλήγει: «Δεν έχει μεγάλη σημασία αν το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται είναι θεολογικό ή απλώς ηθικό· η βαθύτερη πρόθεση είναι η ίδια, παρά την ανανέωση του είδους γραφής». Είναι, νομίζω, αυτή η πεποίθηση ­ ότι, δηλαδή, το προσωπικό ημερολόγιο αποτελεί πνευματική άσκηση που χρησιμοποιεί τη γραφή ως «μέσο σωτηρίας» ­ η οποία οδηγεί την κριτική να αναζητεί σε κάθε καταγραφή του εγώ ένα βιβλίο ηθικών εσόδων – εξόδων, περιορίζοντας αισθητά την ποικιλία του είδους.


Ενας δεύτερος λόγος για τον οποίο η παράμετρος της ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας αναδεικνύεται σε πρωταρχική σε κάθε απόπειρα ορισμού του journal intime φαίνεται να είναι η πίστη της ημερολογιακής κριτικής σε ένα μπερξονικής καταγωγής «βαθύτερο εγώ», στο οποίο θεωρείται ότι εδρεύουν οι σταθερές του ανθρώπινου είναι. Η ύπαρξη ενός «βαθύτερου εγώ», οι συνιστώσες του οποίου είναι αμετάβλητες, έχει αμφισβητηθεί ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα από την ψυχολογία και τη φιλοσοφία. Στη θέση του ενός, σταθερού υποκειμένου προβάλλεται η πολλαπλότητα και η ασυνέχεια του ανθρώπινου είναι στον χρόνο, άποψη την οποία επιβεβαιώνει η πλειονότητα των ημερολογιακών συντακτών, μεταξύ των οποίων και ο Σεφέρης: «Από τους πολλούς αυτούς που φέρνουμε μέσα μας και αναγκαστικά βλέπουνε με τα μάτια μας, ακούνε με τα αυτιά μας, εκφράζονται με το στόμα μας, ποιος είναι ο ειλικρινής;» (Μέρες Α). Οσο για την ασυνέχεια του υποκειμένου στον χρόνο, στην οποία συντελεί και η (ημερολογιακή) γραφή, ο Σεφέρης σημειώνει: «Ωσπου να γυρίσω το φύλλο, έχω αλλάξει, έγινα άλλος» (ό.π.).


Παρ’ ότι, τέλος, το ζήτημα της ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας δεν μπορεί να τίθεται με τον ίδιο τρόπο έπειτα από την εμφάνιση της φροϋδικής θεωρίας και παρ’ ότι η ίδια η έννοια της ειλικρίνειας βρίσκεται σε μερική τουλάχιστον ασυμφωνία με τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου, η ποιητική του ημερολογίου δεν φαίνεται ως σήμερα να έχει μεταβληθεί. Σχετικά με την εκφραστική ικανότητα της γλώσσας και ιδιαίτερα με την τροποποίηση που υφίστανται οι σκέψεις ή τα αισθήματα σε κάθε απόπειρα ακινητοποίησής τους διά της γραφής, ο νεαρός Σεφέρης σημειώνει: «Πρόσεξε τις αντιδράσεις του υλικού και στο έργο της γραφής· η ρίμα που λυγίζει την ιδέα, η γλώσσα που αλλάζει τον τόνο του αισθήματος» (ό.π.).


Παρ’ ότι, σύμφωνα με τα όσα έχουν ήδη λεχθεί, αποτελεί ψευδαίσθηση το αίτημα της πιστής μεταγραφής του εσωτερικού εγώ (αίτημα που συνδέεται άμεσα με τη θρησκευτική καταγωγή του είδους), το αρχικό μας ερώτημα δεν έχει, νομίζω, πλήρως απαντηθεί: Η ελλιπής, σύμφωνα με την πλειονότητα των επαρκών αναγνωστών του, καταγραφή της εσωτερικής ζωής του Σεφέρη οφείλεται μόνο στην «προβληματική» ειλικρίνεια του ημερολογίου ως είδους ή ο ποιητής, περισσότερο απ’ ό,τι άλλοι ημερολογιακοί συντάκτες, λογοκρίνει το ενδόμυχο εγώ του στοχεύοντας στην υστεροφημία;


Το εργαστήρι του συγγραφέα


Πιστεύω ότι η προβληματική της ταυτότητας, η αναζήτηση του εγώ στο ημερολόγιο του Σεφέρη επικεντρώνεται κυρίως στην αναζήτηση της συγγραφικής ταυτότητας, αφήνοντας κατά μέρος ζητήματα αδιάφορα για τη λογοτεχνική δημιουργία: «Αυτό το βαθύτερο δικό μου», γράφει ο ποιητής στο Μέρες Α, «που το έχουν σκεπάσει ένα σωρό φράσεις, στίχοι, σκέψεις, πέτρες· αυτά τα ξένα πράγματα που ανατινάζονται κάθε φορά που θέλω να είμαι εγώ…». Νομίζω ότι στην εγγραφή αυτή ­ που περιέχει εν σπέρματι και μια θεωρία της διακειμενικότητας ­ το «βαθύτερο» εγώ, που ζητεί να αναδυθεί κάτω από τις λογοτεχνικές κυρίως προσχώσεις («φράσεις», «στίχοι»), οι οποίες το έχουν διαμορφώσει, δεν είναι άλλο από το ποιητικό εγώ του νεαρού Σεφέρη. Και για ποιον λόγο, άλλωστε, η βυθομέτρηση του εγώ για έναν ποιητή δεν θα ήταν συνυφασμένη με την αναζήτηση της συγγραφικής του φυσιογνωμίας; Για ποιον λόγο για έναν σημαντικό ποιητή η καταγραφή κάποιων καθημερινών σκέψεων ή γεγονότων θα ήταν πιο αυθεντική από το χρονικό της συγγραφικής του πορείας; Γιατί όχι μόνο το θέμα της συγγραφής επανέρχεται με μεγάλη συχνότητα στις Μέρες, όχι μόνο περιέχονται σ’ αυτές σχεδιάσματα και πρώτες γραφές ποιημάτων ή πεζογραφημάτων, αλλά έχει κανείς την αίσθηση πως οτιδήποτε καταγράφεται στο ημερολόγιο αυτό γράφεται για μιαν ενδεχόμενη λογοτεχνική αξιοποίηση. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα ημερολόγιο το οποίο λειτουργεί ως το εργαστήρι του συγγραφέα του, ο χώρος στον οποίο ο συντάκτης του αναζητεί τον δρόμο προς τη δημιουργία. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα πρώτα τουλάχιστον ημερολόγιά του (που κατά τη γνώμη μου είναι τα σημαντικότερα από την άποψη της έντασης της εσωτερικής μαρτυρίας) ο Σεφέρης δεν είναι ο καταξιωμένος ποιητής που γνωρίζουμε σήμερα. Από αυτή τη σκοπιά, το ημερολόγιο θα πρέπει να αποτελούσε για τον Σεφέρη τη μοναδική, στην περίπτωση μη πραγματοποίησης του αγέννητου ακόμη έργου του, μελλοντική απόδειξη της δημιουργικής του αναζήτησης.


Τέλος, θα πρέπει να ελέγξουμε την υπόθεση ότι ο Σεφέρης επεξεργαζόταν το ημερολόγιό του, η οποία σχετίζεται άμεσα με το θέμα της υστεροφημίας. Νομίζω ότι στο επίκεντρο αυτής της προβληματικής βρίσκεται η ίδια η έννοια της intimite, ο μυστικός δηλαδή και απόκρυφος χαρακτήρας του ημερολογίου, ο οποίος, ωστόσο, τροποποιείται σημαντικά γύρω στα 1880, έπειτα από το κύμα δημοσιεύσεων προσωπικών ημερολογίων που γράφονταν στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Από τη στιγμή που οι συγγραφείς του 20ού αιώνα είναι βέβαιοι για την έκδοση των ημερολογίων τους (ορισμένοι μάλιστα τα δημοσιεύουν και πριν από τον θάνατό τους, λ.χ. ο Andre Gide), αλλάζει ο χαρακτήρας αλλά και η χρήση του προσωπικού ημερολογίου. Περνώντας από την ιδιωτική στη δημόσια σφαίρα και έχοντας δεχθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την επεξεργασία του συντάκτη του, το ημερολόγιο τείνει να μετατραπεί από ιδιωτικό χρονικό σε οριακό λογοτεχνικό είδος, σε κείμενο το οποίο συνομιλεί με το υπόλοιπο έργο του συγγραφέα του, γονιμοποιώντας το. Κάτι ανάλογο νομίζω ότι συμβαίνει και με το ημερολόγιο του Σεφέρη. Αλλωστε δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι τίτλοι τριών από τα μείζονα ποιητικά του έργα είναι ημερολογιακοί: Ημερολόγιο Καταστρώματος Α´, Β´, Γ´.


Η κυρία Αλεξάνδρα Σαμουήλ είναι λέκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.