Δευτέρα,
16 Φεβρουαρίου 1925: «Στις εφτά το πρωί, το «Pierre Loti» άραξε στον Πειραιά: Ελλάδα. Τον περασμένο Ιούλιο έκλεισαν έξι χρόνια ξενιτιά, χωρίς διακοπή. Η μάνα μου περίμενε στο μουράγιο· είπε, Νυν απολύοις. Ελλάδα· η αναπόφευκτη δοκιμασία. Ηταν σωστό να μην μπορεί να γίνει αλλιώς». Με αυτόν τον κάπως σιβυλλικό τρόπο περιγράφει ο Γιώργος Σεφέρης την επιστροφή του στην Ελλάδα. Ο Γ.Σ. θα μείνει στην Ελλάδα έξι χρόνια επίσης, ως τον Αύγουστο του 1931, όταν με το ατμόπλοιο «Πατρίς» φεύγει ξανά για το Λονδίνο. Αυτή η μακρά στάση του στην Ελλάδα αποτελεί, πιστεύουμε, μια κρισιμότατη περίοδο του βίου του καθώς ο νεαρός Σεφέρης «δοκιμάζεται» συνεχώς και ποικιλοτρόπως. Η Στροφή, που δημοσιεύεται καθώς κλείνει ο εξάχρονος κύκλος, δεν λύνει τα όποια προβλήματα του ποιητή, δείχνει πάντως καθαρά πώς θα πορευθεί στο μέλλον.


Στο άρθρο μας (αναγκαστικά περιορισμένο) θα προσπαθήσουμε να δείξουμε κάποιες πλευρές της «δοκιμασίας» του Γ.Σ. την περίοδο αυτή και τις εναγώνιες προσπάθειές του προς την «απελευθερωτική» δημιουργία.


Αναζητώντας διέξοδο


Οι Μέρες Α είναι διάσπαρτες από παράπονα (κάποτε και γκρίνιες) του Γ.Σ. αναφορικά με τη ζωή του. Νιώθει «ακρωτηριασμένος», «παράλυτος», «άδειος και βρώμικος», «αποβλακωμένος», αισθάνεται ότι ανήκει σε «ένα άλλο κόσμο», και όχι στους ανθρώπους της φυλής του. Οι συνθήκες γραφής στην Ελλάδα είναι άθλιες, έχει αδυναμίες να εκφραστεί στα ελληνικά, περνά ερωτική (και όχι μόνο) μοναξιά και αγωνιά για ένα μελλούμενο, «αγέννητο έργο» που αναγκάζεται συνεχώς να διακόπτει. Η ιδέα ότι πρέπει να υπηρετεί «δύο αφεντάδες» τον κάνει δυστυχή. Νιώθει «κλεισμένος», «εντειχισμένος», βρίσκεται μπροστά σε ένα αδιέξοδο, από όπου πρέπει να διαφύγει.


Η εικόνα που εμφανίζει ο Γ.Σ. στο ημερολόγιο μας φέρνει στον νου την εικόνα ενός ήρωα καρυωτακικού τύπου. Ο Γ.Σ. δεν αναφέρει τον Καρυωτάκη στις Μέρες Α ­ αυτό θα γίνει πολύ αργότερα (1936). Αργότερα επίσης θα ομολογήσει ομοιότητες και διαφορές με τον νεκρό ποιητή, καταδικάζοντας παράλληλα τον καρυωτακισμό, αυτή «τη στενόχωρη υπόθεση», όπως λέει. Ωστόσο είναι φανερό ότι τα χρόνια 1925-1930 ο Γ.Σ. φαίνεται να βρίσκεται μπροστά σε ένα αδιέξοδο, προσωπικό και καλλιτεχνικό, με στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν καρυωτακικά. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Γ.Σ. δείχνει μεγάλη διάθεση να περιγράψει την κατάστασή του. Το είδος της λογοτεχνίας που προκρίνει γι’ αυτό είναι το μυθιστόρημα και οι ημερολογιακές εγγραφές δείχνουν ότι σχεδίαζε τουλάχιστον τρία (!) μυθιστορήματα. Να θυμίσουμε πως η ιδέα της συγγραφής μυθιστορήματος ποτέ δεν εγκατέλειψε τον ποιητή. Το πεζογράφημα Εξι νύκτες στην Ακρόπολη και τα σχεδιάσματα του μυθιστορήματος Βαρνάβας Καλοστέφανος δείχνουν, καθαρά πιστεύω, τις πεζογραφικές προθέσεις του. Αφήνω ασχολίαστο το γεγονός ότι προκρίνει ως τίτλο της σημαδιακής ποιητικής σύνθεσης του 1935 τον όρο Μυθιστόρημα


Ας δούμε τις σχετικές εγγραφές. Η πρώτη (31-8-25): «Στο μυθιστόρημά μου θα ήθελα να πω τις αντιδράσεις του δυτικού περιβάλλοντος πάνω σ’ ένα άτομο της φυλής μας, των παραδόσεών μας. Θα ήθελα να ταχτοποιήσω τις δυνάμεις που άντλησα από τις δοκιμασίες μου». Η δεύτερη (31-8-26): «Υπόθεση μυθιστορήματος: Ο Αδέξιος. Εμπνευσμένη από την ακόλουθη περικοπή του Baltazar Gracian που διάβασα χτες βράδυ προτού με πάρει ο ύπνος: η συνηθισμένη κακοτυχία των αδέξιων ανθρώπων είναι να σφάλλουν στην εκλογή του επαγγέλματος, των φίλων και της κατοικίας τους» (το παράθεμα γαλλικά, εδώ σε δική μου μετάφραση). Η τρίτη (26-10-26): «Υπόθεση μυθιστορήματος: Να φανταστείς μια ύπαρξη που δε θα ήταν εσύ αλλά από σένα· να παρακολουθήσεις τα φερσίματά της για ένα μήνα· να τα περιγράψεις». Συγγενείς είναι και οι δύο επόμενες εγγραφές: η μία ορίζει την «αυθεντικότητα» του μυθιστορηματικού ήρωα, η δεύτερη προκαταβάλλει μια Ποιητική, που συνοδεύει τον Γ.Σ. ολόκληρο τον βίο του. (6-9-25): «Χτες και σήμερα μετάφρασα Τη βραδιά με τον κ. Τεστ ­ για να σωθώ από τη φρίκη της αναμονής. Ο μόνος τρόπος για να βεβαιωθείς ότι αυθεντικοί ήρωες μπορούν να υπάρξουν, είναι να δοκιμάσεις να γίνεις συ ο ίδιος». (10-9-25): «Να περιγράψεις οτιδήποτε χωρίς καμιά υστεροβουλία· όσο μπορείς πιο συχνά. Δοκίμασε να γράψεις ένα μυθιστόρημα για ν’ αναμετρήσεις τις δυνάμεις σου. Μην ξεχνάς την κοινότυπη αλήθεια πως ένας καλλιτέχνης είναι πάντα και χειροτέχνης. Πρέπει να ασκείται χωρίς διακοπή, χωρίς αδυναμίες. Πρέπει να κατακτήσει το υλικό του».


«Φρίκη· πάντα οι δύο αφεντάδες»


Τα πράγματα γίνονται καθαρότερα σε ένα «Επίμετρο» που περιέχουν οι Μέρες Α (σελ. 27-37), τις Σημειώσεις του ποιητή για ένα άλλο μυθιστόρημα που σχεδίαζε το 1924 στο Λονδίνο. Τίτλος: Στο απέραντο σκάκι της «Κονκόρντας». Πρόσωπα: Ο Σκακιστής, η Γριά, ο Στράτης, η Νόρα κ.ά. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να συζητήσουμε τις ιδέες και τα πρόσωπα αυτού του μυθιστορήματος, που φαίνονται να διαχέονται πολλαπλώς στο μελλοντικό έργο του Γ.Σ. Πάντως είναι σαφές ότι ο Στράτης Θαλασσινός, ένα από τα πιο ευδιάκριτα προσωπεία του ποιητή, παρουσιάζεται εδώ για πρώτη φορά. Εξάλλου, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των Σημειώσεων έχει να κάνει με τα χαρτιά, τις παρέες του και κυρίως με τις ιδέες του Στράτη, είμαστε σε θέση να συγκρίνουμε τον μυθιστορηματικό ήρωα με τον συγγραφέα του. Και ό,τι προκύπτει είναι τούτο: οι ιδέες που ο Γ.Σ. εκθέτει στις Μέρες Α ελάχιστα διαφέρουν από τις ιδέες του Στράτη.


«Η ψυχή μου ελεύθερη…»


Κοινό και προφανές χαρακτηριστικό αυτών των εν δυνάμει μυθιστορημάτων είναι ότι ο κεντρικός ήρωας (καθαρότατη persona του ποιητή) επιθυμεί να υπερβεί τη στατική και μίζερη ζωή του. Προφανής είναι και ο «διχασμός» (ο όρος του Ν. Βαγενά, Ο ποιητής και ο χορευτής, 138) ενός ποιητή που δοκιμάζει να γράψει μυθιστόρημα όπου υπερασπίζεται την ποίηση, που μέλλει να τον απελευθερώσει. «Γιατί, βρε, γράφεις ποιήματα;» ρωτάει (προφανώς τον ποιητή) ο Ρωμιός Σκακιστής της Κονκόρντας. «Για να απελευθερωθώ από το προπατορικό αμάρτημα» απαντά εκείνος. Τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους σε μια μετέπειτα εγγραφή: Τρίτη, 1 Μάρτη (1927): «Φρίκη· πάντα οι δύο αφεντάδες. Απ’ εδώ όλες μου οι αντιφάσεις. Δε θέλω να γίνω μήτε δικηγόρος, μήτε δημοσιογράφος, μήτε μποέμ. Η μόνη κλίση που έχω είναι να φτιάξω ποιήματα, υπομονετικά, πεισματάρικα, δουλεύοντας μήνες και χρόνους, σαν Κινέζος ή μανιακός χειροτέχνης. Η εξωτερική υποτέλεια θα με πληγώνει σ’ όλη μου τη ζωή· θα με κρατά εντειχισμένο. Κι όμως η παραμικρή σταγόνα ζωής φέρνει μια τέτοια διαστολή στη ζωή μου».


Ο Σεφέρης ποτέ δεν θα απελευθερωθεί πραγματικά από τους «δύο αφεντάδες», ούτε θα μπορέσει να υπερβεί τις όποιες αντιφάσεις προκαλεί αυτή η «υποτέλεια». Αλλωστε πόσοι δημιουργοί μπόρεσαν να «απελευθερωθούν» ολοκληρωτικά από αυτού του είδους τις αντιφάσεις; Αυτό πάντως που καταφέρνει είναι να αντιμετωπίσει την κάμαρά του θετικά και από ‘κεί να δει καθαρά και δημιουργικά τον κόσμο. Εγγραφή 12 Γενάρη 1928: «Γυρίζω από το δρόμο· η κάμαρά μου. Ξέρω το κρεβάτι που με περιμένει, και το αυριανό ξύπνημα, και την καθημερινή δουλειά. Εξω ήταν μαλακιά η νύχτα, κι οι δρόμοι νοτισμένοι. Η ψυχή μου ελεύθερη, κι ανοιχτά όλα τα παράθυρά της. Οι πίκρες: ο θάνατος ο αναπόφευκτος, αγάπες που σίγουρα θα τελειώσουν, η κακομοιριά της ανθρώπινης ύπαρξης, κυκλοφορούσαν μέσα από τ’ ανοίγματα σαν ανοιξιάτικη δροσιά και δε με πείραζαν. Γράφω χωρίς να συλλογιστώ πόσο λίγο είμαι έτοιμος για τέτοια πράγματα. Η πένα μου που σέρνεται πάνω στο χαρτί μού δίνει μιαν υλική ευχαρίστηση. Καπνίζω, δε ρωτώ τι έχω μέσα μου· το τραμ που ακούω να κυλά πάνω στις ράγιες δε με πειράζει. Γράφω χωρίς σκοπό (…). Θέλω κάποιον να ευχαριστήσω για τούτη τη γαλήνη που μου δόθηκε. Κάνω ν’ αφήσω την πένα και να σκεφτώ καλύτερα, και φοβούμαι μην τυχόν και η σκέψη μού χαλάσει την ισορροπία. Τ’ αυτιά μου βουίζουν· λέω πως είναι από το πάφλασμα του καιρού που περνά. Δεν ξέρω το λιμάνι· θα μου ήταν καλοπρόσδεχτο, όποιο κι αν είναι. Ξαναβρίσκω τους αγγέλους που είχαν χαθεί, νιώθω τα φτερά τους γύρω μου να φτερουγίζουν. Πρώτη φορά που βρίσκω, μέσα στην κάμαρά μου, το αίσθημα της ανάπαυσης, της διακοπής, της απουσίας, που βρίσκει ο άνθρωπος της χώρας σ’ ένα απόμακρο δάσος. Ξέρω πως… Φυλάξου, είναι απότομες οι στροφές… Μόνο που βλέπω πέρα, μακριά, από τον λόφο, να κατεβαίνει η απελπιστική σκέψη πως είσαι ίσως το ανδράποδο της ευτυχίας».


Πολλοί συναφείς κύκλοι δημιουργίας και μοναξιάς θα ανοίξουν και θα κλείσουν στο μέλλον, αλλά η διερεύνησή τους υπερβαίνει τους σκοπούς του άρθρου μας. Ας μείνουμε στο κλείσιμο του πρώτου και κρίσιμου κύκλου. Οι εγγραφές είναι αρκετά σαφείς, ώστε τα σχόλια περιττεύουν. 31 Δεκέμβρη 1930: «Σήμερα τέλειωσα το ποίημα (Ερωτικός Λόγος), αφού έφτυσα αίμα, χωρίς υπερβολή, δουλεύοντας δέκα ώρες την ημέρα!». 15 Μάρτη 1931, περίπου δύο μήνες πριν από την κυκλοφορία της Στροφής: «Τις μέρες της πραγματοποιούμενης (επιτέλους) δημιουργίας, για θυμήσου τον καιρό που πάλευες μόνος μέσα στην κάμαρά σου, χωρίς σκέψη, σαν τον μεθυσμένο που σκοντάφτει στα έπιπλα· τη ζάλη που σου μουδιάζει το μυαλό, τα γυαλένια βλέφαρα και το κορμί σου που δεν έχει κανένα ρυθμό να σου δώσει· την ολοκληρωτική μοναξιά σου».


Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.