Η ιδέα ότι υπάρχει μια «ευρωπαϊκή ταυτότητα», όπως λέγαμε, είναι πολύ πρόσφατη· πριν από την εποχή μας και για ολόκληρους αιώνες, οι Ευρωπαίοι αναγνώριζαν ως κοινό χαρακτηριστικό τους μόνο τον χριστιανισμό.


Στον νου μας έτσι έρχεται η σχέση με τον «πλησίον μας»· δεν τον αγαπούμε ως εαυτόν, βεβαίως· ο άγνωστος άλλος άνθρωπος, ο «Ετερος», δεν είναι ο πλησίον μας· είναι ο ξένος, ο δυνάμει εχθρός, το αντίπαλον δέος. Αυτόν και τους ομοίους του, επειδή τους φοβόμαστε, τους φορτώνουμε με αποκρουστικές ιδιότητες. Τους περιφρονούμε και τους απορρίπτουμε. Επίφοβους και απορριπτέους, τους κρατάμε έξω από τον φράχτη του σπιτιού μας, από την άλλη πλευρά των συνόρων· ασφαλείς αισθανόμαστε με τους οικείους και τους φίλους μας, με τους γνωστούς, τους γείτονες και τους συγχωριανούς μας, με τους ομόγλωσσους και τους συμπατριώτες μας, με όλους αυτούς που, αφού μας μοιάζουν, είναι οικειότεροι, λιγότεροι επίφοβοι και διόλου απορριπτέοι.


Κάπως έτσι διαμορφώνουμε, λοιπόν, τη συλλογική μας ταυτότητα: την στηρίζουμε σε μιαν αίσθηση έξωθεν απειλής, φανταστικής ή πραγματικής· στην υποψία και την απόρριψη, στον φόβο και την έχθρα για τον Ετερο ­ και για κάθε ετερότητα που διαφέρει αισθητά από την ταυτότητά μας.


Κάπως έτσι διαμόρφωσαν και οι Ευρωπαίοι την πρώιμη συλλογική τους ταυτότητα, και ας ήταν χριστιανική: διαστρεβλώνοντας, ουσιαστικά, τον χριστιανισμό. Με τις ευλογίες χριστιανικών θεσμών, ενίοτε υπό την ηγεσία τους, έγιναν οι αγριότεροι και μισανθρωπότεροι πόλεμοι της πρώιμης ευρωπαϊκής ιστορίας· οι σταυροφορίες, οι «εκχριστιανικές» κατακτήσεις των βορείων σλαβικών χωρών, οι πόλεμοι κατά των «βαρβάρων»· σε αντίθεση με τη θεμελιακή ιδέα του χριστιανισμού, με την αγάπη, αυτό το εντελώς νέο ιστορικό εννοιολόγημα που είχε φέρει στον κόσμο η διδασκαλία του Ιησού. Μου φαίνεται μάλιστα ότι η αντίθεση αυτή είναι η βαθύτερη ρίζα της σχιζοφρένειας του δυτικού πολιτισμού ­ αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.


Βέβαια θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τους πολέμους αναπόφευκτους στις παλαιότερες εκείνες εποχές, όταν ο κατ’ εξοχήν «Ετερος» ήταν ο αντίχριστος με τη μορφή των απίστων: στους τελευταίους αιώνες της Αρχαιότητας, όταν ολόκληρη η ήπειρος δοκιμαζόταν από τις βαρβαρικές επιδρομές· στον Μεσαίωνα, όταν οι Αραβες κατακτούσαν την Ισπανία και τη Σικελία· και από τον 15ο ως τον 17ο αιώνα, όταν οι Οθωμανοί απειλούσαν την Κεντρική Ευρώπη.


Αλλά με αυτή τη λογική, αναπόφευκτη θα μπορούσε να θεωρηθεί το πολύ η άμυνα· όχι η επίθεση, η κατάκτηση, οι σφαγές και η λεηλασία. Οι κατακτήσεις και οι σταυροφορίες, εξ ορισμού επιθετικές, ιστορικώς φονικότατες και λεηλατικές, ουδεμία σχέση είχαν, φυσικά, με την έννοια της «νόμιμης άμυνας» ­ η οποία, στο κάτω κάτω της γραφής, δεν απαντάται στην Καινή Διαθήκη.


Ο χριστιανικός ζήλος, εξάλλου, ακόμη και με τα μέτρα εκείνης της ιστορικής εποχής, δεν δικαίωνε την αρπακτικότητα των ιπποτών της χριστιανοσύνης ούτε την κατακτητική βουλιμία των δυτικών βασιλέων ούτε τη δίψα των Παπών για εξουσία εγκόσμια και παγκόσμια. Ούτε όμως και τις παρακλήσεις των Πατριαρχών προς τον Πανάγαθο να ξεχάσει προς στιγμήν την αγαθότητά του και να δωρίσει στους βυζαντινούς βασιλείς «νίκας κατά βαρβάρων», ιδίως όταν το πρότυπο του νικηφόρου κατά των βαρβάρων αυτοκράτορα στάθηκε ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος. (Αλήθεια, πώς θα ηχούσε το αντίστοιχο προσωνύμιο ενός δυτικού βασιλιά, ενός άγγλου; «Henry the French-Killer», π.χ.: αγριωπό μου φαίνεται.)


Με την πάροδο των αιώνων, άλλωστε, η απειλή των απίστων περιορίστηκε και τελικώς εξαφανίστηκε. Από τον 13ο αιώνα ως τον 15ο, οι χριστιανοί έδιωξαν τους μωαμεθανούς από τη Σικελία και επανακατέλαβαν την Ισπανία ­ la reconquista. Το 1683 θα σταματήσουν τις οθωμανικές στρατιές στη Βιέννη και θα περιορίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα βαλκανικά της σύνορα, επιταχύνοντας την παρακμή της. Από εκεί και ύστερα, κανείς εξωτερικός εχθρός δεν θα απειλεί πια την Ευρώπη.


Αλλά οι πόλεμοι των Ευρωπαίων δεν ήταν μόνο σταυροφορίες και αμυντικές κατά βαρβάρων εκστρατείες· ήταν και πόλεμοι ενδοχριστιανικοί και ενδοευρωπαϊκοί. Για τους χριστιανούς κατοίκους της Ευρώπης, ο έτερος, ο εχθρός, δεν ήταν μόνο ο αντίχριστος, ο άπιστος, ο βάρβαρος· ήταν και ο οποιοσδήποτε άλλος χριστιανός, ο οποιοσδήποτε άλλος Ευρωπαίος.


Δύσκολο το δίλημμα, περίπλοκο και, δυστυχώς, τραγικό. Ακόμη και στον 20ό αιώνα, ακόμη και ένας χριστιανός διανοούμενος της ολκής του Charles Peguy, με το σπαθί θα κόψει τον γόρδιο δεσμό. Ολόκληρο το θεατρικό του έργο «Jeanne» είναι μια αγωνιώδης προσπάθεια να λύσει το δίλημμα ανάμεσα στην πίστη και στον πατριωτισμό.


Στον διάλογό της με την Hauviette, η Ιωάννα της Λωρραίνης, πριν πετάξει την ποιμενική ράβδο και αρπάξει το σπαθί, εγκαλεί τον Θεό για τη φρίκη του πολέμου. Στον διάλογο με τη μοναχή ­ που την ανακαλεί στη χριστιανική ταπεινότητα και εγκαρτέρηση, θυμίζοντάς της τι είχε συμβεί «πριν αλέκτορα φωνήσαι» ­ η Ιωάννα απαντά ότι οι γάλλοι χριστιανοί, «οι δικοί μας άνθρωποι», δεν θα Τον είχαν ποτέ απαρνηθεί· ορίζει έτσι για το έθνος της μια νέα συλλογική ταυτότητα: χριστιανοί αλλά και Γάλλοι. Και στον οραματικό μονόλογο που κλείνει το δράμα, η Ιωάννα επιλέγει την σπάθη: με αυτήν οι Γάλλοι θα κατανικήσουν Αγγλους και Βουργουνδούς φονεύοντες ως άγγελοι ­ αναμάρτητοι και κατά το θέλημα του Θεού.


Για μας τους ανθρώπους, ο εαυτός και ο έτερος, η ταυτότητα και η ετερότητα, είναι έννοιες αξεχώριστες: η μια είναι αδιανόητη χωρίς την άλλην. Και ο πόλεμος είναι το σύνδρομό τους. Τον καταδικάζουν, βεβαίως, ορισμένα από τα ηθικά συστήματα που κατά καιρούς κατασκευάσαμε ­ ή που μας αποκάλυψε ο Θεός, για όσους πιστεύουν. Μέχρι στιγμής όμως τον καταδικάζουν ματαίως. Η ιστορική εμπειρία των ευρωπαϊκών πολέμων, και μάλιστα σε μιαν Ευρώπη χριστιανική, δείχνει πόσο δύσκολο ήταν να διαμορφωθεί μια ευρωπαϊκή συλλογική ταυτότητα. Δείχνει επίσης, και ακόμη περισσότερο, πόσο αντιφατική και φευγαλέα είναι η ίδια η έννοια της συλλογικής ταυτότητας.


Ο κ. Γεώργιος Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.