Η περίοδος που εκτείνεται από την άλωση της Κωνσταντινούπολης ως την Ελληνική Επανάσταση και που αποκαλείται παραδοσιακά «Τουρκοκρατία» αποτελεί, σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη, την πιο σκοτεινή ­ δηλαδή «μη ένδοξη» ­ περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες ιστορικές περιόδους (αρχαιότητα, Βυζάντιο, σύγχρονη εποχή), όπου το έθνος εμφανίζεται να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, η Τουρκοκρατία, ως περίοδος δουλείας, σημαίνει παθητική συνέχεια του έθνους, το οποίο, υπόδουλο, αρκείται στη συντήρησή του. Η παθητικότητα αυτή δεν συνεπάγεται ωστόσο ουδέτερη ή αδιάφορη αντιμετώπιση εκ μέρους της ιστοριογραφίας. Αντίθετα, η ιστοριογραφική εικόνα της Τουρκοκρατίας χρωματίζεται με έντονο συναισθηματισμό και συγκινησιακή συμμετοχή. Η εξύψωση της Ελληνικής Επανάστασης σε μέγιστο γεγονός της εθνικής συνέχειας σήμαινε την αναδρομικά τελεολογική ερμηνεία της Τουρκοκρατίας: οι τέσσερις «σκοτεινοί αιώνες» θεωρήθηκαν κυρίως η προετοιμασία της εξέγερσης, λόγω των δεινών, των καταπιέσεων και των στερήσεων που σήμαινε για το ελληνικό έθνος η ξένη κυριαρχία. Η οθωμανική περίοδος ερμηνεύθηκε λοιπόν κατ’ εξοχήν εθνοκεντρικά, από τη σκοπιά του «καταπιεσμένου» έθνους, και το οθωμανικό κράτος παρουσιάστηκε αποκλειστικά ως ένας μηχανισμός καταπίεσης.


Η ιστοριογραφική αυτή παράδοση δημιουργήθηκε τον περασμένο αιώνα στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, δεδομένου ότι η ελληνική ιστοριογραφία, επηρεασμένη από τα ρεύματα του ρομαντισμού και του θετικισμού αλλά και από τον θριαμβεύοντα εθνικισμό, αναπτύχθηκε ως εθνική ιστοριογραφία. Η επιστημονική, ακαδημαϊκή, ιστοριογραφία αλλά και οι εκλαϊκευτικές μορφές της ­ όπως είναι τα σχολικά εγχειρίδια ­ αναπαρήγαν το ίδιο σχήμα και μέσα στον 20ό αιώνα. Αλλωστε δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, παρ’ όλο που ως τέλος της Τουρκοκρατίας αναφέρεται το 1821, για ένα μεγάλο μέρος των ελληνικής συνείδησης πληθυσμών το πραγματικό ιστορικό τέλος υπήρξε το 1922. Επί έναν αιώνα συνεπώς ένα τμήμα του έθνους βίωνε τη νεωτερική πραγματικότητα του έθνους-κράτους ενώ ένα άλλο τμήμα εξακολουθούσε να βιώνει τον πολυεθνικό συγκρητισμό της αυτοκρατορίας. Οι διαφορετικές αυτές εμπειρίες αποτυπώνονται σε μια ποικίλων αποχρώσεων βιβλιογραφία της προ του 1922 εποχής όπου στον μονοφωνικό ιστοριογραφικό «κανόνα» του εθνικού κράτους αντιπαρατίθεται η πολυφωνία των ρευστών συνειδήσεων και των πολλαπλών ταυτοτήτων πληθυσμών που βιώνουν το μεταίχμιο της μετάβασης.


Η ρήξη και η άρνηση


Η διαμόρφωση μιας κυρίαρχης ερμηνείας του οθωμανικού παρελθόντος, όπως συμβαίνει συνήθως άλλωστε με τις στερεότυπες σχηματοποιήσεις, δεν σήμαινε προηγούμενη ή παράλληλη ερευνητική δραστηριότητα. Αντίθετα, η ιστορική έρευνα έδειξε μάλλον αδιαφορία για το οθωμανικό παρελθόν. Για να είμαστε πιο ακριβείς, για λόγους που δεν συνδέονταν πάντα με την αποδοχή της κυρίαρχης εθνοκεντρικής εικόνας της Τουρκοκρατίας, η έρευνα προσανατολίστηκε στη μελέτη πτυχών της κοινωνικής, οικονομικής και ιδεολογικής εξέλιξης των ελληνικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας αλλ’ όχι στη μελέτη του ίδιου του οθωμανικού κράτους και των θεσμών του, της συγκρότησης της οθωμανικής κοινωνίας, των σχέσεων μεταξύ των ποικίλων κοινοτήτων.


Χαρακτηριστικό αυτής της επιλογής είναι το γεγονός ότι υπάρχει ικανός αριθμός εδρών ιστορίας του ελληνισμού επί Τουρκοκρατίας (με διαφορετικά ονόματα) στα ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ αντίστοιχα σπανίζουν οι έδρες τουρκολογίας και οθωμανικών σπουδών. Η επιστημονική αδιαφορία προς τον παραδοσιακό «εχθρό» του ελληνισμού θα πρέπει να αποδοθεί μεταξύ άλλων στη διανοητική στάση που κυριάρχησε στο ελληνικό κράτος απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν, την οποία διέκρινε όχι τόσο η ρήξη όσο η άρνηση. Πράγματι το οθωμανικό παρελθόν απορρίφθηκε συλλήβδην και μάλιστα ενοχοποιήθηκε ­ ως τις μέρες μας ­ για πολλά αρνητικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων Ελλήνων. Αν λοιπόν αναγνωρίζονται κάποια ελαττώματα στη συμπεριφορά των Ελλήνων σήμερα, συνήθως αποδίδονται στους «σκοτεινούς αιώνες» της Τουρκοκρατίας.


Μια σημαντική ημερίδα


Οι διαπιστώσεις αυτές για τις κυρίαρχες ιδεολογικές τάσεις ως προς το οθωμανικό παρελθόν της Ελλάδας αρκούν για να δείξουν τη σημασία που έχει οποιαδήποτε πρωτοβουλία η οποία στοχεύει στην επαναδιαπραγμάτευση του ιστοριογραφικού προβληματισμού για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Η καταγραφή της κατάστασης των οθωμανικών σπουδών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό και ο επαναπροσδιορισμός των αναλυτικών κατηγοριών για τη μελέτη της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτέλεσαν τα βασικά αιτούμενα της ημερίδας που οργάνωσε στις 29 Ιανουαρίου η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού σε συνεργασία με το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, η οποία έφερε τον τίτλο «Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του οθωμανικού παρελθόντος (19ος-20ός αι.)». Οι ανακοινώσεις κινήθηκαν σε ένα ευρύ φάσμα που εκτεινόταν πέρα από το ελληνικό παράδειγμα και αποτύπωνε δυτικές και βαλκανικές τάσεις.


Η χαρτογράφηση των γαλλικών οθωμανικών σπουδών έδειξε τις αρχικές εξαρτήσεις τους από τις ισλαμολογικές και τις σλαβολογικές-ρωσικές σπουδές, τη βαθμιαία απεξάρτησή τους και ανάδειξή τους σε αυτόνομο ερευνητικό αντικείμενο, αλλά και την περιθωριακή θέση τους ως προς την κυρίαρχη γαλλική ιστορική σχολή των Annales (Σ. Πετμεζάς). Σε ένα ανάλογο «περιθώριο» κινούνται άλλωστε και οι ελληνικές οθωμανικές σπουδές και οι θεράποντές τους, εφόσον το ίδιο το οθωμανικό παρελθόν αποτελεί ένα «περιθώριο» που αλλάζει περιεχόμενο ανάλογα με τις διαφορετικές κάθε φορά συγκυρίες. Η ενσωμάτωσή του στην εθνική ιστοριογραφία ακολούθησε τη γεωγραφικά διπολική μορφή του ελλαδικού «εδώ» και του «εκεί» της υπό οθωμανική διοίκηση χριστιανικής Ανατολής, με όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις που μια τέτοια διχοτομία συνεπάγεται (Ιωάννα Πετροπούλου). Στο επίσημο εθνικό αφήγημα ωστόσο οι αποχρώσεις ομοιογενοποιούνται και η έμφαση δίνεται στο νήμα της συνέχειας που αναζητείται σε θεσμούς της οθωμανικής περιόδου οι οποίοι αποτέλεσαν το θεμέλιο του ελεύθερου κράτους. Ο θεσμός των κοινοτήτων είναι το πιο εύγλωττο ίσως παράδειγμα αυτής της κατασκευής που αναζητεί τη συνέχεια του έθνους από τις οθωμανικές αυτοδιοικούμενες τοπικές κοινωνίες στο σύγχρονο ελληνικό κράτος (Μ. Βαρλάς).


Θρησκεία και αντίσταση


Οι ιδεολογικές μετατοπίσεις είναι ορατές και στην περίπτωση του θρησκευτικού λόγου όπου οι μάρτυρες του Χριστού μεταμορφώνονται σταδιακά σε εθνομάρτυρες και όπου η θυσία για την πίστη παραχωρεί τη θέση της στη θυσία για την πατρίδα. Η μελέτη των θρησκευτικών και εθνοτικών ταυτοτήτων στην οθωμανική αυτοκρατορία αποκτά ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον με τη χρήση νέων εννοιολογικών εργαλείων που επιτρέπουν και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, η έρευνα των κρυπτο-χριστιανών μπορεί να μετατοπιστεί από τη διατήρηση της πίστης ως μορφής «αντίστασης» προς τον αλλόθρησκο στη μελέτη του θρησκευτικού συγκρητισμού στο πλαίσιο της πολυεθνικής αυτοκρατορίας (Γ. Τζεδόπουλος). Εξάλλου πολλοί ερευνητές, υπό την επίδραση των πολιτισμικών σπουδών, έχουν στραφεί στη χρήση της «ταυτότητας» ως βασικού αναλυτικού εργαλείου για τη μελέτη των ποικίλων κοινοτήτων, δίνοντας έμφαση τόσο στην ιστορικότητα της ταυτότητας ως πολιτισμικής κατασκευής όσο και στη διαχείρισή της η οποία μεταφράζεται σε σχέσεις εξουσίας (Χ. Εξερτζόγλου).


Πολλές αναλογίες με το ελληνικό παράδειγμα παρουσιάζει η ενσωμάτωση του οθωμανικού παρελθόντος στη βουλγαρική εθνική ιστοριογραφία. Πρόκειται για την ίδια «σκοτεινή» εικόνα ενός «παθητικού» οθωμανικού χρόνου και αιώνων «παρακμής» που επηρέασαν ανασχετικά και την πορεία του βουλγαρικού έθνους (Δ. Μπιλάλης). Στον αντίποδα αυτής της αρνητικής εικόνας βρίσκεται η παρουσίαση της οθωμανικής περιόδου από την εβραϊκή ιστοριογραφία. Παρ’ όλο που η θεσμική κατάσταση των Εβραίων στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν διαφοροποιείται από αυτή των υπόλοιπων κατακτημένων πληθυσμών και παρά τις προφανείς συνέχειες και ομοιότητες με την προηγούμενη αυτοκρατορία, τη βυζαντινή, οι εβραίοι ιστορικοί περιγράφουν με μελανά χρώματα τη βυζαντινή περίοδο και αντίθετα πολύ θετικά την οθωμανική περίοδο. Η εξιδανικευτική αυτή εικόνα συνδέεται είτε με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εβραϊκής θρησκείας και κοσμοθεωρίας είτε με πολιτικές σκοπιμότητες όπως διαμορφώθηκαν στον αμερικανικό ακαδημαϊκό χώρο τις τελευταίες δεκαετίες (Μαρία Ευθυμίου). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, η τουρκική αντιμετώπιση του οθωμανικού παρελθόντος. Παρ’ όλο που δεν μας εκπλήσσει η επίσης εξιδανικευτική αντιμετώπιση μιας περιόδου της τουρκικής ιστορίας που ταυτίζεται με την κοσμοκρατορία των Οθωμανών ­ μια νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία ­, είναι ενδιαφέρον ότι στα πρώτα συνέδρια ιστορίας που έγιναν τη δεκαετία του 1930 και όπου διατυπώθηκε η επίσημη κεμαλική θέση για την τουρκική ιστορία (Τουρκική Θέση Ιστορίας) δεν γίνεται καθόλου συζήτηση για την οθωμανική ιστορία. Σύμφωνα με την επίσημη Θέση, η τουρκική εθνική ιστορία εκτείνεται σε πολύ παλαιότερες περιόδους και δεν περιλαμβάνει μόνο την οθωμανική ιστορία (Πηνελόπη Στάθη).


Η σύγχρονη συγκυρία


Το ενδιαφέρον της ημερίδας αυτής για την ιστορία και την ιστοριογραφία της οθωμανικής περιόδου δεν είναι αποκλειστικά επιστημονικό. Το επιστημονικό ενδιαφέρον υπαγορεύεται άλλωστε, όπως είναι γνωστό, από τη σύγχρονη συγκυρία και τα ερωτήματα που θέτει το παρόν. Οι πολιτικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας στα Βαλκάνια και η αναθεώρηση του παρελθόντος που συνεπάγονται οδήγησαν τις βαλκανικές ιστοριογραφίες σε μια αναζήτηση του «κοινού» παρελθόντος, των κοινών ιστορικών εμπειριών της βυζαντινής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της «κληρονομιάς» τους στη θρησκευτική, πολιτισμική και θεσμική σφαίρα. Η νέα αυτή τάση σημαίνει αναθεώρηση της βασικής, κοινής στα βαλκανικά εθνικά κράτη (πλην του τουρκικού, βεβαίως) ερμηνείας της οθωμανικής κληρονομιάς: ότι η οθωμανική περίοδος της ιστορίας τους υπήρξε μια «αλλότρια» επιβολή στις αυτόχθονες χριστιανικές κοινωνίες που είχε τη μορφή «ζυγού». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, κοινό φαινόμενο σε όλα τα βαλκανικά κράτη αμέσως μετά τη δημιουργία τους υπήρξε η προσπάθεια απο-οθωμανοποίησης σε όλα τα επίπεδα, με πιο χαρακτηριστικό το γλωσσικό (εθνικές γλώσσες και τοπωνύμια).


Αυτή η άρνηση του οθωμανικού παρελθόντος εκ μέρους των βαλκανικών κρατών θα πρέπει να αποδοθεί και στη σχέση τους με τη Δύση και την προσπάθειά τους να ακολουθήσουν το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο πολιτικής οργάνωσης και οικονομικής ανάπτυξης. Η ιδιάζουσα αυτή σχέση με τη Δύση επέφερε παράλληλα και την υιοθέτηση των αρνητικών δυτικών στερεοτύπων για το οθωμανικό κράτος. Πράγματι η στερεότυπη εικόνα των Βαλκανίων ως «Ανατολής» συνδέεται κυρίως με το οθωμανικό τους παρελθόν. Ακόμη και για την τουρκική δημοκρατία του Κεμάλ, το οθωμανικό παρελθόν ήταν το «Παλαιό Καθεστώς» με το οποίο ήλθε σε ρήξη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που τα βαλκανικά κράτη θέλησαν να αποτινάξουν τα «ανατολικά» τους στοιχεία, ως στοιχεία «ξένα» προς τη φύση του κατά περίπτωση έθνους. Οπως δεν είναι περίεργο ότι, με την κατάρρευση των παλαιών βεβαιοτήτων, την κρίση του έθνους-κράτους και την αναζωπύρωση των εθνικισμών, αναζητούνται τα υπερ-εθνικά υποστηρίγματα μιας κοινής βαλκανικής ιστορίας που δεν θα διχάζει πλέον ούτε θα λειτουργεί ως όπλο αντίπαλων εθνικισμών.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.