Στη μικροπολιτική κολοκυθιά της πιθανής ημερομηνίας των εκλογών το μόνο για το οποίο κανείς δεν μιλούσε είναι η αιτιολογία με την οποία ο Πρωθυπουργός θα τεκμηρίωνε στην κοινή γνώμη την ανάγκη διάλυσης της Βουλής για την ενδεχόμενη προκήρυξη πρόωρων εκλογών.


Το επισημαίνω τούτο γιατί το όλο ζήτημα, αν έπρεπε δηλαδή να γίνουν οι εκλογές με το τέλος της τετραετίας ή πρωτύτερα, από έναν παράγοντα εξαρτάται: Εξυπηρετεί το συμφέρον του τόπου η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες ή δεν το εξυπηρετεί;


Και εξηγούμαι: η συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ είναι πλέον όχι μόνο βέβαιη αλλά και επικείμενη, δεν σημαίνει όμως αυτό ότι φθάσαμε στο απάνεμο λιμάνι της ξεγνοιασιάς ούτε επιτρέπεται το επίτευγμα αυτό να μας οδηγήσει σε μια χαλαρότητα που θα μας κοστίσει πολύ ακριβά. Και επειδή είμαστε χώρα ποδοσφαιρόφιλων, παρ’ όλο που οι ροζ σελίδες των οικονομικών φυλλάδων αντικατέστησαν στο καφενείο την αθλητική εφημερίδα, θα μιλήσω με όρους ποδοσφαιρικούς: Πόσες φορές οι ομάδες που ανεβαίνουν στην Α’ κατηγορία την αμέσως επόμενη σεζόν ξαναγυρνούν εκεί όπου ήταν απλώς γιατί δεν μπόρεσαν να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις ενός πρωταθλήματος πολύ πιο ανταγωνιστικού;


Αυτό λοιπόν κινδυνεύουμε να πάθουμε και εμείς στην περίπτωση που η Ελλάδα δεν τηρήσει τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας (αλήθεια, ποιος μιλάει για αυτό;) και τότε οι συνέπειες θα είναι αρνητικές για όλους μας. Για να μπορέσουμε όμως να διατηρηθούμε μέσα στην ΟΝΕ, για να μπορέσουμε να ανταγωνισθούμε επί ίσοις όροις τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, είναι πλέον καιρός να βάλουμε μπρος για τα καλά τη μεταρρυθμιστική μηχανή.


Ο καλοπροαίρετος θα πει: Μα δεν έγιναν μεταρρυθμίσεις τα χρόνια αυτά, δεν βοήθησε η κυβέρνηση να προχωρήσει η χώρα; Βεβαίως και έγιναν, αλλού με βήματα γοργά και αλλού με βήματα πιο αργά, αλλού σπάζοντας τις χρόνιες δουλείες που τυραννούν τον τόπο και αλλού υποτασσόμενες σε αυτές.


Και εξηγούμαι: η πελατειακή φύση του πολιτικού μας συστήματος για δεκαετίες ολόκληρες διαμόρφωσε τις κρατικές δομές και λειτουργίες όχι με στόχο την άσκηση πολιτικών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου αλλά απλώς την ικανοποίηση συντεχνιακών αιτημάτων. Και στο πλέγμα αυτό συντεχνία είναι ο κάθε πολίτης που διαθέτει πρόσβαση τόσο στο σύστημα λήψης αποφάσεων όσο και στο σύστημα εκτέλεσής τους.


Αυτό το επισημαίνω γιατί η ευρύτητα της πρόσβασης και το πλήθος των συμφερόντων που συνωστίζονται σε κάθε τομέα πολιτικής, από το πιο μεγάλο ως το πιο ασήμαντο, αυτή η μοναδική «δημοκρατικότητα» της αδράνειας και του ρουσφετιού που χαρακτηρίζει την Ελλάδα είναι ίσως ο παράγοντας που δυσκολεύει περισσότερο από κάθε άλλον το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα.


Τα υπουργεία, π.χ., σχηματίστηκαν ως απλοί μηχανισμοί συντήρησης των στρεβλώσεων που διαμόρφωναν από κοινού η πολιτική και η κοινωνία.


Στην παιδεία, π.χ., η σταθερή υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης συντηρούσε συνειδητά όλο το οικοδόμημα της παραπαιδείας. Ενώ η επετηρίδα, η έλλειψη αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, η αποστήθιση, η κακή κατάσταση των σχολείων, οι αδυναμίες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αποτελούν τα απλά συμπτώματα μιας κατάστασης αλλά τους κοινά αποδεκτούς κανόνες του παιχνιδιού. Ενός παιχνιδιού-μασκαράτας όπου το δημόσιο σχολείο καμώνεται ότι διδάσκει τα παιδιά και η ελληνική οικογένεια καμώνεται ότι τα παιδιά της διδάσκονται.


Αυτή ήταν η κατάσταση ώσπου η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια άρχισε να αλλάζει τους ως τότε αποδεκτούς κανόνες του παιχνιδιού. Πρώτα στην οικονομία και κατ’ επέκταση σε όλο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα είναι καταδικασμένο να πετύχει. Και για να γίνει τούτο δύο είναι οι απαραίτητες και αναγκαίες συνθήκες.


Πρώτον, μέσα από ένα συγκροτημένο πρόγραμμα μέτρων να σπάσουν ένας προς έναν όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας συμφερόντων που λειτουργούν σε έναν δεδομένο τομέα πολιτικής.


Δεύτερον, μέσα από μια συνολική πολιτική μεταρρυθμίσεων, από ένα μεταρρυθμιστικό σοκ σε όλους τους τομείς, να σπάσουν και οι κρίκοι της διαπλοκής των επί μέρους συμφερόντων και προνομίων.


Για να γίνουν τα παραπάνω, τότε, ναι, απαιτείται πράγματι ανανεωμένη λαϊκή εντολή. Αυτό που μετράει είναι το γιατί.


Το χειρότερο θα ήταν να αφήσουμε τον έλληνα πολίτη να πιστεύει ότι μπροστά μας έχουμε μια πολιτική αναμέτρηση χωρίς διακύβευμα, όπου οι δημοσκοπήσεις και οι δημόσιες σχέσεις, τα περάσματα στις πρωινές εκπομπές και τα ανώδυνα τοκ σόου παίρνουν τη θέση των ουσιαστικών πολιτικών επιχειρημάτων.


Η Ελλάδα εισέρχεται στη νέα εποχή αποφασιστικά και έχει μπροστά της οικονομικό και όχι μόνο πεδίον δόξης λαμπρόν. Στις εκλογές που έρχονται επιβάλλεται να νικήσει η ευθύνη και όχι πάλι η αγορά «πολιτικού χρόνου».


Ο κ. Αλέξανδρος Παπαδόπουλος είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ και πρώην υπουργός.